Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα
Κάθεται κι ένας σχολαστικός παλιόγερος σπίτι του στην πολυθρόνα και παρακολουθεί από τηλεοράσεως τη συναυλία. Άμουσος από τα παιδικά του χρόνια, τόσο που ο δάσκαλος στο μάθημα της «ωδικής» τού έδινε «ψιλά» απ’ τα λεφτά του για να φύγει, «να πάει να αγοράσει στραγάλια», να τους αδειάσει τη γωνιά, να μην μπερδεύονται οι άλλοι μαθητές με τις παραφωνίες του, τις γαϊδουροφωνάρες του και τις κοτσάνες που ξαμόλαγε όταν άρχιζαν τα «α,α,α,α,» στο «σολφέζ». Τώρα όμως, θλιβερό γερόντιο πια, η μουσική και τα τραγούδια, ιδίως τα παλιά, του ξυπνούν αναμνήσεις καθώς τα συνδέει με περιστατικά που κάποτε έζησε. Ακούει στο ράδιο ή στην τηλεόραση ένα «ρετρό» τραγούδι, που τα λόγια του, το «story» του «κάτι του θυμίζουν» κι αμέσως το μοντάρει στα μέτρα του κι αφήνει τη σκέψη να περιδιαβαίνει σαν φάντασμα σε απόκοσμους κι αραχνιασμένους τόπους… «Μην ανησυχείτε, τα έχουν αυτά οι γέροι», είπε ο ψυχίατρος που συμβουλεύτηκαν οι δικοί του. Έτσι, από συνήθεια κι απόψε, κάνοντας ζάπινγκ στην τηλεόραση, έπεσε τυχαία στη συναυλία του Σαββόπουλου που μεταδίδονταν «live» και οι στίχοι του τραγουδιού τον ταρακούνησαν: «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα / Έρχεται μπόρα και παγωνιά…», τραγουδάει ο συνθέτης κι η μουσική τονίζει τον φόβο γι’ αυτό που έρχεται. Ανατριχιάζει ο γεράκος καθώς οι λέξεις γίνονται εικόνες, ένα ζωντανό, θαρρείς, ρεπορτάζ, αποτυπωμένο από τον στιχουργό μέσα σε βουβή ταινία.
Και συμπεραίνει θλιμμένα ο συνθέτης: «Πόσο πολύ έχει αλλάξει αυτή η πόλη / Βάλε την τσαγιέρα στη φωτιά / Η νύχτα έρχεται, η μπόρα δυναμώνει / Κι όλα είναι χαμένα και προπολεμικά!».
Αυτό το «προπολεμικά» έφερε τον παππούλη χρόνια και χρόνια πίσω, τότε που άρχισε να διαγράφεται αχνά πάνω από τα χείλη του ένα αραιό μουστάκι, τότε που δεν ήταν πια παιδί, μα ούτε ακόμη έφηβος. Θυμήθηκε τα «παλιά περιοδικά» και πρόβαλλε ξάφνου εμπρός του το «Μπουκέτο» με τις ξανθές καλλονές στο εξώφυλλο, που βλέποντάς τις κρεμασμένες στο περίπτερο κάτι περίεργο σκιρτούσε μέσα του. Θυμήθηκε το γραμμόφωνο, το «His master’s voice», το οποίο μόνο ο πατέρας επιτρεπόταν να το χειρίζεται. Ούτε να το αγγίξεις δεν επέτρεπε. Εκείνος άλλαζε βελόνα και σκούπιζε με το βελούδινο βουρτσάκι τον δίσκο των 78 στροφών, που όλο κόλλαγε και μ’ ένα περίεργο ηχητικό «dissolve» έφυγε από τη συναυλία και πέρασε στην Πόλα Νέγκρι και τη μεγάλη της επιτυχία το «Tango Notturno», για να τη διαδεχθεί, ύστερα από το απαραίτητο κούρδισμα, η Ιμπέριο Αρτζεντίνα με το σουξέ της εποχής, τους «Los piconeros», γεμίζοντας τα αφτιά του με σπανιόλικες μελωδίες και κροτάλισμα από καστανιέτες. Θυμάται εκείνα τα χρόνια που τα καλοκαίρια η οικογένεια κοιμόταν στρωματσάδα στο ταρατσάκι και που έπρεπε την αυγή, με μισόκλειστα μάτια, να μαζεύουν μαξιλάρια και σεντόνια για να γυρίσουν σαν πρόσφυγες στα κρεβάτια τους, αγουροξυπνημένοι από τις πρώτες ενοχλητικές ηλιαχτίδες.
Επιστρέφει όμως στον Σαββόπουλο, αλλά, απομονώνοντας τη μουσική, αναλογίζεται πως είναι ένα πρωθύστερο προφητικό τραγούδι για τη μεγάλη καταιγίδα που έρχεται. Και τότε η θύμησή του γυρνά σ’ εκείνον τον Σεπτέμβρη που «ερχόταν βροχή, ερχόταν μπόρα και παγωνιά», με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που άρχιζε τέτοιες μέρες… Θυμάται τις συζητήσεις των μεγάλων, που όλο περί «εξελίξεων» τους άκουγες να μιλάνε. Κουβέντιαζαν στα καφενεία, στα γραφεία, στα σπίτια, στις βεγγέρες, έβλεπαν πως τα πράγματα σκουραίνουν. Γιατί ο Έλληνας -και ειδικά ο Αθηναίος-, αδιόρθωτος, αχόρταγος εφημεριδοφάγος, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα συμβαίνοντα στον πλανήτη και ήταν ενήμερος για τα «ντεσού» της διεθνούς σκηνής καλύτερα και από τους διπλωμάτες καριέρας (εκείνους με τη χωρίστρα στη μέση, το μονόκλ και τα αβρά χειροφιλήματα στις κυρίες με τα «φασαμέν»). Ξέραμε τον στρατηγό Μόλλα του Φράνκο, που στον ισπανικό εμφύλιο βάδιζε με τέσσερις φάλαγγες κατά της Μαδρίτης, αλλά ενδεχομένως αγνοούσαμε τον συμπολίτη μας καραγκιοζοπαίκτη Μόλλα, που κάθε βράδυ στο θέατρο σκιών ψυχαγωγούσε τους Αθηναίους. Με αισθήματα αγανάκτησης παρακολουθούσε καθημερινά την εισβολή των Ιταλών στην Αβησσυνία κι ένιωθε συμπόνια για τον βασιλιά τους, τον… «μακαντάση μας», Ρας Τάφαρι και για όσα υπέφερε ο λαός του. Χασκογέλασε όμως όταν έμαθε πως οι αμυνόμενοι Αβησσυνοί ξαμόλησαν πεινασμένα λεοντάρια κατά των εισβολέων. Κι ένας γνωστός καταξιωμένος έλληνας ποιητής και σκηνοθέτης, ο Ορέστης Λάσκος, έδωσε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ντιριντάουα» σε μια νεαρή θεατρινούλα, ένα αστεράκι που τότε ανέτελλε. Ήταν ένα «τιμής ένεκεν» στη Λίμνη Ντιριντάουα της Αβησσυνίας, όπου «οι ξυπόλυτοι με τα δόρατα» πρόβαλλαν ηρωική αντίσταση στους Ιταλούς με τον «υπερίτη». Και όταν κηρύχθηκε επίσημα ο πόλεμος, «έδιναν και έπαιρναν» οι συζητήσεις για την απόρθητη «γραμμή Μαζινό», που έκανε τους Γάλλους να κοιμούνται ήσυχοι, ποντάριζαν στους Πολωνούς, που σε λίγες μέρες νικητές και τροπαιούχοι θα έμπαιναν στο Βερολίνο με το ακαταμάχητο ιππικό τους. Τα θυμάται όλα ο γεράκος και, φτύνοντας τον κόρφο του, πατάει το τηλεκοντρόλ και στην οθόνη προβάλλει πάλι ο Σαββόπουλος που τραγουδά με την κιθάρα του, ενώ η έξαρση των ακροατών του πάει κρεσέντο:
«… Στους δρόμους στρατιώτες τραγουδάνε. Κλείδωσε την πόρτα και στάσου στη σκιά!».