Παρουσιάζονται ως κατήγοροι οι υποκινητές της Ουκρανικής περιπέτειας
Μετά όμως τις διαδοχικές στρατιωτικές ήττες και τη διαφαινόμενη κατάληψη από τους Ρωσόφωνους της Μαριούπολης, ανέκρουσε πρύμναν και συζητά με τον Ρώσο Πρόεδρο εκεχειρία και διαπραγματεύσεις. Επιδιώκει ταυτόχρονα να διαπραγματευθεί απευθείας με τον Ρώσο Πρόεδρο, αγνοώντας τους Ρωσόφωνους της Ανατολικής Ουκρανίας. Πιστεύει ότι είναι πλεονεκτικότερο γι’ αυτόν να παρουσιάζει ως συνομιλητή του τον Ρώσο Πρόεδρο, υπονοώντας ότι οι Ρωσόφωνοι είναι απλά ενεργούμενα της Μόσχας.
Εξ αρχής, άλλωστε, το Κίεβο επαναλαμβάνει στερεότυπα τις κατηγορίες για Ρωσική εισβολή, για να δικαιολογήσει τις συνεχείς και απεγνωσμένες εκκλήσεις του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ για βοήθεια. Οι παρατηρητές, όμως, του Οργανισμού για την Ασφάλεια στην Ευρώπη, που βρίσκονται στα Ουκρανο-Ρωσικά σύνορα, δεν επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του Κιέβου. Το τελευταίο διαπιστώνει ότι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, ως αντίποινα, υποτίθεται, για τη Ρωσική υποστήριξη στους Ρωσόφωνους, δεν αρκούν για ν’ ανακόψουν τη στρατιωτική κατάρρευση. Δεν βοήθησαν επίσης πολύ σ’ αυτό οι ξένοι μισθοφόροι.
Η επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις πολιτική λύση δεν είναι, πάντως, εύκολη. Οι ακραίοι στο Κίεβο, όσο και αν έχουν αποδυναμωθεί από τις στρατιωτικές ήττες, διατηρούν ακόμη την εξουσία. Διατηρούν, επίσης, την υποστήριξη των Δυτικών συμμάχων τους, που τους είχαν υποκινήσει και βοηθήσει να καταλάβουν την εξουσία, προεξοφλώντας αφελώς μια εύκολη γεωπολιτική νίκη κατά της Ρωσίας.
Οι τελευταίοι υπολόγιζαν ότι μόνο μια άμεση Ρωσική επέμβαση θα μπορούσε να αναστρέψει τα γεγονότα. Πίστευαν όμως ότι θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια τέτοια επέμβαση με διπλωματικές πιέσεις, διεθνείς καταγγελίες και οικονομικές κυρώσεις. Εάν παρ’ ελπίδα οι Ρώσοι επενέβαιναν, θα παρουσίαζαν την επέμβασή τους ως απόδειξη της αναγεννήσεως του Ρωσικού κινδύνου και της ανάγκης για επανακινητοποίηση του ΝΑΤΟ και την υπονόμευση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης. Το τελευταίο είναι ένας από τους βασικούς στρατηγικούς στόχους της δημιουργίας της κρίσεως της Ουκρανίας.
Η Ρωσική απάντηση ήρθε σε δύο φάσεις. Η πρώτη είχε τη μορφή μιας αστραπιαίας στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κριμαία. Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει σοβαρά ότι η Κριμαία είναι Ρωσικό έδαφος.
Η δεύτερη Ρωσική απάντηση ήρθε με έμμεσο τρόπο. Με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποίησαν οι Δυτικοί για την ανατροπή του Προέδρου Γιαννουκόβιτς. Οι ακραίοι του Κιέβου είναι γνωστό ότι εκπροσωπούν τους πληθυσμούς της Δυτικής Ουκρανίας, που δεν ταυτίζονται με τη Ρωσική και Ορθόδοξη ταυτότητα της ΝΑ Ουκρανίας. Η Ανατολική Ουκρανία αντιπροσωπεύει επίσης το πιο βιομηχανικό και αναπτυγμένο μέρος της χώρας.
Η πολιτική κινητοποίηση των πληθυσμών της Ανατολικής Ουκρανίας κατά των ακραίων του Κιέβου πήρε γρήγορα ένοπλη μορφή, ως απάντηση στη στρατιωτικοποίηση της συγκρούσεως από το Κίεβο. Το τελευταίο πίστευε ότι θα μπορούσε να προλάβει να τους συντρίψει στρατιωτικά, κινητοποιώντας τον Ουκρανικό στρατό και τους φανατικούς εθελοντές του δεξιού τομέα. Αποδεχόμενο, επίσης, τη συνδρομή ξένων συμβούλων και μισθοφόρων.
Ο Ουκρανικός στρατός απέδειξε, όμως, γρήγορα ότι ούτε τη διάθεση είχε να πολεμήσει εναντίον άλλων Ουκρανών ή Ρώσων ούτε τη στοιχειώδη οργάνωση διέθετε και την αναγκαία λογιστική υποστήριξη. Ακόμη και οι πιο επίλεκτες δυνάμεις αποδείχθηκαν απρόθυμες ή ανεπαρκείς. Το αποτέλεσμα ήταν σε πολύ λίγο χρόνο οι δυνάμεις των Ρωσοφώνων, όχι μόνο να μπορέσουν να αμυνθούν, αλλά και να πάρουν τη στρατηγική πρωτοβουλία.
Παρά τις καταγγελίες για Ρωσική εισβολή, το στρατιωτικό αποτέλεσμα επετεύχθη χωρίς την άμεση εμπλοκή Ρωσικών δυνάμεων, γεγονός που παρέχει στη Ρωσική πλευρά ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Η ανατροπή της νέας αυτής στρατιωτικής ισορροπίας δεν είναι εύκολη, με την κινητοποίηση εφεδρικών Ουκρανικών δυνάμεων, επικουρούμενων έστω από αυξημένο αριθμό ξένων μισθοφόρων. Η αποτυχία της ανατολικής εκστρατείας του Ουκρανικού στρατού και οι απώλειες που έχει υποστεί σε επίλεκτες δυνάμεις, τεθωρακισμένα μέσα, πυροβολικό και Αεροπορία, είναι δυσαναπλήρωτες. Η δεδηλωμένη επίσης θέση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ότι δεν θα προσφύγουν σε στρατιωτικά μέσα και δεν θα εμπλακούν σε πόλεμο με τους Ρώσους, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στο CNN ο Αμερικανός υπουργός Τσακ Χέιγκελ, οριοθετεί την προσδοκώμενη εξωτερική βοήθεια για το καθεστώς του Κιέβου.
Το αποκορύφωμα αυτό της τραγωδίας περιέχει μέσα του και την ελπίδα μιας ανάστροφης πορείας προς μια ειρηνική διευθέτηση, που θα βασίζεται στις πραγματικότητες της χώρας. Ο ίδιος ο Χένρι Κίσιγκερ έγραψε, σε άρθρο του στην εφημερίδα «New York Times», ότι «η Ουκρανία δεν είναι μια ξένη χώρα για τη Ρωσία» και ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Μετά το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία, διαπιστώνει κανείς ένα άλλο δυτικό φιάσκο στην Ουκρανία. Ποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σε πολιτικές ηγεσίες, που χρειάστηκαν χρόνια για να δουν, π.χ. και ν’ αντιληφθούν τι είναι ο Φρανκενστάιν του ISIL, τον οποίο έθρεψαν και χρηματοδότησαν ως δήθεν δημοκρατικό στρατό, που θ’ ανέτρεπε τον «δικτάτορα» Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Θλίψη και ανησυχία, επίσης, προκαλεί η υποτακτική πολιτική της Ευρώπης, που συντάσσεται απερίσκεπτα με πολιτικές που αντιμάχονται τα ίδια τα συμφέροντά της και επαναφέρουν κλίμα Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη. Ακόμη πιο θλιβερή είναι η ευθυγράμμιση της Ελληνικής κυβερνήσεως, που υποκρίνεται ότι πιστεύει τις κίβδηλες κατηγορίες κατά της Ρωσίας, όταν είναι γνωστό ποιοι υποκίνησαν τα γεγονότα στην πλατεία Μαϊντάν και άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου της τραγωδίας που ζει σήμερα η Ουκρανία.