Αυγουστιάτικο φεγγάρι
Ήταν και οι αιώνιοι κινδυνολόγοι που διεκήρυτταν «φοβού τας ειδούς του Αυγούστου» που κι’ αυτοί είχανε δίκαιο. «Ψόφαγαν» απ’ τις μελέτες εκείνον τον Αύγουστο οι ανά την υφήλιο διπλωμάτες, που αντί να τσιλημπουρδίζουν με κυρίες της αριστοκρατίας στις κοσμικές λουτροπόλεις, καταχωνιασμένοι στα γραφεία τους, διάβαζαν απόρρητα έγγραφα και αξιολογούσαν απειλητικές διακοινώσεις, ανταλλάσσανε πληροφορίες και προσπαθούσαν να διακριβώσουν με βαθυστόχαστες αναλύσεις την ακριβή έννοια της μπούρδας που εξεστόμισε κάποιος πολιτικός παράγων.
Στο Βερολίνο εστιαζόταν το παγκόσμιο ενδιαφέρον διότι ο κύριος Αδόλφος Χίτλερ, καγκελάριος του γερμανικού Ράιχ, λίγους μήνες πρωτύτερα έβαζε φαρδιά, πλατιά και ευανάγνωστα την υπογραφή του κάτω από ένα έγγραφο «που εξασφάλιζε την παγκόσμια ειρήνη», υποσχόμενος πως από εδώ και εμπρός θα «κάθεται στα αυγά του», έγγραφο που με συγκίνηση και υπερηφάνεια επέδειξε στην ανθρωπότητα ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, εξοχότατος κ. Νέβιλ Τσάμπερλεν επιστρέφοντας από το Μόναχο, όπου έδωσε «γην και ύδωρ» στους Γερμανούς προκειμένου να εξασφαλίσει αυτή την υπόσχεση. «Οίκοθεν νοείται» ότι δεν ανήκαν στα εδάφη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας η «γη και το ύδωρ που παραχώρησε χάριν της ειρήνης, αλλά στην Τσεχοσλοβακία. Και τώρα, με νωπό ακόμα το μελάνι της υπογραφής του, ο αχόρταγος αυτός καγκελάριος, κ. Αδόλφος Χίτλερ, απειλούσε και πάλιν την ειρήνη, λέγοντας απλά: «Είπα-ξείπα, χέ.. την παρόλα μου». Έτσι ήρθε η σειρά της Πολωνίας με πρόσχημα τον διάδρομο του Ντάντσιγκ.
Πλατσούριζαν οι Ευρωπαίοι στις παραλίες απολαμβάνοντας τη χαρά του «ου φροντίς» με τις θερινές τους διακοπές, αν και από την άνοιξη -ή και νωρίτερα- πλήθαιναν οι γερμανικές απειλές που οι Αγγλογάλλοι, οχυρωμένοι με το Σύμφωνο του Μονάχου δεν τις παίρνανε στα σοβαρά, αλλά, για κάθε ενδεχόμενο, οι Εγγλέζοι επανέφεραν την υποχρεωτική θητεία και παρέα με τους Γάλλους άρχισαν να μοιράζουν εγγυήσεις για την «εδαφική ακεραιότητα» της Πολωνίας. Για να δέσει μάλιστα καλύτερα η… μαγιονέζα, έστειλαν αγγλογαλλική επιτροπή στη Μόσχα να διαπραγματευθεί με τους Σοβιετικούς πως «σε περίπτωση γερμανικής επιθέσεως, η USSR θα έσπευδε σε βοήθεια της Πολωνίας, με τον ερυθρό στρατό, που όμως δεν δέχονταν οι Πολωνοί, λέγοντας ευγενικά «ας μένει το βύσσινο». Ήτανε βλέπεις η προαιώνια έχθρα ανάμεσα στους δύο λαούς, που τους έκανε να φοβούνται πως «έτσι και έρθουν οι Ρώσοι, άντε και διώξε τους μετά…» Οι διαπραγματεύσεις πάντως συνεχίζονταν και είχαν προχωρήσει σε καλό σημείο, όταν έφτασε τηλεγράφημα στη σοβιετική πρωτεύουσα ότι ο Φύρερ της Γερμανίας επιθυμεί να μεταβεί ο υπουργός Εξωτερικών του Γ’ Ράιχ Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ στη Μόσχα για συνομιλίες… «Καλώς να ορίσει!», απάντησε το Κρεμλίνο. Σφόδρα θύμωσαν οι αγγλογάλλοι διαπραγματευτές με την επίσκεψη και για να τιμωρήσουν τους μπολσεβίκους που δεν αρνήθηκαν να δεχτούν τον μουσαφίρη, έκαναν κάτι ανάλογο με τον πασά του ανεκδότου που για να τιμωρήσει το χαρέμι του έκοψε τα… γενετικά του όργανα: Έφυγαν επιδεικτικά! Έφτασε ο απεσταλμένος «Φον», τον δέχτηκαν με τιμές και βρέθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αδελφωμένες οι κόκκινες σημαίες των δύο κρατών: Η σβάστικα με το σφυροδρέπανο. Ήταν σαφής στην πρότασή του ο Ρίμπεντροπ: «Ελάτε να μοιράσουμε την Πολωνία. Και αν γουστάρετε, προσαρτήστε τη στη χώρα σας και ούτε γάτα ούτε ζημιά…». Άρχισε μεταξύ τους παζάρι: «Πόσο; Τόσο!», «Λίγα είναι. Βάλε κάτι ακόμα»… Άρχοντας ο Φον δεν έκανε τσιγκουνιές και άλλες μικροαστικές μικρότητες, αλλά άρχισε αδίστακτα να δίνει, να δίνει, να δίνει! Έδωσε τμήμα της Πολωνίας. Πάρε, είπε, και Βαλτικές. Πάρε και ολίγον Φινλανδία, πάρε και Βεσσαραβία, που τη βλέπεις και τρέχουν τα σάλια σου. Ηδονικά δεχόταν ο Στάλιν τις προσφορές του ανοιχτοχέρη Φον και, σύμφωνα με φωτογραφίες της εποχής, το μακρύ, πλατύ και γλυκό γέλιο ευχαρίστησης κάτω από το παχύ μουστάκι… «διχοτομούσε» το πρόσωπό του από αυτί σε αυτί. Μόνο που ο Γερμανός δεν είχε την εντιμότητα του κύκλωπα Πολύφημου, που με ειλικρίνεια είπε στον Οδυσσέα «εσένα θα σε φάω τελευταίο!», αλλά υπέγραψε στις 23 Αυγούστου 1939 το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, που έφερε τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Σύμφωνο μη επιθέσεως», για να ρίχνει στάχτη στα μάτια σε όσους φαίνονταν όλα απίστευτα. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι Γερμανοί ήσαν ακόμη στρατιωτικά «ξεβράκωτοι». Μπλοφάρανε, αλλά τρέμανε τον πόλεμο και δεν θα αποτολμούσαν να «ρίψουν τον κύβο». Το σύμφωνο τούς έδωσε φτερά, προκάλεσε διεθνή ανακατωσούρα. Και τολμήσανε… Για τους Αγγλογάλλους ο χρόνος είχε σταματήσει στα 1918, τότε που οι «Boches», οι μπόσηδες, οι Γερμανοί, πέταξαν τα όπλα και κατησχυμένοι συνθηκολόγησαν. Αλλά τώρα ήταν αλλιώς. Εκτός από τη ρεβάνς, που είναι πάντα κακός σύμβουλος, οι στρατηγικές τους ήσαν πολύ πιο μπροστά και από την εποχή τους. Οι Γάλλοι τεντώνονταν νωχελικά από ανία πίσω από την απόρθητη γραμμή μαζινό και οι Πολωνοί, που πίστευαν πως έχουν τον καλύτερο στρατό του κόσμου, δηλαδή ίλες ιππικού εξοπλισμένες με… δόρατα, εύχονταν να τους επιτεθούν, για να… καταλάβουν σε 15 μέρες το Βερολίνο.
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι εκείνης της χρονιάς ήταν το τελευταίο που ρομαντζάρανε και πλάθανε όνειρα οι ερωτευμένοι… Σαν αύριο, 1η Σεπτεμβρίου, άρχιζε ο πιο πολυαίμακτος πόλεμος, με τεράστιες καταστροφές και εκατομμύρια νεκρούς «αθάνατους ήρωες» και στις πέντε ηπείρους.