Επετειακοί κομπασμοί…

Όταν τον Ιούλιο του 1974 πανηγυρίζαμε για την πτώση της χούντας και την παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στην παλαιά πολιτική ηγεσία, ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα ερχόταν εποχή η οποία τυπικά θα εθωρείτο «Δημοκρατία», αλλά θα ήταν πολύ χειρότερη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Αυτή την εποχή βιώνουμε τώρα με τη μνημονιοκρατία. Ας μη δυσφορούν οι κυβερνώντες γι’ αυτές τις παρατηρήσεις, διότι οι ίδιοι ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα. Κυβερνήσεις ολετήρων, όπως των Σημίτη, Γιωργάκη Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά – Βενιζέλου, ευτέλισαν τη Δημοκρατία, έφεραν την ξενοκρατία, παρέδωσαν την πατρίδα μας στα κοράκια της «τρόικας» και η Γερμανία της μαντάμ Μέρκελ έγινε κηδεμόνας μας. Έφεραν στην πατρίδα μας νέα γερμανική Κατοχή κι έχουμε κατοχικές κυβερνήσεις. Με ποιο ηθικό κύρος μπορούν να «πανηγυρίζουν» και να μιλάνε για Δημοκρατία αυτοί ακριβώς που την έφθειραν και την έκαναν ανυπόληπτη; Εάν τολμήσουν μια πρόχειρη σφυγμομέτρηση στους δρόμους, ρωτώντας τους πολίτες να απαντήσουν στο απλό ερώτημα: «Πότε περνούσατε καλύτερα; Το 1967-1974 ή τώρα;», οι απαντήσεις θα τους αφήσουν άφωνους. Πρέπει να πούμε μερικές σκληρές αλήθειες, όσο και αν δυσαρεστήσουμε ορισμένους. Διότι η Ιστορία γράφεται με γεγονότα, είτε αυτά μας αρέσουν είτε όχι. Τον Απρίλιο του 1967 η Δημοκρατία ανετράπη. Ναι, είχαμε δικτατορικό καθεστώς και οι ελευθερίες μπήκαν στον γύψο. Όσοι εναντιώθηκαν, διώχθηκαν αμείλικτα με φυλακές, εξορίες και βασανίστηκαν στην ΕΕΑ. Αυτά όλα κανείς δεν τα αμφισβητεί. Από εκεί και πέρα όμως, εάν δεν δημιουργούσες προβλήματα στο καθεστώς, δεν σε ενοχλούσαν. Όπως δεν είναι δυνατόν να αποσιωπηθούν τα αρνητικά του ολοκληρωτικού εκείνου καθεστώτος, το ίδιο πρέπει να γίνει -αν είμαστε δίκαιοι- και για το τι έγινε στον οικονομικό τομέα. Διότι η οικονομία εκείνη την περίοδο εγνώρισε άνθιση. Υπήρχαν δουλειές, η ανεργία ήταν σε μηδαμινά επίπεδα και το εθνικό εισόδημα, που βρισκόταν το 1967 στα 774 δολάρια κατά κεφαλήν, έφθασε το 1973 στα 1.830 δολάρια. Προσαυξήθηκε δηλαδή 1,5 φορά εντός έξι ετών. Το εθνικό νόμισμα -η δραχμή- κατέστη το σκληρότερο νόμισμα του κόσμου. Από τη δέκατη θέση, στην οποία παρελήφθη το 1967, έφθασε στην πρώτη θέση διεθνώς σε αγοραστική δύναμη καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Αποτέλεσμα υπήρξε η ανατίμησίς της κατά 10% (27 δραχμές το δολάριο) από την κυβέρνηση Μαρκεζίνη, την 20.10.1973. Ο τιμάριθμος υπήρξε ο μικρότερος παγκοσμίως, με μέσο ετήσιο ρυθμό αυξήσεως 2,6%, πράγμα που επετεύχθη να διατηρηθεί και κατά τη διεθνή οικονομική κρίση των ετών 1972-1973. Ο μέσος όρος παραγωγικότητας της οικονομίας ανά έτος υπήρξε 7,5% καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι επενδύσεις υπήρξαν οι υψηλότερες που έγιναν ποτέ. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως των ιδιωτικών ήταν 10,7% (100% συνολική αύξηση) και των δημοσίων 10,9% (80% συνολική αύξηση).
Κι ακόμη επετεύχθη ο άθλος του επαναπατρισμού του ελληνικού κεφαλαίου σε ποσοστό 70%. Να θυμίσουμε ακόμα, σε όσους έχουν ασθενή μνήμη, ότι ο πληθωρισμός διετηρήθη, καθ’ όλη την περίοδο της δικτατορίας, κάτω του 3% ενώ ακόμη και κατά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 συνεκρατήθη στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης. Και το δημόσιο χρέος διετηρήθη στο 22% του ΑΕΠ μόνο. Τότε υπήρξε όχι μόνο πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά απηλλάγησαν από φόρους τα χαμηλά εισοδήματα, μειώθηκε κατά 33% η φορολογία των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων κι ακόμη: Ενώ τώρα παίρνουν τα σπίτια των πολιτών, τότε είχαν καταργηθεί οι φόροι ακινήτων, με συνέπεια να έχουμε οικοδομικό οργασμό. Αυτά είναι μερικά μόνο οικονομικά στοιχεία επίσημα, που δεν αμφισβητούνται, είτε μας είναι ευχάριστο αυτό είτε μας προξενεί δυσφορία. Τα γεγονότα όμως δεν αλλάζουν ανάλογα με τις διαθέσεις και τις προτιμήσεις μας. Ας αφήσουν λοιπόν οι συγκυβερνώντες τα «επετειακά μηνύματα» κι ας σκεφθούν σε ποιο κατάντημα μας έφεραν. Εάν διαθέτουν ίχνος ντροπής, θα κοκκινίσουν για την ευρωλαγνεία τους, που τους μετέβαλε σε ταπεινούς θεράποντες της καγκελαρίας του Βερολίνου και περιπατητές των σκοτεινών διαδρόμων των Βρυξελλών. Για χάρη του «ευρώ» αφήνουν τους ξένους να καταπατούν την εθνική ανεξαρτησία μας. Οι έννοιες και τα ιδανικά κουρελιάστηκαν. Θυμάμαι τα χρόνια εκείνα της «επταετίας», που μερικοί δημοσιογράφοι συχνάζαμε σχεδόν καθημερινά στο γραφείο του Παν. Κανελλοπούλου και του Γεωργίου Μαύρου. Είχα την τύχη να κουβεντιάζω παρέα με τον Σάββα Παπαπολίτη (πέθανε το 1973), με τον αξέχαστο Ηλία Ηλιού, με τους παλιούς σοσιαλιστές δικηγόρους τον Σταύρο Ηλιόπουλο, τον Στρατή Σωμερίτη, τον Σταύρο Κανελλόπουλο και τον Νίκο Πουλιόπουλο, τον Στέλιο Αλλαμάνη, τον ευπατρίδη Γεώργιο Ράλλη, τον Στέφανο Στεφανόπουλο και άλλους. Νέοι τότε εμείς, τους βλέπαμε, τους ακούγαμε, μαθαίναμε και κάναμε όνειρα. Κι υπήρχαν, πράγματι, πολλές προσωπικότητες στον πολιτικό κόσμο. Όλα έδειχναν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ότι είχαμε μπει σε μια νέα εποχή. Τα πάθη είχαν αμβλυνθεί και νέος άνεμος έπνεε στον πολιτικό ορίζοντα. Σιγά σιγά όμως, οι παλιοί ιππότες της πολιτικής, άνθρωποι τους οποίους πάνω απ’ όλα εκτιμούσες για το ήθος τους, έφευγαν από την ζωή ή αποσύρονταν. Και ξαφνικά, φτάσαμε με τους νεότερους σε μία απίστευτη σήψη και παρακμή, που ποτέ άλλοτε δεν είχε παρουσιασθεί στα κοινοβουλευτικά χρονικά του τόπου και ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ήταν δυνατόν να υπάρξει. Η μνημονιοκρατία και η ξενοκρατία τραυμάτισαν βαρύτατα το πολίτευμα. Ο προδομένος λαός έπαψε να έχει και την παραμικρή εκτίμηση για την πλειονότητα αυτών που διαχειρίζονται τις τύχες μας και υπακούουν τυφλά σε ξένα κέντρα εξουσίας. Πώς να υπάρχει εκτίμηση γι’ αυτούς που δέχθηκαν να μας μεταβάλλουν σε αποικία της Γερμανίας; Γι’ αυτούς που τρέμουν να πουν ένα «όχι» στα κοράκια της αιματοβαμμένης «τρόικας»; Γι’ αυτούς που προκάλεσαν πρωτοφανή εξαθλίωση των πολιτών; Και δεν είναι μόνον αυτά. Σιωπηρά και ύπουλα, η συγκυβέρνηση συγκατατίθεται να μας επιβάλλει τον τρόπο ζωής που θέλουν οι Γερμανοί. Και σε λίγο δεν θα μας ανήκει τίποτα. Ούτε το σπίτι μας ούτε και η ίδια η πατρίδα μας. Τα κόμματα που συγκροτούν τη συγκυβέρνηση καλύτερα να σωπάσουν για την επέτειο της Μεταπολιτεύσεως, διότι εξαγριώνουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο. Το μόνο που κατάφεραν είναι να δώσουν επιχειρήματα στους οπαδούς του δικτατορικού καθεστώτος ώστε να κομπάζουν για τις «αδυναμίες της Δημοκρατίας». Υπάρχει όμως και η Αριστερά αλλά και οι τίμιοι αντιμνημονιακοί Δεξιοί διαφόρων σχηματισμών. Αυτοί, βεβαίως, δικαιούνται να κάνουν αναφορές στο παρελθόν και στους αγώνες τους. Διότι συνεχίζουν τους αγώνες κατά τις σημερινές χειρότερες συνθήκες από εκείνες του 1967. Τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα καθεστώς. Σήμερα βιώνουμε τον Γ’ Παγκόσμιο -οικονομικό- πόλεμο. Γι’ αυτό και η απελευθέρωση είναι πολύ πιο δύσκολη. Η συγκυβέρνηση όμως, πέραν όλων των άλλων, δεν έχει το δικαίωμα σε αναφορές για την «αποκατάσταση της Δημοκρατίας», διότι είναι ένοχη. Οι συνταγματάρχες -όπως προαναφέραμε- το 1967 κατήργησαν τη Δημοκρατία, επέτυχαν μεν στον οικονομικό τομέα, αλλά με συνεχή λάθη τους, με κορυφαία πράξη την τραγωδία της Κύπρου, αναγκάστηκαν να παραδώσουν και πάλι τα ηνία του κράτους στην παλαιά πολιτική ηγεσία. Οι σημερινοί μνημονιακοί κυβερνήτες κατέστρεψαν οικονομικά όλο τον ελληνικό λαό και έφεραν τους ξένους να κυβερνούν τη χώρα μας. Δεν υπάρχει σήμερα στην πραγματικότητα Δημοκρατία, αλλά νέα γερμανική Κατοχή. Οι στρατιωτικοί του Ιωαννίδη, τουλάχιστον, αφού επέφεραν τις συμφορές, παρέδωσαν -εξ ανάγκης- την εξουσία στους πολιτικούς. Η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, αφού επέφερε τις δικές της καταστροφές, δεν σηκώνεται να φύγει ώστε να πάμε σε εκλογές. Παρέδωσε την εξουσία στη Μέρκελ. Κι εκείνη πρόσταξε τον Σαμαρά να μην πάει για κανέναν λόγο στις κάλπες, μην τυχόν και θιγούν τα γερμανικά συμφέροντα και εκείνα των τραπεζιτών. Η Μέρκελ είναι ο βρικόλακας του χιτλερικού ναζισμού και των μεθόδων του. Άναυδοι έμειναν όσοι διάβασαν το «ΠΑΡΟΝ» την περασμένη εβδομάδα γι’ αυτά που είπε η καγκελάριος. Πριν από δύο χρόνια, σε γεύμα στο Λονδίνο, παρουσία του Σαρκοζί και του πρωθυπουργού του Κατάρ, η νέα Φύρερ διετύπωσε ποια ακριβώς είναι η «πολιτική» της για την πατρίδα μας: «Τους Έλληνες πρέπει να τους αρπάζεις από τα μαλλιά, να τους βουτάς το κεφάλι στο νερό και λίγο πριν σκάσουν, να τους αφήνεις να πάρουν μια ανάσα. Και ξανά το ίδιο…». Αυτό πράττει, ήδη, με την «τρόικα». Τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν στο Χαϊδάρι και αλλού αναβιώνουν. Νοσταλγεί η Μέρκελ το Νταχάου, το Άουσβιτς και τα άλλα… «μνημεία» του «γερμανικού πολιτισμού». Μπορεί να αξιώσει να στήσουμε και ανδριάντα στον Μαξ Μέρτεν. Και η συγκυβέρνησή μας θα το αποδεχθεί σίγουρα, χάριν της… «ευρωπαϊκής συνοχής»! «Φελντ κομμαντάντ» (στρατιωτικός διοικητής) είναι ο Ράιχενμπαχ, που εκδίδει διαταγές και οι παραβάτες τιμωρούνται με οικονομικό θάνατο στα «σκοπευτήρια» της εφορίας. Στην προηγούμενη Κατοχή, ο πρώτος διοικητής της Γκεστάπο ήταν ο απαίσιος Τόιμπελ. Βρικολάκιασε και ξαναπαρουσιάζεται μπροστά μας, όχι με στρατιωτική στολή, αλλά με το κομψό κοστούμι των «τροϊκανών». Κι όπως τότε έλεγαν οι Γερμανοί στους κρατουμένους στο Χαϊδάρι και αλλού πως θα τιμωρούνται με θάνατο ακόμη και αν διανοηθούν να αποδράσουν, το ίδιο μας λέει τώρα η μαντάμ του Βερολίνου; «Εάν διανοηθείτε να βγείτε από την Ευρωζώνη και μου καταστρέψετε την παντοκρατορία μου, θα πεθάνετε…». Την ίδια απειλή εκτόξευσαν και στην Κύπρο και δυστυχώς η κυπριακή κυβέρνηση υπέκυψε. Όμως, εμείς θα έλθει η ώρα που θα σπάσουμε τις μνημονιακές αλυσίδες. Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τη νομίζαμε αφελώς, δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει, είναι μια «ένωση» των τραπεζιτών του διεθνούς καπιταλισμού. Ας αφήσουν, λοιπόν, οι Σαμαράς – Βενιζέλος τα μεγάλα λόγια για την «αποκατάσταση της Δημοκρατίας». Διότι τη Δημοκρατία, που απεκαταστάθη το 1974, οι σημερινοί κυβερνήτες την παρέδωσαν δέσμια στο Δ’ Ράιχ της Μέρκελ.

Ο αείμνηστος Δημήτρης Ψαθάς, στο περίφημο χρονικό που είχε γράψει για τον «Χειμώνα του ’41», αναφερόταν σε εκείνους που υπηρετούσαν τους κατακτητές και παρατηρούσε: «Οι Γερμανοί -αν θέλει ο Θεός- θα φύγουν ίσως κάποτε. Αυτοί όμως θα μείνουν…». Τα ίδια λόγια επαναλαμβάνουμε σήμερα…


Σχολιάστε εδώ