Κράτος Σκοπίων: Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος

Στα παραπάνω, λεκτέα τα εξής:

Α. Η προσέγγιση αυτή επιχειρείται επί μετεώρου βάσεως ιστορικοκανονικής. Αντιπαλεύει τη θεμελιώδη κανονική Αρχή του Ιερωτάτου Φωτίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, της συμμεταβολής των εκκλησιαστικών δικαίων – ορίων προς τις πολιτικές επικράτειες και διοικήσεις. Το Δόγμα του Φωτίου διαγορεύει: «τα εκκλησιαστικά και μάλιστα γε τα περί ενοριών Δίκαια, ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν…».

Η νέα μεθόδευση εισηγείται, τρόπον τινά, το αντίθετο. Τη συμμεταβολή, δηλαδή, «των πολιτικών επικρατειών και διοικήσεων» προς «τα εκκλησιαστικά… δίκαια». Εισηγείται, με άλλα λόγια, την εμπλοκή του εκκλησιαστικού παράγοντος στις πολιτικές διεργασίες και σκοπιμότητες. Όπερ άτοπον. Διότι η Εκκλησία οφείλει να υπέρκειται αυτών. Εν τούτοις, σέβεται τα οριστικά όρια κρατών, αναγνωριζόμενα υπό της διεθνούς κοινότητος και προσέρχεται, κατόπιν προσκλήσεως πολιτειακής και εκκλησιαστικής, κατά τόπους, για τη ρύθμιση των επιτοπίων εκκλησιαστικών πραγμάτων, με τη δική της εκκλησιαστική πολιτική και διπλωματία ως μοχλό ρυθμίσεως εκκλησιαστικών πραγμάτων. Ο μοχλός αυτός δρα, πρωτοβούλως, στα χέρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την κανονική τάξη.

Β. Είναι εύλογο, λοιπόν, κατά τα ανωτέρω, η διεθνής κοινότης να συνεργάζεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό συνιστά τη μόνη Εκκλησιαστική Αρχή που διαθέτει, κατά την κανονική τάξη και παράδοση, το προνόμιο εκχωρήσεως αυτονόμου και κύρια αυτοκεφάλου καθεστώτος, μετά της πατριαρχικής τιμής κατά περίπτωση, σε κατά τόπους Εκκλησίες. Αυτό ορίζει όρια, τάξη, ονομασία κ.λπ. με πατριαρχικούς και συνοδικούς τόμους ή πράξεις, συνεργαζόμενο, φυσικά, με τα αρμόδια πολιτικά και εκκλησιαστικά όργανα, εκασταχού.

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι αρχηγοί κρατών των οποίων η πλειονότης των κατοίκων είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (π.χ. Ουκρανία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Σκόπια, Αλβανία κ.λπ.) ή διαδραματίζουν ρόλο διεθνή (ΗΠΑ, Γερμανία κ.λπ.), ερχόμενοι στην Κωνσταντινούπολη για λόγους πολιτικούς, επισκέπτονται το Πατριαρχείο στο Φανάρι για διαβουλεύσεις επί εκκλησιαστικών θεμάτων των ενδιαφερομένων χωρών.

Φρονούμε ότι σ’ αυτό το κλίμα διεξάγονται οι διαβουλεύσεις του Πατριαρχείου με την Ελλάδα, την Πολιτεία και κύρια με την αρμόδια Εκκλησία της Ελλάδος, για το πρόβλημα της ονομασίας του κράτους αλλά και της Ορθοδόξου Εκκλησίας των Σκοπίων, ειδικότερα, εν προκειμένω. Το 65% περίπου των κατοίκων εδώ είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι (Σλαβομακεδόνες, Σέρβοι, Ελληνοβλάχοι κ.λπ.), το δε 35% περίπου Μουσουλμάνοι (Αλβανοί, κυρίως, Τουρκογενείς κ.λπ.). Συνολικός πληθυσμός του κρατιδίου περί τα 2 και κάτι εκατομμύρια.

Οι διαβουλεύσεις διεξάγονται, ασφαλώς, σε πνεύμα συνεργασίας, εκατέρας πλευράς διατηρούσης το απαραβίαστο της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας στα του οίκου της. Τα ίδια ισχύουν -και το οφείλουν- και στις καθαρά διμερείς σχέσεις, προς αποφυγή παρεξηγήσεων.

Πάντως, είναι μεγάλης ωφελείας έργο ότι το Πατριαρχείο αναγνωρίζεται από την ευρεία συνείδηση της διεθνούς κοινότητος ως έχον αυτό ανάλογες πρωτοβουλίες, λόγω της πρωτοκαθεδρίας (πρωτοθρόνου) και του ένεκα αυτής συντονιστικού ρόλου στον κόσμο της Ορθοδοξίας, διά των επισήμων τοπικών Εκκλησιών. Αυτές σήμερα είναι 14 (4 Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, με πρώτο αυτό της Κωνσταντινουπόλεως, 5 Νεογενή Πατριαρχεία και 5 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες), ισότιμες και ισόψηφες όλες μεταξύ των, υπό την προεδρία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το θεσμικό αυτό γεγονός στην εκκλησιαστική αλλά και στη διεθνή τάξη πραγμάτων, τόσο η Πολιτεία όσο και κύρια η αρμοδία Εκκλησία της Ελλάδος υποστηρίζουν ανυπερθέτως.

Γ. Για το θέμα, τέλος, πρέπει να συνυπολογισθεί το Πατριαρχείο Σερβίας. Το κράτος των Σκοπίων εκκλησιαστικά ανήκει στο Πατριαρχείο αυτό. Τον Ιούλιο 1967 τα Σκόπια αυτοανακηρύσσονται σε αυτοκέφαλη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», με την πολιτική στήριξη του Τίτο, προσωπικά, στην τότε Γιουγκοσλαβία. Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας (Σεπτέμβριος 1967) παρ’ όλες τις πολιτικές πιέσεις και τους διωγμούς, αποφασίζει ομόφωνα την αποκήρυξη της Εκκλησίας αυτής ως «Σχισματικής Θρησκευτικής Οργανώσεως», εξακολουθεί όμως να έχει υπό την ευλογία του το λαό. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξάλλου, τον Ιούλιο του 1967, υπό την προεδρία του τότε Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αποφασίζει ομοφώνως να διαμαρτυρηθεί στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και στα Διεθνή Όργανα γιατί θίγονται οι Μητροπόλεις της στη Μακεδονία, στη Βόρεια Ελλάδα, που διαθέτουν στους τίτλους των «υπερτιμίες»: Πάσης Μακεδονίας, Μακεδονίας, Άνω Μακεδονίας, Κεντρικής, Δυτικής, Νοτίου και Ανατολικής Μακεδονίας που δόθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Πάντως, έκτοτε ως σήμερα, ουδεμία Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αναγνωρίσει τα γενόμενα των Σκοπίων, του 1967. Μόνο η τοπική κυβέρνηση των Σκοπίων τη στηρίζει πολιτικά.

Εν τω μεταξύ, σλαβομακεδόνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, κληρικοί και λαϊκοί, αντιληφθέντες το αδιέξοδο στα θέματα πίστεως και τάξεως, προσχωρούν στο Πατριαρχείο Σερβίας, προ 10ετίας. Το οποίο ευλογεί την επάνοδο στην τάξη και ανακηρύσσει το κράτος των Σκοπίων εκκλησιαστικά σε «Αυτόνομη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και Μητρόπολη Σκοπίων», υπό το Πατριαρχείο Σερβίας, με Αρχιεπίσκοπο τον Ιωάννη, διωκόμενο σήμερα από την κυβέρνηση Γκρούεφσκι με φυλακίσεις, πιέσεις, βασανιστήρια, αποκλεισμούς κ.λπ. Κατά τα άλλα, επιθυμείται η ένταξη στις δομές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κόσμος της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει τον Ιωάννη ως Αρχιεπίσκοπο της περιοχής και όχι τον υπό τον Γκρούεφσκι ευνοούμενο, άγνωστό μας και κατά το όνομα ψευτο-αρχιεπίσκοπο Σκοπίων.

Με τα βασικά ανωτέρω δεδομένα, θα κληθεί το Επίσημο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό την προεδρεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να λύσει το πρόβλημα της διοικήσεως και της ονομασίας της Εκκλησίας του κράτους αυτού, στη βάση και μόνον κανονικών Αρχών. Αφού βέβαια προηγουμένως έχει λυθεί το πολιτικό πρόβλημα της ονομασίας του κράτους, με γεωγραφικό και μόνο προσδιορισμό ξεκάθαρο, erga omnes. Ένα τέτοιο όνομα, διεθνούς πλήρους και ομοφώνου αναγνωρίσεως, με τη συγκατάθεση της άμεσα θιγομένης Ελλάδος, Πολιτείας και Εκκλησίας, sine qua non, θα είναι και η προϋπόθεση -βασική- για την εκκλησιαστική ονομασία.


Σχολιάστε εδώ