ΜΑΣ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΠΟΥΜΕ
Καθάριος είν’ ο ουρανός
όμορφη, δέ, η φύση
καί οι Γαμπροί ερίζουνε
ποιός θά μάς κατακτήσει.
•••
Εμείς καλοπροαίρετοι
τούς δίνουμε τήν Νύφη
όμως κρατούμε ενθύμιο
τόν άρχοντα Σερίφη.
•••
Άπαντες τόν λατρεύουμε
καί μέσα σέ μιά θήκη
θά έχουμε τόν Φαραώ
καί μάργαρο καί φύκι.
•••
Τί άντρες, τί πολεμιστές
τήν Χώρα μας φροντίζουν
καί τί μεσίτες τέρατα
μ’ αφιόνια τήν ραντίζουν.
•••
Τό νυφικό ολόμαυρο
τά, δέ, παπούτσια σκούρα
άπιαστα τά χρυσαφικά
καί ο γαμπρός μαγκούρα.
•••
Μαγκούρα προελεύσεως
κρατών πολιτισμένων
πού ώς λαό μάς έχουνε
δούλο τους καί χεσμένον.
•••
Καθώς είναι τό έθιμο
η νύφη νά προικίζει
μέ κτήματα καί σπιτικά
τόν γάμο πού αρχίζει
•••
δίνουμε στούς συμπέθερους
μέχρι τό σπιτικό μας
μπάς καί τό συνοικέσιο
χαλάσει γιά κακό μας.
•••
Μέχρι κοτέτσια βρόμικα
θά φορολογηθούνε
κι οι κότες οι βλακόμυαλες
στόν δρόμο θά βρεθούνε.
[…]
Τά πέη τών αρσενικών
-όσων έχουνε μείνει-
εκατοστό, εκατοστό
θά καρπωθούν τά κτήνη.
Τά δέ αιδοία θηλυκών
λές καί είναι πηγάδια
θά ξυριστούνε άσχημα
γεμάτα ή καί άδεια.
[…]
Μέ τό σακί στήν πλάτη μας
θά ψάχνουμε μιά στάνη
γιατί κατσίκια θά ‘μαστε
στού Μπέρλιν τό μποστάνι.
•••
Έτσι Γραικέ καλπάζοντας
θά φεύγουνε οι μήνες
κι εσύ πού ήσουν αετός
θά σέ πηδούν οι χήνες:
•••
Οι πάπιες οι υπόδουλες
μέ τίς χρυσές γραβάτες.
(Άχ, ποντικάκι μου μικρό
θύμα καί σύ στίς γάτες.)
[…]
Μέσα στά σπίτια τά παλιά
οι μνήμες τρελαμένες
ουρλιάζουν καί παραμιλούν
λύκαινες λυσσασμένες.
[…]
Ω! Χώρα πού σ’ αγάπησα
καί σ’ αγαπώ ακόμα
νά ξέρεις θά σού πάρουνε
ακόμα καί τό χώμα.
………………………………………………………….
Μέχρι τώρα λέγαμε
γιά καλό λόγο:
Αυτός ή αυτή, είναι
από καλό σπίτι.
Τώρα, λέμε: Νά πάς
σέ εκείνη
τήν Τράπεζα, είναι από
καλά σπίτια.