Ο απόηχος μιας εκλογής
Μετά την πληθώρα των σχετικών σχολίων και αναλύσεων, θα επιχειρήσουμε μια επιγραμματική αποτύπωση της κατάστασης που επικρατεί στην Τουρκία την επαύριο των εκλογών και των συνεπειών που θα προκύψουν για τη χώρα μας, μετά την άνοδο του κ. Ερντογάν στον προεδρικό θώκο.
Η πολιτική διαδρομή του 60ετούς Προέδρου ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Το 1994 εκλέγεται δήμαρχος Κωνσταντινούπολης για 4,5 χρόνια. Αποκλείεται από την πολιτική, όταν σε μια τουρκική πόλη, την Σιίρτ, το 1997, απαγγέλλει ένα ποίημα «Οι μιναρέδες είναι ξιφολόγχες, οι θόλοι κράνη, τα τζαμιά είναι οι στρατιωτικοί μας στρατώνες, οι πιστοί στρατιώτες…», το οποίο τον οδηγεί στις τουρκικές φυλακές με την κατηγορία της «πρόκλησης μίσους και έχθρας» ανάμεσα στον λαό. Ετοιμάζεται μετά για την ίδρυση του κόμματός του, του ΑΚΡ, στο οποίο το 2001 εκλέγεται πρόεδρος.
Στις εκλογές του 2002 το ΑΚΡ κερδίζει την εξουσία, αλλά, λόγω της δικαστικής του εμπλοκής, δεν μπορεί να αναλάβει την πρωθυπουργία. Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών και μόλις απελθών πρόεδρος, ο κ. Γκιουλ, για να καταλήξει η πρωθυπουργία, στη συνέχεια, στα χέρια του κ. Ερντογάν.
Στις εκλογές του 2007 και του 2011 το ΑΚΡ κερδίζει και πάλι τις εκλογές. Έτσι, ο κ. Ερντογάν παραμένει πρωθυπουργός για τρεις συνεχόμενες θητείες.
Η ευρεία λαϊκή στήριξη που του παρείχετο από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και η υψηλή δημοτικότητα που απολάμβανε, τον ώθησε στην υιοθέτηση αλαζονικών στάσεων, που συνέβαλαν στην απαρχή αμφισβήτησής του, τον Ιούνιο του 2013, όταν η πρωθυπουργία του κλονίστηκε από μια σειρά γεγονότων, στο πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. Την κρίση αυτή ξεπέρασε με τη νίκη του κόμματός του στις τελευταίες εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση και φυσικά με τη νίκη που προσωπικά επέφερε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Προφανώς, η εκλογή ικανοποίησε τον τούρκο Πρόεδρο. Δεν αποτελεί όμως το επιστέγασμα των πολιτικών του φιλοδοξιών, στο μέτρο που δεν μπόρεσε να ενισχύσει τις προεδρικές εξουσίες, αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει την αλλαγή του Συντάγματος, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο, λόγω της μη ικανής πλειοψηφίας που το κόμμα του διαθέτει στη μεγάλη εθνοσυνέλευση. Τούτο βέβαια δεν θα τον αποτρέψει από την προσπάθεια να το επιχειρήσει, όταν οι συνθήκες θα είναι πιο πρόσφορες και ευνοϊκές γιʼ αυτόν, όταν δηλαδή θα μπορέσει το κόμμα του να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία για την πολυπόθητη για τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο αλλαγή του Συντάγματος. Γιʼ αυτό και λέγεται ότι η ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους αποτελεί επιλογή του κ. Ερντογάν, αφού αυτή θα μπορούσε να του παράσχει ψήφους για την ψήφιση του νέου Συντάγματος.
Είναι όμως ο δρόμος ανοιχτός για τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο; Θα μπορέσει να ασκήσει μια άνετη και ανενόχλητη Προεδρία;
Ασφαλώς ο τούρκος Πρόεδρος διαθέτει μεγάλο ποσοστό του τουρκικού λαού με το μέρος του. Υπάρχει όμως ένα άλλο, σοβαρό ποσοστό, που αντιτίθεται στην πολιτική του και στη μέχρι σήμερα πορεία του.
Επιπλέον, τρία, νομίζουμε, είναι τα βασικά εμπόδια που θα αντιμετωπίσει:
Το πρώτο. Οι συχνές παλινωδίες του στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ασφαλώς αποτελούν δείγμα της αποτυχημένης πολιτικής που ακολούθησε στα θέματα της Μέσης Ανατολής και στην εφαρμογή της γνωστής και τόσο διαφημισθείσης «πολιτικής των μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες», η οποία είδαμε πού κατέληξε. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος έχει ήδη προδιαγράψει, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιοδείας, τη θέση που θα τηρήσει. Εδήλωσε λοιπόν τότε, μεταξύ άλλων, ότι η Τουρκία θα αποτελέσει «τη φωνή όλων των καταπιεσμένων» από το Αφγανιστάν μέχρι τη Συρία, από τη Σομαλία μέχρι την Αίγυπτο, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι η χώρα του θα συνεχίσει να επιδιώκει την ένταξή της στην ΕΕ ως πλήρες μέλος.
Με την κατάσταση όμως που επικρατεί στη Μέση Ανατολή και την προέλαση των τζιχαντιστών, θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική αυτή; Όταν μάλιστα πλείστα όσα προβλήματα ανεφάνησαν στην τουρκική διπλωματία, απότοκα της πολιτικής που ακολούθησε ως τούρκος πρωθυπουργός; Ενδεικτικά αναφέρουμε την ταύτισή του με τους αδελφούς μουσουλμάνους στην Αίγυπτο και τη διακοπή των σχέσεών του με τους νέους ιθύνοντες στο Κάιρο, τις σχέσεις του με τη Χαμάς, τις ψυχρές σχέσεις του με το Ισραήλ, μετά από παλινωδίες όσον αφορά την επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών.
Το δεύτερο εμπόδιο συνδέεται με την τουρκική οικονομία που συνιστά μια σοβαρή απειλή για τον κ. Ερντογάν. Το νόμισμα της χώρας διολισθαίνει, οι ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές συρρικνώνονται, ενώ πληθωρισμός υπερέβη το 7%. Και φυσικά οι προβλέψεις για την ανάπτυξη κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι, μετά μάλιστα την εντυπωσιακή ανάπτυξη που είχε παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια.
Και ερχόμαστε στο τρίτο εμπόδιο, που αφορά και τη χώρα μας. Η διαχείριση των σχέσεών του με την ΕΕ δεν προοιωνίζεται εύκολη. Η συμπεριφορά της Τουρκίας προβληματίζει, ενώ υπάρχουν προβλήματα που η ίδια προκαλεί με την αδιάλλακτη πολιτική που ακολουθεί στο Κυπριακό. Σε μια πολύ κρίσιμη φάση για το Κυπριακό και ενθαρρύνοντας την αδιαλλαξία του Ντερβίς Έρογλου, ο κ. Ερντογάν, επιβαίνοντας του νέου και υπερπολυτελούς τουρκικού προεδρικού αεροσκάφους, αφίχθη, την περασμένη Δευτέρα, 1η τρέχοντος, στο παράνομο αεροδρόμιο της κατεχόμενης Τύμπου, πρώτη επίσκεψη, συμβολική, άλλωστε, στα Κατεχόμενα. Σημειωτέον, ότι σχεδόν ταυτόχρονα με το προεδρικό αεροσκάφος έφτανε στην κυπριακή ΑΟΖ το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Barbaros» για παράνομες σεισμογραφικές έρευνες… Δεν παρέλειψε δε να δηλώσει ότι «η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχθεί σχέδια που δεν είναι δίκαια, ούτε θα δεχθεί λύση ομοσπονδίας που δεν θα στηρίζεται στην αρχή των δύο κρατών».
Δυστυχώς, στις δηλώσεις αυτές του κ. Ερντογάν έρχονται να προστεθούν και άλλες που έγιναν στα Κατεχόμενα, κατά τη διάρκεια της εκεί επίσκεψής του και οι οποίες ασφαλώς και δεν προοιωνίζουν ευνοϊκές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Ορθά, λοιπόν, αντέδρασε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών κ. Κ. Κούτρας, όταν, αναφερόμενος στην παράνομη αυτή επίσκεψη μίλησε, μεταξύ άλλων, για την εμμονή της Άγκυρας στην επιθετική πολιτική της εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο γεγονός ότι «επιχείρησε να εξισώσει τις συγκεκριμένες διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας με τις βαριές ευθύνες της Τουρκίας στο Κυπριακό». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι: «Κάθε τέτοιος παραλληλισμός είναι ιστορικά και νομικά αβάσιμος και άρα πολιτικά απαράδεκτος. Η Τουρκία έχει την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για τον τερματισμό της παράνομης στρατιωτικής κατοχής του συνεχιζόμενου εγκλήματος του εποικισμού στην Κύπρο και την αποκατάσταση του δικαιώματος όλων των ελληνοκυπρίων προσφύγων να επιστρέψουν στις εστίες και περιουσίες τους».
Η όλη συμπεριφορά του κ. Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του, αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής εκ μέρους ακόμη και Τουρκοκυπρίων. Ο γενικός γραμματέας της συνδικαλιστικής οργάνωσης των τουρκοκυπρίων δασκάλων δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο κ. Ερντογάν «δεν είναι γνώστης του Διεθνούς Δικαίου και έχει μια συμπεριφορά κατακτητή, βλέποντας την Κύπρο ως αποικία».
Αλλά ακόμη αιφνιδίασε και πάλι, προκαλώντας οργή στην Αθήνα και δίκαιη απογοήτευση στη Λευκωσία, όταν ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε ποτέ τη συγχαρητήρια επιστολή του Προέδρου κ. Αναστασιάδη την οποία εκόμισε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος κ. Βενιζέλος (και ενεχείρισε ο γενικός γραμματέας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών στον υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Σινιρλίογλου), ο οποίος εκπροσώπησε την ελληνική κυβέρνηση στην τελετή ανάληψης της Προεδρίας της τουρκικής Δημοκρατίας. Η πράξη αυτή του νεοεκλεγέντος Προέδρου, ασφαλώς, αποτελεί μια επανάληψη του γνωστού δείγματος γραφής του…
Για τους λόγους αυτούς πιστεύουμε ότι όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν πρέπει να αναμένεται στροφή της Τουρκίας ούτε και εγκατάλειψη της αδιάλλακτης γραμμής που αυτή ακολουθεί. Τα μηνύματα εξάλλου είναι σαφή. Χαρακτηριστικό δείγμα η δήλωση του νέου τούρκου Προέδρου ότι αν και είναι πολύ απλό να επαναλειτουργήσει η Χάλκη, τούτο θα γίνει μόνον όταν ανοικοδομηθούν και λειτουργήσουν τα οθωμανικά τζαμιά στην Αθήνα, αναγνωριστούν οι παράνομα εκλεγόμενοι μουφτήδες στη Θράκη και καταργηθεί ο νόμος για τον διορισμό των 240 ιεροδιδασκάλων… Επαναφέρει, δηλαδή, σύμφωνα με την προσφιλή του τακτική, την αρχή της αμοιβαιότητας, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία και Ελλάδα, θέση στην οποία έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και που στερείται παντελώς κάθε νομικής ή οποιασδήποτε άλλης βάσης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι επικαλέστηκε και την «αθέτηση υπόσχεσης» που του είχαν δώσει, όπως είπε, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής και η τότε υπουργός Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη, για τη χορήγηση άδειας ανοικοδόμησης των οθωμανικών τζαμιών στην Αθήνα.
Πρόσθετο, εξάλλου, δείγμα της συνέχισης της αδιάλλακτης πολιτικής που η Άγκυρα ακολουθεί, αποτελεί η τελευταία, την Παρασκευή 5η τρέχοντος, συνάντηση των κ. Ερντογάν – Σαμαρά στο πλαίσιο της Σύσκεψης Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία, όπου κατεφάνη –σύμφωνα με τις πρώτες, τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, πληροφορίες– η διάσταση απόψεων των δύο πλευρών και η εμμονή της τουρκικής πλευράς στις γνωστές αδιάλλακτες θέσεις της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνάντηση δεν κατέληξε σε κάποια συμφωνία, ούτε έγιναν δηλώσεις των δύο ηγετών προς τα ΜΜΕ.
Συμπερασματικά, μπορούμε να συνάγουμε ότι σε γενικές γραμμές δεν πρέπει να αναμένεται ουσιαστική αλλαγή στις βασικές θέσεις της τουρκικής πολιτικής. Τα προβλήματα όμως που η Άγκυρα θα αντιμετωπίσει είναι σοβαρά. Τούτο, κατά τις εκτιμήσεις μας, θα την αναγκάσει να μετριάσει τις νεοοθωμανικές φιλοδοξίες της να παίξει ρόλο υπολογίσιμης δύναμης στην ευρύτερη περιοχή. Κατά συνέπεια, θα αναγκαστεί να χαμηλώσει τον πήχη των προσδοκιών της και να προσαρμόσει ανάλογα την πολιτική της, περιοριζόμενη στην προσπάθεια επίτευξης ρεαλιστικών στόχων.
Τέλος, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον κ. Νταβούτογλου οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής θα ασκείται κατά βούληση του κ. Ερντογάν, αφού κατά τη διαρρεύσασα περίοδο Πρόεδρος και πρωθυπουργός σε πλήρη και αγαστή συνεργασία συνέπλεαν, υπό τις προηγούμενες ιδιότητές τους, στην εφαρμογή των αρχών του νεοοθωμανισμού που και οι δύο ευαγγελίζοντο. Εξάλλου, δεν σημειώθηκε κάποια διαφοροποίηση του κ. Νταβούτογλου από τις γνωστές θέσεις που πρέσβευε ο κ. Ερντογάν.
Ο κ. Ερντογάν ονειρεύεται να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2023, όταν θα εορταστεί η 100ή επέτειος από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας. Έτσι, πιστεύει ότι θα αποδειχθεί ο μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ μεγαλύτερος τούρκος ηγέτης.
Θα εκπληρωθεί, άραγε, ο διακαής αυτός πόθος του;