Η «Νέα» Τουρκία, ο «νέος» Ερντογάν και τα παλιά προβλήματα
Αντιμετώπισε την έκρηξη της νεολαίας της Τουρκίας, που ανησυχεί για το ενδεχόμενο η πατρίδα της να μετατραπεί σε μια έστω και σύγχρονου τύπου Δημοκρατία ισλαμικού-μεσανατολικού τύπου. Εξουδετέρωσε το νέο βαθύ κράτος που είχε δημιουργηθεί από το άλλο ισλαμικό παρακλάδι, εκείνο του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και επέβαλε ένα ιδιαίτερα συγκεντρωτικό και προσωπικά ελεγχόμενο σύστημα εξουσίας. Και τώρα, έχοντας επιτύχει στόχους που μέχρι πρόσφατα στην Τουρκία έμοιαζαν ακατόρθωτοι, ο Ταγίπ Ερντογάν κάθε άλλο παρά αποσύρεται στο προεδρικό ανάκτορο της Τσάνκαγια στην Άγκυρα ή στο θερινό πολυτελές κατάλυμα των Σουλτάνων στην Κωνσταντινούπολη (που ανακαινίζεται για χάρη του).
Με όπλο την αγάπη και την αφοσίωση ενός πολύ σημαντικού τμήματος του τουρκικού λάου (στις τελευταίες προεδρικές εκλογές απέσπασε το 52% των ψήφων, αν και θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η υψηλή σχετικά αποχή) ο Ταγίπ Ερντογάν, δημοσίως και με κάθε τρόπο, έστειλε το μήνυμα ότι η ημέρα της αποχώρησής του από την ηγεσία του ΑΚΡ και της ορκωμοσίας του ως πρώτου εκλεγμένου απευθείας από τον λαό Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι η αφετηρία για τη Νέα Τουρκία.
Μια «Νέα» Τουρκία, που έχει υποσχεθεί στους συμπατριώτες του ότι θα διαμορφωθεί μέχρι το 2023, στην 100ή επέτειο της ίδρυσης της «παλιάς Τουρκίας» από τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο ίδιος ο Ερντογάν δεν παρέλειψε στην τελευταία ομιλία του ως αρχηγός του ΑΚΡ, να επιτεθεί στο κράτος που οικοδομήθηκε από τον Κεμάλ και το κοσμικό κατεστημένο, να ασκήσει κριτική για τις διακρίσεις που επέβαλλε στους πολίτες του ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά πιστεύω τους, την εθνική καταγωγή τους, την απαγόρευση της μαντίλας και της ισλαμικής κουλτούρας. Χωρίς να θίξει το ίδιο το πρόσωπο του Κεμάλ, ο Ερντογάν περιέγραψε τη «Νέα» Τουρκία που θεμελιώνεται με την αποκαθήλωση κάθε στοιχείου που θυμίζει την κεμαλική παράδοση.
Στο εσωτερικό ο Ερντογάν παρέδωσε μεν τη θέση του προέδρου του ΑΚΡ στον έμπιστο Νταβούτογλου, αλλά θα πρέπει και ο ίδιος, ως νέος «πατερούλης» του τουρκικού έθνους (και όχι κράτους, όπως ο ίδιος διευκρινίζει), να αναλάβει τη δύσκολη πορεία για την ειρήνευση με τους Κούρδους και το ΡΚΚ. Μια διαδικασία στην οποία πολλοί αντιδρούν τόσο από την κουρδική μειονότητα όσο και από το παλιό πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας.
Η ειρηνευτική διαδικασία θα ενταθεί το επόμενο διάστημα, αλλά θα πρέπει ο κ. Ερντογάν, τηρώντας λεπτές ισορροπίες, να φροντίσει, έστω και από την υποχρεωτικά υπερκομματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, να βοηθήσει τον Αχμ. Νταβούτογλου ώστε το ΑΚΡ να διατηρήσει και να διευρύνει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα. Η επομένη μεγάλη μάχη του Τ. Ερντογάν θα είναι οι εκλογές του καλοκαιριού του 2015, καθώς μόνο με την ευρεία επικράτηση του κόμματός του, του οποίου θα ηγείται ένας σχετικά νέος σε εμπειρία πολιτικός, ο Αχμ. Νταβούτογλου, θα διαμορφωθεί η αναγκαία πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση που θα επιτρέψει την αλλαγή του Συντάγματος που όχι μόνο θα μετατρέψει το σύστημα σε Προεδρικό, αλλά θα κατοχυρώσει και συνταγματικά τα αιτήματα της μειονότητας των 18 εκατομμυρίων Κούρδων.
Ο Ερντογάν δεν πρόκειται -στο εσωτερικό- να λησμονήσει τον αγώνα του εναντίον του «παράλληλου κράτους» και δεν θα ησυχάσει εάν δεν εξουδετερώσει πλήρως τον θανάσιμο πια αντίπαλό του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Όμως, οι μεγάλες προκλήσεις για την Τουρκία του Ερντογάν και του Νταβούτογλου είναι μπροστά και κυρίως στην εξωτερική πολιτική.
Οι δύο ισχυροί άνδρες της Τουρκίας επανέλαβαν με κάθε τρόπο ότι ο στόχος της ανάδειξης της χώρας τους σε περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια επιρροή παραμένει ενώ υπεραμύνθηκαν μάλιστα των μέχρι τώρα επιλογών τους στις κρίσεις που ταλανίζουν την ευρύτερη περιοχή.
Ο Τ. Ερντογάν δήλωσε στην ομιλία μετά την ορκωμοσία του ότι ο βασικός άξονας της εξωτερικής πολίτικης της Τουρκίας είναι «η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η ευημερία». Τόνισε ότι η Τουρκία δεν στρέφεται εναντίον της εδαφικής κυριαρχίας, ούτε αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις καμιάς χώρας. Και επανέλαβε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι στρατηγικός στόχος για την Τουρκία και θα συνεχισθεί πιο εντατικά η προώθηση της σχέσης με την ΕΕ.
Ξεχνά αυτά που δεν τον συμφέρουν…
Για το πλαίσιο αυτό, πάντως, υπάρχουν, σε ό,τι άφορα την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο, πολλές ενστάσεις, μια και η Τουρκία σταθερά αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Η Τουρκία του Ερντογάν ουδέποτε ακύρωσε το casus belli, ούτε εγκατέλειψε την πολιτική των «γκρίζων ζωνών», ενώ έχει αναγάγει σε βασικό θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα, παρεμβαίνοντας απροκάλυπτα στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.
(Σ.σ.: για να μη θυμίσουμε τη χαρακτηριστική παρέμβαση στο εσωτερικό της Συρίας με τη στήριξη των δυνάμεων που θέλουν να ανατρέψουν τον Μ. Άσαντ).
Όσο για την ευρωπαϊκή προοπτική, είναι ο ίδιος ο κ. Ερντογάν που απροκάλυπτα και προκλητικά έχει γυρίσει την πλάτη με περιφρονητικό τρόπο στην ΕΕ και μάλιστα μιλά για ευρωπαϊκή προοπτική όταν θέλει να επιβάλλει στην ΕΕ να αποκλείει ένα κράτος-μέλος της (την Κύπρο) από τις ευρωτουρκικές επαφές και σχέσεις.
Και όταν μιλά για Δημοκρατία, μάλλον δείχνει να ξεχνά ότι επί των ημερών του φυλακιστήκαν δημοσιογράφοι, έκλεισαν ΜΜΕ, απολύθηκαν κορυφαίοι αντιπολιτευόμενοι δημοσιογράφοι και σχολιαστές και παύθηκαν δικαστές…
Όσο για την ειλικρίνεια των προθέσεών του στην άσκηση μιας σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής που θα είναι συμβατή με τις ευρωπαϊκές και δυτικές αξίες, ο κ. Ερντογάν θα δοκιμαστεί με το «καλημέρα». Αύριο πραγματοποιεί μια έντονα συμβολική επίσκεψη στα Κατεχόμενα. Ο Τ. Ερντογάν έχει την ευκαιρία να αποδείξει ότι πράγματι πρεσβεύει την αλλαγή όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στην εξωτερική πολιτική της χώρας του. Γιατί το να ισχυρίζεσαι ότι παλεύεις για την επικράτηση του δικαίου (και εναντίον της ξένης κατοχής, π.χ., στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη) στη διεθνή αρένα είναι εύκολο ρητορικά. Αλλά ο Τ. Ερντογάν αύριο θα επιθεωρήσει στρατεύματα κατοχής. Που κατέχουν μάλιστα έδαφος ευρωπαϊκής χώρας. Αύριο από τα Κατεχόμενα θα δώσει τις πρώτες εξετάσεις του ως Πρόεδρος της Τουρκίας. Μένει να αποδειχθεί εάν θα διαψεύσει τους ευκολόπιστους της Λευκωσίας και των Αθηνών που πιστεύουν ότι εδώ και 12 χρόνια ο Ερντογάν απλώς δεν είχε τη δύναμη να αλλάξει πολιτική. Τώρα πια δεν υπάρχουν όμως δικαιολογίες…
Κωνσταντίνος Τσάκαλος