«Οι επαναστάτες δεν απολογούνται»!
«Εγώ», λέει, «είμαι επαναστάτης, και οι επαναστάτες δεν απολογούνται». Επειδή, όμως, στα πλαίσια των φιλοσοφικών διαλόγων, κάθε λόγος έχει τον αντίλογό του, ο υπογράφων θα πει απλώς ότι ακόμη και στα πλαίσια της θρησκείας, που είναι αποδοχή θέσεων πρωτίστως δογματική και μόνον υστερογενώς συγκριτική (επομένως από φιλοσοφική άποψη μη απολύτως κατανοητή), λάμπει, θεωρώ, στους αιώνες η προτροπή του Αποστόλου Πέτρου στους οπαδούς του Χριστού: «…Κύριον τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών, έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον, μετά πραΰτητος…» (Α’ Καθ. Πέτρου, κεφ. γ’, στίχ. 15). Αν, έτσι, είναι επιβεβλημένο να απολογούνται «παντί τω αιτούντι» ακόμη και τα θρησκευτικά δόγματα σύμφωνα με την παραπάνω ευγενέστατη προτροπή, πώς αρνείται το καθήκον αυτό ένας τρεχούμενος «φιλοσοφικός επαναστάτης» των ποινικών ληστειών, των εκτοξεύσεων ρουκετών εδώ κι εκεί, των επανειλημμένων πυροβολισμών σε πεζοδρόμους που ασφυκτιούν από τραπεζάκια γεμάτα με τουρίστες στο Μοναστηράκι; Τι θεωρίες είναι αυτές;
Το κυριότερο, όμως, είναι -κατά τη γνώμη μου πάντοτε!- ένα άλλο ζήτημα: Ο αποκληθείς «επαναστατικός αναρχισμός» γεννήθηκε στην Ελλάδα εντελώς ακατανόητα (έως… «δογματικώς ακατανόητα»!) όχι υπό συνθήκες πολιτικής βαρυχειμωνιάς (όπως ήταν, π.χ., η περίοδος της χούντας), αλλά υπό συνθήκες πολιτικής αιθρίας: Πρώτον: Άνθησε στη Μεταπολίτευση, οπότε ο πολιτικός κόσμος, στο ευρύ σύνολό του, δεν πολιτεύτηκε διχαστικά, αλλά ενοποιητικά. Ο Καραμανλής ο πρώτος σφράγισε απολύτως συνειδητά το τέρμα της μοναρχίας, το κομμουνιστικό κόμμα νομιμοποιήθηκε, ο Ανδρέας Παπανδρέου εγκατέστησε για πρώτη φορά στην εξουσία ένα κίνημα όχι απλώς «κεντρώο», αλλά καθαρά σοσιαλιστικό και άνθρωποι που κυριάρχησαν στον αντιχουντικό αγώνα (από όλες τις πολιτικές πλευρές) πήραν όλα τα πόστα. Ποια ήταν άραγε η πολιτική «αντινομία» που γέννησε στο μυαλό των αποκληθέντων «επανασταστών των πόλεων» τη φιλοσοφική ανάγκη για τόσο αιματηρές εξελίξεις, όπως ήσαν αυτές των «επαναστατικών οργανώσεων»; Δεύτερον: Οι σχεδόν δύο μεταπολιτευτικές γενιές νέων Ελλήνων έζησαν, φρονώ, μέσα σε όργιο καλοπέρασης (σχετικής βεβαίως, αλλά αναμφισβήτητης). Είτε με το δικό τους γονικό χαρτζιλίκι είτε με τον πολύ συγκινητικό και ευαίσθητο ρεφενέ τους, έζησαν, νομίζω, ζωή χαρισάμενη. Με τα σχολεία και τις σχολές τους, τις καταλήψεις τους, τα μπιτς-παρτάκια τους, τα… ουζάκια τους, τις συναυλίες τους, τις γκομενούλες τους, τα καλοκαιρινά νησάκια τους, τις ρόδες τους, τις τσόντες τους, τις κοπάνες τους. Άρχισαν, επιπλέον, να αρνούνται περίπου μαζικώς τη στρατιωτική θητεία, να αποκαλούν τη χώρα τους, με σωρεία γραφημάτων και αφισών, ως (αν είναι δυνατόν!) «απέραντη φυλακή» και το μόνο που τους έλειπε ήταν να ερμηνεύσουν, επιπλέον, ως εξαιρετικά μεσογειακό φρούτο, μαζί με όλα τα λοιπά εύγευστα, και τις διδασκαλίες των radical levellers («ριζοσπαστών ισοπεδωτών») του εγγλέζικου εμφυλίου του 17ου αιώνα, που λάνσαραν πρώτοι την έννοια και πρακτική του αναρχισμού στην πολυθρύλητη (και, ως γνωστόν, απεχθή στα μάτια του γράφοντος…) Βορειοδυτική Ευρώπη. Σκεφτείτε ότι κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ακόμα και ο αρχηγός των Γιρονδίνων Ζακ Πιερ Μπρισό, τις θέσεις του οποίου αποδέχονταν διαδοχικώς και οι λοιποί θεωρητικοί και πρακτικοί της αναρχικής επαναστατικής γυμναστικής, έφθανε συχνά στο σημείο να γίνεται μπουρλότο με τη συμπεριφορά και τις αναλύσεις πολλών πνευματικών του τέκνων, που τα χαρακτήριζε ανενδοίαστα ως… εξαγριωμένα θηρία («animaux enrage’ s»)!