Σκέψεις για το πρόβλημα της εξουσίας

Ι. 1. Η πολιτική ερευνά την πηγή της εξουσίας, τα είδη της εξουσίας (πολιτική, θρησκευτική, δικαστική κ.λπ.), την κατανομή της εξουσίας, την άσκησή της, τον έλεγχό της. Φορέας εξουσίας είναι το κράτος, οι υπερ-κρατικοί μηχανισμοί, αλλά και τα κατ’ ιδίαν πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, αφού είναι εφοδιασμένα με δικαιώματα. Το δικαίωμα είναι «εξουσία» που απονέμεται από το δίκαιο για την ικανοποίηση μιας βιοτικής ανάγκης.

2. Η πολιτική θέτει το ερώτημα: Πώς εξηγείται η εθελούσια αποδοχή του νόμου (πηγής καταναγκασμού και βίας), η υποταγή σ’ αυτόν και η εφαρμογή του; Και δίδει την απάντηση: Η εφαρμογή του νόμου δεν γίνεται στο όνομα της «αλήθειας» που εκφράζει ή του «δικαίου» (των δίκαιων ρυθμίσεων) που περιέχει (γιατί μπορεί να μη συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο) ή στο όνομα της «ιερότητας» του νόμου (που δεν υπάρχει, αφού ο νόμος υπόκειται σε τροποποίηση, αλλαγή ή κατάργηση). Η υπακοή στον νόμο και η εφαρμογή του γίνεται στη βάση της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας, που σημαίνει ότι ο νόμος ακολούθησε ορισμένη διαδικασία ψήφισης, με νόμιμη απαρτία και ανόθευτη πλειοψηφία. Μέχρι την ψήφισή του ήταν αντικείμενο διαλόγου. Μετά την ψήφισή του έχει αναγκαστική εφαρμογή.

3. Όσοι δεν συμφωνούν, διατηρούν το δικαίωμα της αμφισβήτησης, αλλά έχουν την υποχρέωση της εφαρμογής. Δεν πρόκειται για αντίφαση, αφού η «διαλεκτική του δικαίου» επιτρέπει τη «θέση» του νόμου, την «άρνησή» του με τη μορφή της αμφισβήτησής του (την προσπάθεια δημιουργίας νέας πλειοψηφίας για την τροποποίηση ή και την κατάργησή του) και μια νέα «σύνθεση», έναν νέο νόμο.

Πρόκειται ευρύτερα για το πρόβλημα της πολιτικής υπακοής (ή ανυπακοής), η οποία έχει πολλές διαστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ.

Θα υπενθυμίσω απλώς τη συμπεριφορά του Σωκράτη. Στον διάλογο «Κρίτων» τάσσεται υπέρ της υπακοής στους νόμους, σε κάθε περίπτωση. Στην «Απολογία» του τάσσεται υπέρ της ανυπακοής στον νόμο (ή τη δικαστική απόφαση) που θα στερούσε από τη ζωή του το νόημά της, την ποιότητά της (αν δηλαδή του απαγόρευε να φιλοσοφεί). Υπάρχουν, δηλαδή, στη ζωή αρχές και αξίες αδιαπραγμάτευτες!

ΙΙ. Η ψυχανάλυση, από την πλευρά της, ερευνά το πρόβλημα της εξουσίας στις ψυχολογικές ρίζες της εξουσίας και της υποταγής.

1. Στη δεύτερη «τοπική» θεωρία του ο Φρόιντ διακρίνει το ψυχικό όργανο σε es (το ασυνείδητο), σε ego (εγώ) και σε superego (υπερεγώ), όπου το υπερεγώ εκφράζει την αρχή της ηθικής, της νομιμότητας, της θρησκείας κ.λπ. Σ’ αυτό το «υπερεγώ» φωλιάζει η εικόνα του αυταρχικού πατέρα, του αρχηγού της πρωτόγονης ορδής, φορέα απόλυτης εξουσίας και γοήτρου, που προκαλεί αμφίσημα συναισθήματα φόβου, επιβολής, κυριαρχίας, σεβασμού, αυθεντίας, γοήτρου, μίμησης και τα αντίθετά τους.

2. Τα συναισθήματα αυτά του φόβου, του άγχους (του φόβου δηλαδή του ίδιου του φόβου), της υποταγής, κ.λπ., προβάλλει ο αναλυόμενος στον αναλυτή, ο καθένας στον άλλο, γιατί δεν μπορεί να τα αναγνωρίζει ως δικά του συναισθήματα, να τα βιώσει και να τα υπερβεί, και έτσι τα θεωρεί ιδιότητες και χαρακτηριστικά του άλλου. Είναι ο άλλος που είναι επικίνδυνος, βίαιος, εχθρός, απειλή κ.λπ.

ΙΙΙ. Η σύνδεση πολιτικής και ψυχανάλυσης είναι αναγκαία και δίνει τις ακόλουθες κατευθύνσεις για την κατανόηση του προβλήματος της εξουσίας και της διάπλασης και άσκησής της με δημοκρατικό τρόπο, διαφάνεια και συλλογικό έλεγχο.

1. Μια μορφή εξουσίας θα είναι πάντοτε αναγκαία, όπως παρατηρεί ο Engels, αφού μια μορφή οργάνωσης της συλλογικής ζωής και της παραγωγής θα είναι πάντοτε αναγκαία. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η κατάργηση κάθε εξουσίας, αλλά η αυτονομία (η θέση του νόμου, του κανονισμού, του ορίου, από τη συλλογική δραστηριότητα ελευθέρων και ίσων πολιτών έπειτα από δημόσια κοινή διαβούλευση και η τήρησή του).

2. Ο «ανθρωπομορφισμός» του κράτους, είτε με τη μορφή της μητέρας-τροφού είτε με τη μορφή του πατέρα-φορέα εξουσίας, που επιβάλλει πειθαρχία, ενότητα, τάξη, ενεργοποιεί τους ψυχικούς μηχανισμούς της προβολής, της ταύτισης, της ενσωμάτωσης, της αντιπροβολής κ.λπ. Η μάνα έναντι του παιδιού της, ο αναλυτής σε σχέση με τον αναλυόμενο, ο πολιτικός σε σχέση με τον λαό έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δέχονται τη μεταφορά, την προβολή εικόνων του ασυνειδήτου (του παιδιού, του αναλυόμενου, του πολίτη αντίστοιχα) και πρέπει να αντιδράσουν με «αντιμεταβίβαση», αλλά με τρόπο δημιουργικό και παιδαγωγικό.

Η προβολή, π.χ., της εικόνας του αυταρχικού πατέρα, φορέα εξουσίας και γοήτρου, στον πολιτικό ηγέτη του επιτρέπει να εμφανίζεται ως αυθεντία και να αξιώνει υπακοή.

Στις περιπτώσεις του «καλού ηγέτη» είναι έντονο το ερωτικό στοιχείο (της αγάπης του ηγέτη από τον λαό και αντίστροφα). Η υπακοή φαίνεται ως νομιμοφροσύνη και πηγάζει από συναισθήματα σεβασμού και αναγνώρισης. Στις περιπτώσεις του «κακού ηγέτη» κυριαρχεί η άλλη πλευρά των αμφίσημων συναισθημάτων. Η υποταγή επέρχεται και πάλι, αλλά ως αποτέλεσμα φόβου και συστολής.

Ο συμβολισμός της εικόνας είναι αποκαλυπτικός. Ο «καλός ηγέτης» ανοίγει τα χέρια σαν να θέλει να αγκαλιάσει τον λαό ολόκληρο. Ο «κακός ηγέτης» υψώνει το δάχτυλο, όπως όταν κανείς επιτιμά ή διδάσκει.

Τα όρια στα οποία κινείται η πολιτική δραστηριότητα ονομάζονται συνήθως όρια του εφικτού. Άλλοτε στενεύουν και άλλοτε διευρύνονται, ανάλογα και με το ανάστημα του ηγέτη και τη σχέση με τον λαό. Δυστυχώς, τα όρια αυτά έχουν στενέψει υπέρμετρα. Όχι μόνο γιατί λείπουν οι πολιτικοί ηγέτες παλαιότερων εποχών, αλλά γιατί η σχέση τους με τον λαό δεν έχει τα συναισθηματικά στοιχεία που ενεργοποιούν τις δημιουργικές δυνατότητες του λαού. Οι σημερινοί ηγέτες ούτε συγκινούν ούτε συγκινούνται…


Σχολιάστε εδώ