Το τραπέζωμα

Ανατρίχιασαν όλοι στο τραπέζι και ο νονός, που ενώ εκείνη τη στιγμή καθάριζε το πορτοκάλι του, παραλίγο να του φύγει το μαχαίρι, ρώτησε από περιέργεια: «Και τι ξέρεις εσύ από δήμιους;».

«Πως δεν ξέρω;», είπε ο Κωστάκης, ενοχλημένος που αμφισβητούσαν τις γνώσεις του, «το είδα στην τηλεόραση…». Και με ιδιαίτερη θέρμη στη φωνή, παρά τα οκτώ του χρόνια, άρχισε να μιλάει για τσεκούρια και τα άλλα σχετικά σύνεργα για έναν πετυχημένο και αξιοπρεπή αποκεφαλισμό.

Έβραζε ο πατέρας που ήθελε ο γιόκας του να είναι σοβαρός σαν ιεροκήρυκας, και ήταν έτοιμος να τον πλακώσει στα χαστούκια, αλλά τον πρόλαβε ο μικρός εγκωμιάζοντας τη στολή του δήμιου:

«Φορούσε ένα ωραίο κολλητό στο σώμα κολάν, σαν εκείνο της θείας Λίτσας, τότε που ο θείος ξεφώνιζε «Πού πας έτσι μωρή; Κοντεύει να βγει ο πισινός σου έξω»», και που εκείνη γελώντας του απαντούσε: «Οποιανού δεν του αρέσει, ας μην τον κοιτά…»

«Ποια είναι η θεία Λίτσα;», ρώτησε στο αδιάφορο, τάχα, ο νονός.

«Μια ζουρλοπαντιέρα», τον κατατόπισε συνοπτικά η μαμά, που είχε όλη την καλή διάθεση να εκθέσει αναλυτικότερα το βιογραφικό της. Ξερόβηξε όμως ο μπαμπάς και τη «φρενάρισε», καθότι στον οικογενειακό τους κώδικα ο ξερόβηχας σήμαινε, απλώς, «σκασμός». Έτσι, τη σκυτάλη, ως καθʼ ύλην αρμόδιος, παρέλαβε ο πατέρας, που εξήγησε στον νονό ότι «η θεία Λίτσα» ήταν η μικρή αδελφή της γυναίκας του αδελφού του, αλλά έφερε εξ απονομής τον τίτλο της «θείας» για να τη σέβεται ο Κωστάκης. Και για να μην υπάρξουν σκιές στην υπόληψή της, προσέθεσε ότι η νέα, αν και ηθικών αρχών, διέπεται από μερικές αξιοκατάκριτες προοδευτικές αντιλήψεις και ότι ήρθε στην Αθήνα λόγω «σεμιναρίου τινός» και την φιλοξενούν στο σπίτι του αδελφού του.

«Φοιτήτρια είναι;», ρώτησε πάλι ο νονός.

«Όχι, ξεσκολισμένη είναι!», απάντησε διφορούμενα η μαμά.

Έβραζε μέσα του ο πατέρας που ήθελε ο γιόκας του να είναι σοβαρός σαν ιεροκήρυκας, και ετοιμαζόταν να τον πλακώσει στα χαστούκια, αλλά βλέποντας πως το προκύψαν θέμα της Λίτσας οδηγούσε σε επικίνδυνες για το κύρος της οικογένειας ατραπούς, έδωσε «τόπο στην οργή» και για να μη γίνουν ρεζίλι μπροστά σε ξένο άνθρωπο, επανέφερε τη συζήτηση στην επαγγελματική προοπτική του Κωστάκη. Με ένα γλυκό και στοργικό χαμόγελο εξήγησε στον μικρό ότι «στην εποχή μας δεν κόβουν κεφάλια». Τον ειρμό του διέκοψε η μαμά, που, αν και τελείως άσχετη με τα πολιτικά, ανακατευόταν στις αντρίκιες δουλειές, και αμόλησε την κοτσάνα: «Μα, τότε γιατί μιλάνε για κατά κεφαλήν εισόδημα;»… Την αγριοκοίταξε ο πατέρας και συνέχισε τις νουθεσίες λέγοντας πως δεν υπάρχει πια το επάγγελμα του δήμιου. Παρενέβη τότε ο νονός λέγοντας πως: «Ούτε και μαγαζάτορες υπάρχουνε πια. Είσαι σίγουρος πως δεν θα υπάρξουν στο απώτατο μέλλον; Απογοητεύεις μιαν αθώα παιδική ψυχή λέγοντας πως “δεν υπάρχουν πια δήμιοι”. Μα, εδώ και τόσα χρόνια, ούτε και μπαλωματήδες υπήρχανε. Είδα όμως προχθές στη γειτονιά μου “εξαφανισμένο μπαλωματή να μπαλώνει τρύπια παπούτσια νοικοκυραίων”». Και φιλοσοφώντας πρόσθεσε πως: «Όλα στη ζωή είναι ένας κύκλος» και ως επιβεβαίωση υπενθύμισε τους «Κύκλους του Κοντράντιεφ», που επικαλέστηκε ο Ανδρέας σε μια διάσκεψη του ΠΑΣΟΚ. Διακρίνοντας μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, από τον πατέρα, για τα λεγόμενά του, τον συμβούλεψε ως νονός ότι: «Δεν κάνει να επεμβαίνεις στο μέλλον του παιδιού, αλλά να το αφήνεις ελεύθερο να καταπιαστεί με την κλίση που έχει. Πρέπει μονάχα να τον μάθεις να αγαπά τη δουλειά του χωρίς να επικαλείται ωράρια εργασίας για να τεμπελιάζει. Να δουλεύει ευσυνείδητα και τις Κυριακές, χωρίς να αξιώνει υπερωρίες. Αυτά να του μάθεις για να γίνει ένας χρηστός πολίτης». Δεν κρατήθηκε άλλο ο πατέρας και ξέσπασε: «Ο γιος ο δικός μου, Κυριακή δεν θα δουλέψει ποτέ. Χώνεψέ το. Ποτέ!». Και συνέχισε με έντονη δόση ειρωνείας: «Μπας και θα ιδιωτικοποιήσετε και τους δήμιους;». Σαν κεραυνός ήρθε η απάντηση: «Όχι, θα μείνουν συνδικαλιστές σαν μερικούς μερικούς, ονόματα δεν λέμε…». Το γεύμα, που άρχισε τόσο χαρούμενα, έπαιρνε άσχημη τροπή, καθώς μπήκαν στη μέση τα κοινωνικά κι από κουβέντα σε κουβέντα και από υπαινιγμό σε υπαινιγμό, κόντεψαν να έρθουν στα χέρια. Το γάντι το έριξε πρώτος ο νονός, λέγοντας πως αν δεν ήταν –ανάθεμα την ώρα– φιλοξενούμενος, θα τον πλάκωνε στο ξύλο. Ακαριαία απάντησε ο πατέρας, βγάζοντας το σακάκι του: «Πάμε κάτω στον δρόμο να χτυπηθούμε…». Πέταξε την πετσέτα από τα γόνατά του ο νονός, αλλά θυμήθηκε πως είχε ραντεβού με μια γκόμενα τρία Άλφα, σκέφτηκε τις συνέπειες μιας σύρραξης κι έτσι προτίμησε να φωνάξει: «Δεν πάτε στον διάολο εσείς κι ο μούλος σας;», κι έφυγε χτυπώντας πίσω του την πόρτα.


Σχολιάστε εδώ