Η Ευρώπη υποτακτικός σύμμαχος των ΗΠΑ

Στο πρόσφατο παρελθόν, με τους δύο παγκοσμίους πολέμους που ξεκίνησαν από το έδαφός της, τις ακραίες ιδεολογίες της και τους ανταγωνισμούς της, η Ευρώπη είδε στην Αμερικανική επέμβαση μια σωτήρια στρατηγική εφεδρεία που απέτρεψε τη Γερμανική κυριαρχία στη γηραιά ήπειρο.

Ακόμη και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο κύριος λόγος ανήκε στις δύο υπερδυνάμεις, που έβλεπαν στην Ευρώπη το κύριο πεδίο και το κύριο μέτωπο της αντιπαραθέσεώς τους. Ήρθε όμως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και του ενός συνασπισμού, η επανένωση της Γερμανίας και της Ευρώπης και η υποτιθέμενη επιτάχυνση της οικοδομήσεως της Ενωμένης Ευρώπης.

Ήρθε όμως και μια μετεξέλιξη της Αμερικανικής πολιτικής, που εμπνέεται από την ακραία χρηματιστική μετάλλαξη και υπερσυγκέντρωση του οικονομικού της συστήματος, που προβάλλει τις διεθνείς, ηγεμονικές φιλοδοξίες του, με τη μορφή της παγκοσμιοποίησης. Η νέα αυτή οικονομική πολιτική, που εκφράζει τον πιο ακραίο και άκριτο νεοφιλελευθερισμό, κατέκτησε, δυστυχώς, και την Ευρώπη μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ιδέα της ενωμένης Ευρώπης έγιναν ο Δούρειος Ίππος για να περάσει και να επιβληθεί στην Ευρώπη ένας ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η συνακόλουθη παγκοσμιοποίηση, που αντιμάχεται εκ των πραγμάτων αυτό που ήταν γνωστό ως το Ευρωπαϊκό πρότυπο αλλά και την ίδια την πολιτική Ένωση της Ευρώπης.

Με ποιες λογικές χώρες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη διεθνή αγορά, με την παγκοσμιοποίηση, θα είναι αλληλέγγυες στην Ευρωπαϊκή οικοδόμηση και θα προτάξουν την κοινή ανάπτυξη των χωρών της Ενωμένης Ευρώπης;

Αντιθέτως, η κοινή αυτή οικονομική βάση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έρχεται να συμπληρώσει στο οικονομικό επίπεδο και να ενισχύσει την υπαγωγή της Ευρώπης στην Αμερικανική ηγεμονία, που είχε προηγουμένως ως κύρια βάση το πολιτικο-στρατιωτικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Το τελευταίο δεν διελύθη μετά την κατάρρευση του αντιπάλου του συνασπισμού αλλά, αντιθέτως, διευρύνθη μέχρι τα Ρωσικά σύνορα και επιπλέον ταυτίσθηκε ουσιαστικά με την Ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια.

Από μια άποψη επομένως, η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική της Ευρώπης στην Ουκρανία δεν αποτελεί έκπληξη. Είναι σε αρμονία με την κατάσταση αυτή που δημιουργήθηκε και η οποία ενισχύει περισσότερο την υπαγωγή της Ευρώπης στην Αμερικανική ηγεμονία, παρά την ανάδειξή της σε ανεξάρτητο πόλο ισχύος μέσα σ’ έναν πολύ πολικό κόσμο.

Η μεγάλη διαφορά στη σημερινή περίπτωση είναι το γεγονός ότι η υποτακτική σύμπλευση της Ευρώπης δεν αφορά κάποιο τρίτο διεθνές θέμα, το Ιράκ, π.χ., το Αφγανιστάν ή ακόμη τη Λιβύη, όπου αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά η «ευθυκρισία» και η «σοφία» των Δυτικών επεμβάσεων. Το θέμα αφορά κατά άμεσο τρόπο την ίδια την Ευρώπη γιατί έχει στο επίκεντρό του τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας.

Είναι καταφανές ότι οι ΗΠΑ, με την πολιτική που επέβαλαν στην Ουκρανία, επιδιώκουν αφενός γεωπολιτική ανατροπή σε βάρος της Ρωσίας, με απόσπαση της Ουκρανίας από τη Ρωσική σφαίρα επιρροής και την ένταξή της στη Δυτική σφαίρα επιρροής. Επιδιώκουν αφετέρου να πλήξουν τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, κατά πρώτο λόγο στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας, από τον οποίο η Ρωσία αντλεί πολύ σημαντικά έσοδα για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας της και την ανασυγκρότηση της στρατιωτικής της ισχύος.

Με ποια όμως λογική μπορεί και πρέπει να συμμερισθεί η Ευρώπη αυτή τη νέα ψυχροπολεμική πολιτική ότι δεν πρέπει να έχει οικονομικές σχέσεις με μια τόσο μεγάλη δύναμη, που πάντα και επί αιώνες είχε μια θέση και μια δεδομένη επιρροή στην Ευρώπη; Η άρνηση αυτού του αυτονόητου παραπέμπει σε επιθετικές πολιτικές, όπως αυτές που ενέπνευσαν στο παρελθόν τον Γερμανικό επεκτατισμό προς Ανατολάς και τις θεωρίες για απώθηση των Ρώσων όσο το δυνατόν ανατολικότερα.

Η πολιτική αυτή ήταν μέχρι προσφάτως απαράδεκτη για τους ηγέτες των μεγάλων Ευρωπαϊκών χωρών. Η Ελλάδα αποτελούσε, δυστυχώς, θλιβερή εξαίρεση, γιατί το άνοιγμα που επιχείρησε ο Κώστας Καραμανλής προς τη Ρωσία, αντιμετωπίσθηκε από τις ΗΠΑ με αχαρακτήριστη βαναυσότητα και ακρότητα.

Οι ηγέτες όμως των μεγάλων Ευρωπαϊκών χωρών, με εξαίρεση, βεβαίως, τη Μ. Βρετανία, είχαν όλοι ομοφώνως ταχθεί υπέρ της αναπτύξεως στρατηγικών οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, με πρώτη τη Γερμανία, που είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Ρωσίας στην Ευρώπη.

Η καγκελάριος Μέρκελ, μετά τον σχέτλιο ρόλο που έχει διαδραματίσει με τις πολιτικές λιτότητας που έχει επιβάλει στην Ευρώπη, επωμίζεται τώρα και μια άλλη μεγάλη ευθύνη. Να παρασύρει την Ευρώπη σ’ έναν νέο ψυχρό πόλεμο ως υποτακτικός σύμμαχος των ΗΠΑ. Μεγάλη ευθύνη έχει επίσης η Γαλλία του Προέδρου Ολάντ, η οποία δεν προβάλλει την αντίσταση που όφειλε να προβάλει, εμπνεόμενη από τον ρόλο του σημαιοφόρου της ιδέας μιας ανεξάρτητης Ευρώπης, που είχε η Γαλλία στο παρελθόν.

Η κατάσταση εξελίσσεται πολύ επικίνδυνα στην Ουκρανία, παράλληλα με μια γενικότερη αναστάτωση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, με επίκεντρο τώρα τη Λιβύη.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε για να εμπεδώσει, υποτίθεται, τη σταθερή ειρήνη και ανάπτυξη στην Ευρώπη. Μετά την αποτελμάτωση της αναπτύξεως στα θολά νερά των ακραίων πολιτικών λιτότητας και της παγκοσμιοποίησης, θα έχουμε τώρα επιπλέον και Νέο Ψυχρό Πόλεμο με συμπρωταγωνιστή την Ευρώπη;

Το πρόβλημα της Ουκρανίας επιδέχεται μόνο πολιτική λύση, που να λαμβάνει υπ’ όψιν τη διπολική πραγματικότητα της χώρας αυτής. Η Ευρώπη έχει ανάγκη, για οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους, να συνεργάζεται στενά με τη Ρωσία. Έχει ανάγκη επίσης από μια πιο ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή πολιτική, που να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς στην ιδέα μιας ενωμένης και ανεξάρτητης Ευρώπης.


Σχολιάστε εδώ