Η Ελλάδα δέσμια των δεσμεύσεων

Και για τον έλεγχο που η «τρόικα» επιθυμεί προκειμένου να διαπιστώσει την εκτέλεση των εντολών της από την ελληνική κυβέρνηση. Η αιτιολογία της ματαίωσης και του ερχομού στην Αθήνα του κλιμακίου της «τρόικας» ήταν ο φόβος μήπως υπάρξουν τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος των ελεγκτών της. Απορούμε πώς αυτήν την αιτιολογία την υιοθέτησε η κυβέρνηση και δέχθηκε να μετακομίσει το ελληνικό κράτος στη γαλλική πρωτεύουσα. Είναι γεγονός ότι θα λαμβάνονταν αποφάσεις για πολλές εκκρεμείς απαιτήσεις των δανειστών μας. Και αυτές οι αποφάσεις θα προκαλούσαν τεράστια δυσαρέσκεια στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Αυτή ακριβώς τη δυσάρεστη εξέλιξη θέλησε να απαλύνει η κυβέρνηση, αλλά και η «τρόικα». Και γι’ αυτό και οι δύο πλευρές συμφώνησαν οι σχετικές συζητήσεις και αποφάσεις να διεξαχθούν σε ουδέτερο έδαφος. Όμως η επιλογή για ουδέτερο έδαφος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λειτουργήσει σαν αμορτισέρ για την απορρόφηση των κραδασμών. Είναι βέβαιο ότι τα δυσκολότερα σημεία των απαιτήσεων της «τρόικας» και των δεσμεύσεων που δέχθηκε να αναλάβει η Ελλάδα βρίσκονται ακριβώς στα θέματα που εκκρεμούν και πρέπει να ληφθούν αποφάσεις. Το πόσο σκληρές θα είναι οι αποφάσεις αυτές θα το δούμε στη φάση της υλοποίησής τους. Ας θυμηθούμε όμως τα εκκρεμή θέματα, την τακτοποίηση των οποίων απαιτεί η «τρόικα»:

α) Τροποποιήσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Η «τρόικα» επιμένει να σταματήσει η επιδότηση των ελλειμμάτων κύριας και επικουρικής σύνταξης όλων των Ταμείων και ως λύση προτείνει τη συγχώνευση των Ταμείων που χορηγούν επικουρικές συντάξεις, ώστε τα «πλούσια» Ταμεία να καλύπτουν το παθητικό των «ασθενών». Και στην περίπτωση που αυτό δεν μπορεί να γίνει κατορθωτό, να μειωθούν δραστικά τα απομεινάρια των επικουρικών συντάξεων που καταβάλλονται σήμερα, μέχρι και κατάργησή τους παντελώς. Η κυβέρνηση προτείνει την ενίσχυση των Ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, από τον προϋπολογισμό, με ειδικές επιχορηγήσεις. Όμως η «τρόικα» δεν δέχεται επ’ ουδενί λόγω την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για την καταβολή συντάξεων κύριας και επικουρικής ασφάλισης.

β) Το δεύτερο σημείο αφορά τις απολύσεις στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η «τρόικα», βέβαια, υποστηρίζει τον θεσμό των απολύσεων και τον βλέπει ότι προσφέρει έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό και επιμένει να εφαρμοστεί ο θεσμός όπως υπάρχει η σχετική δέσμευση της Ελλάδας. Αυτό καθόσον αφορά τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Για την απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, η δικαιολογία που προβάλλει η «τρόικα» είναι ότι η απελευθέρωσή τους θα δυναμώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στις διεθνείς αγορές. Εμείς θα θέλαμε από την πλευρά μας να παρατηρήσουμε ότι, όσον αφορά το Δημόσιο, ήδη σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες υπάρχουν τεράστια οργανικά κενά. Και οι περισσότερες από αυτές δεν μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά και να εκπληρώσουν τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν και λειτουργούν. Καθόσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα σημειώνουμε ότι η ανταγωνιστικότητα δεν συναρτάται μόνο με το μισθολογικό κόστος. Η ανταγωνιστικότητα διαμορφώνεται από το κόστος όλων των παραγόντων που συμμετέχουν στην παραγωγή του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Τιμές πρώτων και βοηθητικών υλών και ενέργειας, καθώς και η επιβάρυνση με τα γενικά έξοδα της επιχείρησης, αποτελούν εξίσου βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τον βαθμό της ανταγωνιστικότητας. Όταν λοιπόν οι τιμές των πρώτων υλών ή της ενέργειας αυξάνονται, αμέσως η ανταγωνιστικότητα μειώνεται. Επομένως ο ισχυρισμός ότι η μείωση των αμοιβών των εργαζομένων φέρνει πάντα και σταθερά βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσχημα για τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων. Εκείνο που μπορούμε να δεχθούμε είναι ότι, εφόσον το κράτος ληστεύει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και μάλιστα τις μικρομεσαίες, θέλησε, ως ένα είδος αντισταθμίσματος, να μειώσει δραστήρια τις αμοιβές των εργαζομένων. Δεδομένης όμως της αλληλουχίας των συμφερόντων που υπάρχει στην οικονομία, η μείωση του εισοδήματος αποβαίνει και σε βάρος των επιχειρήσεων και το αποτέλεσμα είναι τα «λουκέτα». Τώρα η «τρόικα», στις συζητήσεις των Παρισίων, θα θέσει και θέμα περιορισμού ή κατάργησης του δικαιώματος της απεργίας. Και αυτό φαίνεται ότι είναι το πρώτο βήμα για να καθιερωθεί ο κατώτατος μισθός που μπορεί να μην υπερβαίνει τα 350 ευρώ μηνιαίως και οι εργαζόμενοι να το δεχθούν χωρίς να έχουν το δικαίωμα της απεργίας, που θεωρείται ότι είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Σ’ αυτό το τόσο ευαίσθητο κοινωνικά θέμα να δούμε πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση.

γ) Οι φοροελαφρύνσεις που διεκδικεί η κυβέρνηση είναι -και αυτό- ένα σημείο τριβής που προκαλεί διάσταση απόψεων μεταξύ κυβέρνησης και «τρόικας». Για λόγους κομματικού συμφέροντος και μόνο, η κυβέρνηση επιδιώκει φοροελαφρύνσεις που φυσικό είναι να δημιουργούν μείωση ανάλογη στα έσοδα του Δημοσίου. Και αυτό είναι απαράδεκτο για την «τρόικα». Για την κυβέρνηση όμως είναι μια σανίδα σωτηρίας. Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα έχουν προ πολλού υπερβεί το όριο του 25% του ΑΕΠ και μέσω της φορολογίας το κράτος απομυζά από τον ιδιωτικό τομέα και γενικά από τους φορολογούμενους, όχι πλεονάζοντες χρηματικούς πόρους, που διαφορετικά θα βοηθούσαν την ανάπτυξη, αλλά απομυζά και πόρους φυσικά είναι ένας λόγος που πάρα πολλές επιχειρήσεις έχουν σταματήσει πλέον να λειτουργούν και η παραγωγική μηχανή της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε στάδιο παράλυσης. Με τις διάφορες «εφευρέσεις» του υπουργείου των Οικονομικών, με σκοπό την αύξηση των εσόδων του κράτους, έχουμε φτάσει σε μια εξοντωτική φορολογική επιβάρυνση. Και πρέπει να συνειδητοποιήσει και η κυβέρνηση και η «τρόικα» ότι χωρίς την κατάργηση ορισμένων γελοίων φορολογιών δεν θα μπορέσει ποτέ η ελληνική οικονομία να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Πάντως το θέμα των φορολογικών ελαφρύνσεων πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι το μεγαλύτερο αγκάθι στις διαπραγματεύσεις μεταξύ «τρόικας» και κυβέρνησης. Παράλληλα όμως ισχυροποιεί τους ισχυρισμούς μας ότι η Ελλάδα έπαψε να είναι ένα αυτοτελές κράτος και βρισκόμαστε υπό κατοχή.

δ) Ένας άλλος τομέας που θα απασχολήσει σοβαρά τις συζητήσεις των Παρισίων θα είναι και το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Και τούτο σε συνδυασμό με τις ειδικές κατηγορίες στις οποίες θα διαχωριστούν οι δημόσιοι υπάλληλοι (δικαστές, ένστολοι). Από το νέο μισθολόγιο φυσικά θα έχουμε και ανακατατάξεις, δηλαδή αυξήσεις ή μειώσεις στις καταβαλλόμενες από το Δημόσιο κύριες συντάξεις. Εκτός εάν ο νομοθέτης προνοήσει και αποκλειστούν οι κύριες συντάξεις που καταβάλλει το Δημόσιο. Πάντως, όλα δείχνουν ότι το νέο μισθολόγιο του Δημοσίου θα έχει πολλές καινοτομίες και θα διαχωρίζει τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα σε προνομιούχους και πληβείους.

ε) Οι «κόκκινες οφειλές». Πολλά έχουν λεχθεί και έχουν γραφεί για τα κόκκινα δάνεια που βρίσκονται παρκαρισμένα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Και έχει σταματήσει η εξυπηρέτησή τους, δηλαδή η τμηματική εξόφληση, λόγω απώλειας ή μείωσης του εισοδήματος του δανειολήπτη. Όμως πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν κόκκινα δάνεια μόνο, υπάρχουν παντοειδείς και υψηλές «κόκκινες οφειλές» των ελλήνων πολιτών. Οφειλές κυρίως προς το Δημόσιο από βεβαιωθέντες και μη πληρωθέντες φόρους προς το Ελληνικό Δημόσιο. Είναι οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τέλος οι οφειλές προς τις μεγάλες ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ). Όλες αυτές οι οφειλές είναι που έχουν φέρει σε απόγνωση όχι μόνο τους οφειλέτες, αλλά και τα Ταμεία στα οποία υπάρχουν οι οφειλές αυτές. Είναι μια σοβαρή παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, ισοδύναμη κατά την άποψή μας με κατάσταση χρεοκοπίας για όλους αυτούς τους πολίτες-οφειλέτες. Η κυβέρνηση πολύ σωστά θέλει την κατάσταση αυτή να την αναγάγει σε θεσμό, που να προβλέπεται νομικά και να καθορίζει διαδικασίες και ευχέρειες στην εξέλιξη του θεσμού αυτού. Με γνώμονα την όσο το δυνατόν καλύτερη διευκόλυνση των οφειλετών στην εξόφληση των υποχρεώσεών τους. Όμως η «τρόικα» αντιμετωπίζει το θέμα εντελώς διαφορετικά. Προτιμά μια ρύθμιση με την καθιέρωση ορισμένων δόσεων και με διευκολύνσεις ανάλογες με το εισόδημα που αποκτά ο οφειλέτης. Και στη συνέχεια να γίνει πλειστηριασμός των όσων περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακινήτων, διαθέτει ο οφειλέτης. Δηλαδή επειδή δεν προβλέπεται η βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, θα καταλήξουμε τελικά σε έναν θρυμματισμό της κοινωνικής συνοχής. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο το Ελληνικό Δημόσιο υπερχρεωμένο και οι ελληνικές τράπεζες, υπερχρέωση υπάρχει και σε ένα σημαντικό ποσοστό των ελλήνων πολιτών. Και αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει η χώρα μας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αυτής της πραγματικότητας. Στη σημερινή μας παρουσίαση θίξαμε τα πλέον σοβαρά θέματα που απασχολούν την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία. Και επισημαίνουμε ότι σε όλα αυτά τα προβλήματα υπάρχουν διιστάμενες απόψεις μεταξύ κυβέρνησης και «τρόικας». Ελπίζουμε ότι οι ελληνικές απόψεις θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής από τους δανειστές μας, ώστε η κατάσταση στη χώρα μας να βελτιωθεί.


Σχολιάστε εδώ