Πώς η Ακροδεξιά πήρε όμηρο τη χώρα στο Ισραήλ

Ιδιαίτερα αν συγκρατήσει κανείς το γεγονός ότι ακόμη και οι αμερικανοί σύμμαχοι αναγκάστηκαν να πάρουν αποστάσεις και να καταδικάσουν ανοικτά τους βομβαρδισμούς των σχολείων του ΟΗΕ που λειτουργούσαν ως καταφύγια για τους πρόσφυγες. Αν σε αυτά προστεθούν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης που δείχνουν ότι το 95% της ισραηλινής κοινωνίας στηρίζει την «επιχείρηση» στη Γάζα, εύλογα γεννάται η απορία του τι έχει συμβεί σε μια χώρα όπου διαχρονικά το κίνημα για την ειρήνη και τη δημιουργία δύο συμβιωτικών κρατών ήταν εξαιρετικά ισχυρό και σε μια κοινωνία που περηφανευόταν για τη δημοκρατικότητα του πολιτεύματός της.

Σήμερα στο Ισραήλ δεν υπάρχει χώρος για όσους μιλούν για ειρήνη. Οι περισσότεροι σιωπούν και οι ελάχιστοι που μιλούν και γράφουν κατά του πολέμου είτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, είτε γνωρίζουν ότι κάθε φορά που θα βγουν από το σπίτι τους θα έρθουν αντιμέτωποι με τη δημόσια κατακραυγή και ακόμη και τη βιαιοπραγία, ενώ οι θανατικές απειλές αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Και μπορεί ακόμη να γίνονται συγκεντρώσεις κατά του πολέμου με μερικές χιλιάδες πολίτες στο «κοσμοπολίτικο» Τελ Αβίβ, διαλύονται όμως από ομάδες ακροδεξιών με ρόπαλα που θεωρούν τους αριστερούς και τους ειρηνιστές προδότες και «εσωτερικούς εχθρούς». Η Κεντροαριστερά, η ιστορική παράταξη που κράτησε τις τύχες της χώρας στα χέρια της από τα πρώτα της χρόνια, βρίσκεται σε διάλυση και η Κεντροδεξιά εξακολουθεί μόνο κατ’ επίφαση να υπάρχει. Τη θέση της, ως κυρίαρχο ρεύμα στον ισραηλινό συντηρητικό χώρο, έχει καταλάβει η εθνικιστική και θρησκευτική Ακροδεξιά, μασκαρεμένη σε «υπεύθυνη» κυβερνητική δύναμη.

Έγιναν ξαφνικά οι ισραηλινοί ακροδεξιοί;

Ακόμη και τη δεκαετία του ’90 η άκρα Δεξιά στο Ισραήλ ήταν περιθωριακή δύναμη με κυρίαρχο αίτημα την εδαφική επέκταση του Ισραήλ και την προσάρτηση των κατεχόμενων περιοχών που το Ισραήλ πήρε μετά τον πόλεμο του 1967 από την Αίγυπτο (Γάζα και χερσόνησος του Σινά), τη Συρία (υψώματα Γκολάν) και την Ιορδανία (Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και ανατολική Ιερουσαλήμ). Πολιτικά και κοινωνικά κυριαρχούσαν κόμματα με κοσμικό προσανατολισμό, κεντρώα χαρακτηριστικά, είτε στην αριστερή είτε στη συντηρητική τους έκφανση και πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα και τους θεσμούς.

Στις αρχές του νέου αιώνα η συντριβή της παραδοσιακής Δεξιάς στις εκλογές του 1999 (τόσο του κεντροδεξιού Λυκούντ όσο και των τότε ακροδεξιών σχηματισμών) σήμανε την αρχή της μετάλλαξης του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Αργά, αλλά σταθερά, το κίνημα των εποίκων και η θρησκευτική Δεξιά (που σε πολλές περιπτώσεις είτε συμπλέουν είτε ταυτίζονται) άρχισαν να θέτουν την ατζέντα.

Ο εποικισμός των κατεχομένων περιοχών ήταν διαχρονική στρατηγική επιλογή των ισραηλινών κυβερνήσεων μετά τον πόλεμο του 1967 προκειμένου να δημιουργηθεί μια «ζώνη ασφαλείας» γύρω από τα ισραηλινά σύνορα. Στην πορεία ο εποικισμός, δημιουργώντας πλήθος διάσπαρτους θύλακες στα κατεχόμενα, έκανε σχεδόν αδύνατη τη δημιουργία ενός ενιαίου και κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους. Επιπλέον, την πρωτοβουλία πήρε η θρησκευτική Ακροδεξιά, που υποστηρίζει ότι η γη από τη Μεσόγειο ως τον ποταμό Ιορδάνη έχει από το Θεό δοθεί στον εβραϊκό λαό.

Σήμερα, η αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας που όρισε η συμφωνία του Όσλο το 1993, ο θάνατος του Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 και η επικράτηση της Χεζμπολά και της Χαμάς μετά την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής από το Νότιο Λίβανο το 2000 και από τη Γάζα το 2005 και η εκτόξευση ρουκετών από τις δυνάμεις αυτές κατά των ισραηλινών εδαφών, έχουν αφήσει τις κεντρώες δυνάμεις του Ισραήλ, και ιδιαίτερα την Κεντροαριστερά, χωρίς σχέδιο για μια λύση και χωρίς επιχειρήματα υπέρ της ειρήνης. Επιπλέον, το κύριο βάρος στην πολιτική της τα τελευταία χρόνια δόθηκε σε κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους ακροδεξιούς στους κρίσιμους τομείς της ασφάλειας, της διαχείρισης του Παλαιστινιακού και των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο.

Η πλειοψηφία του συντηρητικού κομματιού της ισραηλινής κοινωνίας δεν είναι ούτε ακροδεξιοί, ούτε θρησκευτικοί ζηλωτές. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι ακτιβιστές από τον χώρο του κινήματος των εποίκων και της θρησκευτικής Δεξιάς έχουν υπάρξει πολύ περισσότερο οργανωμένοι και αποτελεσματικοί πετυχαίνοντας έναν διπλό στόχο: Να γίνουν η κυρίαρχη τάση στο παραδοσιακά κεντροδεξιό Λυκούντ του πρωθυπουργού Νετανιάχου, οδηγώντας στην αφάνεια ιστορικά μετριοπαθή στελέχη, αλλά και να δημιουργήσουν πετυχημένα νέα κόμματα που κερδίζουν όλο και περισσότερους ισραηλινούς ψηφοφόρους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα ακροδεξιά κόμματα του παρελθόντος, οι νέοι αυτοί σχηματισμοί βάλλουν σταθερά κατά θεσμών της ισραηλινής δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας εαυτούς ως «αντισυστημικούς» και συχνά υιοθετούν ρατσιστικό λόγο δαιμονοποιώντας Παλαιστινίους και Άραβες.

Φανατικοί με πυρηνικά όπλα στα χέρια τους;

Μπορεί να υπάρχουν δημογραφικά χαρακτηριστικά που ενισχύουν τη θέση των θρησκευτικών ζηλωτών και των εποίκων, καθώς και οι δύο αυτές ομάδες κάνουν μεγαλύτερες οικογένειες από ό,τι το κοσμικό και δυτικότροπο κομμάτι της ισραηλινής κοινωνίας και, επιπλέον, έχουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας του ενός εκατομμυρίου περίπου Εβραίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που μετανάστευσαν στο Ισραήλ μετά το 1989, αλλά και πάλι αποτελούν μειοψηφία. Μια μειοψηφία όμως με αντιστρόφως ανάλογη και ιδιαίτερα ισχυρή εκπροσώπηση σε θέσεις ισχύος και εξουσίας, τόσο στην κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο όσο και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της χώρας. Ως αποτέλεσμα, η καθημερινή πραγματικότητα του μέσου ισραηλινού πολίτη και η οπτική του για τον κόσμο και τους παλαιστινίους γείτονές του δομείται από την ατζέντα που ο χώρος αυτός επιβάλλει. Γεγονός περισσότερο επικίνδυνο για τις νεότερες γενιές, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έχουν την εμπειρία της ειρηνικής συμβίωσης ή της γνωριμίας με τους Παλαιστινίους παρά μόνο ως μέλη των δυνάμεων κατοχής κατά τη στρατιωτική τους θητεία, αν αυτή γίνει στα κατεχόμενα.

Επιπλέον, οι έποικοι είναι αυτοί που θέτουν τον τόνο στη σχέση με τον παλαιστινιακό πληθυσμό, καθώς, με την πλήρη υποστήριξη της ισραηλινής κυβέρνησης σε πόρους και υποδομές και του ισραηλινού στρατού σε ζητήματα ασφαλείας, λειτουργούν ως παρακράτος που ορίζει τη ζωή και την καθημερινότητα των Παλαιστινίων. Όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να χάνουν τα σπίτια και τη γη τους ενώ η νεότερη γενιά των εποίκων έχουν σχηματίσει ακραίες ομάδες, τη λεγόμενη «νεολαία των λόφων», που χτίζουν συνεχώς νέους προκεχωρημένους οικισμούς και επιτίθενται κατά της ζωής και της περιουσίας των Παλαιστινίων στις περιοχές τους παρενοχλώντας τους συστηματικά.

Στο δύσκολο αυτό τοπίο το σχέδιο της δημιουργίας δύο κρατών γίνεται, όλο και περισσότερο, άπιαστο όνειρο και ουτοπία. Και ενώ κάποια κομμάτια της υπό εξαφάνιση ισραηλινής Αριστεράς κάνουν λόγο για τη δημιουργία ενός κράτους όπου όλοι οι πολίτες, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι, θα χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων, η Ακροδεξιά μιλά επίσης για ένα κράτος. Ένα κράτος όπου όλοι όσοι έχουν αραβική καταγωγή είτε θα απελαθούν είτε, στην καλύτερη περίπτωση, θα είναι, θεσμοθετημένα, πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Την ώρα όμως που ο μουσουλμανικός κόσμος, από το Μαγκρέμπ ως τα βάθη της κεντρικής Ασίας, βρίσκεται σε σπιράλ σύγκρουσης και πολέμου, το αδιέξοδο στις ειρηνευτικές συνομιλίες και η ριζοσπαστικοποίηση του παλαιστινιακού και του ισραηλινού πληθυσμού μόνο κακό μαντάτο που δυναμιτίζει ακόμη περισσότερο τις εξελίξεις μπορεί να αποτελεί.


Σχολιάστε εδώ