Υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης;
Το «εθνοσωτήριο» δίδυμο Σαμαρά και Βενιζέλου έχει συνειδητοποιήσει ότι χωρίς ανάπτυξη δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε μείωση του δημοσίου χρέους και τη βιωσιμότητά του. Και φαίνεται ότι έχουν εναποθέσει κάθε ελπίδα τους στις αποκρατικοποιήσεις των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Έτσι γεννάται το μεγάλο ερώτημα: Οι αποκρατικοποιήσεις συμμετέχουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια; Και εάν ναι, με ποιες προϋποθέσεις μπορούν να βοηθήσουν σʼ αυτήν; Κατʼ αρχάς, πρέπει να τονίσουμε ότι τον θεσμό των αποκρατικοποιήσεων τον εισήγαγαν ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν από κοινού με την τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ και έκτοτε οι αποκρατικοποιήσεις έγιναν μόνιμος θεσμός για όλα σχεδόν τα κράτη της Δύσης, γεγονός που αποδεικνύει την αποτυχία της δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως ακριβώς μια ιδιωτική επιχείρηση που έχει πέσει έξω, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, προβαίνει στην πώληση των περιουσιακών της στοιχείων.
Βέβαια είναι πάρα πολλοί οι οπαδοί της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας και μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές της αγοράς. Οι οπαδοί του θεσμού αυτού χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία περιέχει τους ιδεολόγους, αυτούς δηλαδή που έχουν πεισθεί ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί σωστά τη διοίκηση μιας μεγάλης δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού. Η άποψη αυτή ασφαλώς είναι σωστή, όταν οι κυβερνήσεις κομματικοποιούν τις ΔΕΚΟ και διορίζουν αποτυχημένους πολιτικούς ή άλλα κομματικά στελέχη που έχουν προσφέρει υπηρεσίες στους κομματικούς μηχανισμούς. Αυτή η «κομματικοποίηση των ΔΕΚΟ» είναι η μεγάλη «εφεύρεση» του συστήματος προκειμένου να γίνει ευρέως αποδεκτή η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Η δεύτερη κατηγορία των υποστηρικτών του θεσμού αυτού είναι όσοι αποκομίζουν κέρδη, δηλαδή οι επενδυτές-αγοραστές, οι διαφημιστές των προσόντων των υπό πώληση στοιχείων, οι μεσολαβητές μεταξύ του πωλητή-κράτους και του αγοραστή, που εισπράττουν υψηλές προμήθειες. Όλοι αυτοί είναι που χρηματοδοτούν την εκστρατεία για την αποδοχή του θεσμού και την επιτάχυνση της πραγματοποίησής του, για να μη χάσουν τις ευκαιρίες κέρδους. Έχει, δε, διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις η πώληση μιας ΔΕΚΟ έχει προκαλέσει την υποβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών και την αύξηση των τιμών.
Όσον αφορά το Δημόσιο, ο θεσμός αυτός μόνο ζημίες προκαλεί. Και όχι μόνο στο Δημόσιο αλλά και στον λαό, που πληρώνει ακριβότερα υποβαθμισμένες υπηρεσίες. Να υπενθυμίσουμε στον κ. Σαμαρά, μεγάλο υποστηρικτή του θεσμού, ότι ο κ. Μητσοτάκης, το 1992, που ασκούσε εξουσία, προέβη σε αποκρατικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας. Το αποτέλεσμα ήταν οι νέοι ιδιοκτήτες να αφήσουν τα λεωφορεία χωρίς συντήρηση για να αποφύγουν τις σχετικές δαπάνες. Ο αριθμός των λεωφορείων συνεχώς μειωνόταν, και έτσι το επιβατικό κοινό δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί. Τελικά τα λεωφορεία επέστρεψαν στο Δημόσιο που κάλυψε τις τεράστιες ζημιές που είχαν προκληθεί. Στο σημείο αυτό θέλουμε να φέρουμε εν γνώσει του κ. Σαμαρά και ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κατά την ενοποίηση της Γερμανίας (Ανατολικής και Δυτικής), στο ανατολικό τμήμα 8.200 ΔΕΚΟ μπήκαν σε πρόγραμμα αποκρατικοποίησης. Και συνεστήθη προς τούτο η ανάλογη υπηρεσία, όπως το δικό μας ΤΑΙΠΕΔ. Το αποτέλεσμα που έδωσε όλο αυτό το πρόγραμμα ήταν ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ήσαν λιγότερα από τις δαπάνες λειτουργίας του ταμείου αποκρατικοποιήσεων, από τις προμήθειες και τις διαφημίσεις. Και τη ζημιά αυτή την κάλυψε η Δυτική Γερμανία. Άρα η ανάπτυξη του ανατολικού τμήματος της Γερμανίας δεν βασίστηκε στις εκποιήσεις δημοσίων περιουσιακών στοιχείων. Βασίστηκε στη σωστή αναπτυξιακή πολιτική που ακολούθησε η τότε κυβέρνηση της ενιαίας Γερμανίας. Από το παράδειγμα αυτό προκύπτει το δίδαγμα ότι οι προϋποθέσεις για να υπάρξει ανάπτυξη είναι διαφορετικές από την αποκρατικοποίηση. Η ανάπτυξη απαιτεί αύξηση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και περίσσευμα πόρων από το εθνικό εισόδημα για νέες επενδύσεις. Ή τουλάχιστον εισαγωγή ξένων κεφαλαίων και τοποθέτησή τους στην πραγματική οικονομία για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Και φυσικά η εισροή αυτή ξένων κεφαλαίων δεν πρέπει να γίνει ποτέ με αποικιακούς όρους. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η σημερινή οικονομική πραγματικότητα στη χώρα μας, όχι μόνο δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για να διατεθούν στην ανάπτυξη, αλλά ούτε είναι δυνατόν με υπερφορολόγηση και μέτρα λιτότητας να πετύχουμε αύξηση της κατανάλωσης, ώστε να δημιουργηθούν κίνητρα νέων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Πρέπει να τονίσουμε για άλλη μια φορά ότι οι διαθέσιμοι πόροι διατίθενται για την εξυπηρέτηση του υπέρογκου δημόσιου χρέους. Αυτό σημαίνει ότι η κ. Λαγκάρντ, που επιμένει σε δεύτερο «κούρεμα» του δημοσίου χρέους της Ελλάδος, έχει απόλυτο δίκιο. Γιατί διαφορετικά, αν πετύχουμε κάποια περίοδο χάριτος χωρίς να μειωθεί καθόλου το χρέος, έστω και αν αυτή η περίοδος είναι 20ετής, εκείνο που θα προκύψει θα είναι απλά μια επιβάρυνση για το μέλλον. Επομένως, η πρόταση της Μέρκελ για ετεροχρονισμό της εξόφλησης του δημοσίου χρέους δεν αποτελεί οριστική λύση του προβλήματος. Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν περιορίζεται στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Η δραστηριότητά της στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων έχει επεκταθεί και στην πώληση μελλοντικών δημοσίων εσόδων με τη μέθοδο της τιτλοποίησής τους. Εκδίδει τίτλους και πουλάει τα δημόσια έσοδα που πρόκειται να εισπραχθούν στο μέλλον στους ιδιώτες επενδυτές. Όπως, για παράδειγμα, η τιτλοποίηση των εισπράξεων των εισιτηρίων των αστικών συγκοινωνιών. Έτσι λοιπόν το Δημόσιο απογυμνώνεται από μελλοντικά έσοδα. Παρ’ όλα λοιπόν τα «κουρέματα» αποδοχών και συντάξεων, τις απολύσεις υπαλλήλων και τις αποκρατικοποιήσεις του δημόσιου χρέους, αυτό αντί να μειωθεί, αντίθετα αυξάνεται. Η ύφεση και η λιτότητα είναι οι δύο ασθένειες που κατατρώγουν τα σωθικά της ελληνικής οικονομίας. Και αντί η κυβέρνηση να μεριμνά για την καταπολέμηση αυτών των ασθενειών, αντίθετα λαβαίνει μέτρα αντιαναπτυξιακά. Το πρώτο μέτρο που πρέπει να επιδιώξει με επιμονή η κυβέρνηση είναι το «κούρεμα» του δημοσίου χρέους. Το δεύτερο μέτρο είναι το σταμάτημα της λιτότητας. Μέχρι εδώ φτάνει. Να σταματήσουν οι απολύσεις και οι διάφορες εφευρέσεις που οδηγούν στη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η ανάπτυξη θέλει αύξηση του εισοδήματος στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Και όχι το κράτος να σοφίζεται συνεχώς αυξήσεις φόρων και μειώσεις αποδοχών.
Ένα σοβαρό εμπόδιο στην αναπτυξιακή πορεία του τόπου μας είναι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και οι εκροές ελληνικών κεφαλαίων σε ξένες χώρες. Και αυτά τα φαινόμενα οφείλονται βασικά στην υποτυπώδη λειτουργία των ελεγκτικών υπηρεσιών του κράτους. Οι εναπομείναντες υπάλληλοι στις ελεγκτικές υπηρεσίες εκτελούν τα καθήκοντά τους ευσυνείδητα, αλλά ο αριθμός των ελεγκτών είναι ανεπαρκής. Επίσης δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και στην απασχόληση ξένων και ελλήνων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Μια λύση θα ήταν το εργατόσημο να εφαρμοστεί καθολικά. Δυστυχώς υπήρξαν αντιδράσεις στην καθιέρωση του εργατόσημου και αυτό προκάλεσε την αύξηση της φοροδιαφυγής από ξένους και ντόπιους εργαζόμενους και πολλούς επιχειρηματίες που έχουν αδήλωτους απασχολούμενους. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε και εισφοροδιαφυγή σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων. Η άνθηση της φοροδιαφυγής είναι επόμενο να συνοδεύεται από σημαντική εκροή κεφαλαίων από την Ελλάδα. Έχουμε τη γνώμη ότι οι βαλκανικές χώρες έχουν στηρίξει την ανάπτυξή τους και στα ελληνικά κεφάλαια, που κατέφυγαν εκεί για καλύτερους όρους κερδοσκοπίας. Βασικά, όμως, η ανάπτυξη των χωρών αυτών στηρίχτηκε στα αφορολόγητα χρήματα των μεταναστών, νομίμων ή λαθραίων. Η ελευθερία στη διακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος διευκόλυνε τα μέγιστα την εκροή κεφαλαίων από την Ελλάδα σε άλλες χώρες, και από Έλληνες και από αλλοδαπούς. Δυστυχώς, στην Ευρώπη ανθούν πολλοί φορολογικοί παράδεισοι. Γι’ αυτό στα συρτάρια του ΣΔΟΕ υπάρχουν λίστες με έλληνες καταθέτες στην Ελβετία, στη Βρετανία, στο Λουξεμβούργο, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει θεαματικά αποτελέσματα ενός επισταμένου και λεπτομερούς ελέγχου για τις εκροές αυτές ελληνικών κεφαλαίων. Κεφάλαια τα οποία δεν έχουν, βέβαια, φορολογηθεί γεγονός το οποίο αποτελεί τροχοπέδη στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας. Από την ανάλυση που προηγήθηκε βγαίνει το συμπέρασμα ότι δυστυχώς δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμη στη χώρα μας οι βασικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη και αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι προσδοκίες για ανάπτυξη που στηρίζονται αποκλειστικά και μόνον στην αλματώδη αύξηση του τουρισμού δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν. Γιατί ο τουρισμός είναι ένας ευαίσθητος τομέας της οικονομίας, ο οποίος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως περιβαλλοντολογικούς, πολιτικής σταθερότητας, δημόσιας τάξης και ασφάλειας, επίπεδο τιμών και παρεχομένων υπηρεσιών κ.ά. Επομένως η κυβέρνηση πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή της στους παράγοντες εκείνους που προσφέρουν σταθερή, ικανοποιητική και βιώσιμη ανάπτυξη.