Η συνέχιση μιας αυτοκαταστροφικής πολιτικής στην Κύπρο

Είναι επίσης η σταδιακή κατολίσθηση των Ελληνικών θέσεων, που έφτασαν στο σημείο να αποδεχθούν ότι η «λύση» του Κυπριακού θα γίνει πάνω στη βάση μιας διζωνικής ομοσπονδίας δύο «ίσων» συνιστώντων κρατών! Αυτά καταγράφηκαν στο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου, που είναι η υποτιθέμενη κοινή βάση στον νέο γύρο διακοινοτικών συνομιλιών που διεξάγονται.
Οι συνομιλίες, παρ’ όλες τις υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, είναι σε αδιέξοδο. Η Τουρκική πλευρά αρνείται να καταθέσει πλήρεις προτάσεις για το εδαφικό, τις περιουσίες, τους εποίκους και τις διεθνείς εγγυήσεις. Αντιθέτως, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Έρογλου, με δηλώσεις του προς τον Τύπο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ποιες είναι οι σκέψεις και οι προθέσεις της Τουρκικής πλευράς. Δεν συζητούν θέμα εποίκων. Παραπέμπουν στο τέλος των συνομιλιών το εδαφικό καλώντας την Ελληνική πλευρά να μην προβάλλει «υπερβολικές» αξιώσεις. Δεν συζητούν το θέμα εγγυήσεων γιατί αυτό θα πρέπει να τεθεί μετά τη ρύθμιση της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού και να συζητηθεί σε διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων!
Η Τουρκική πλευρά προτάσσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους και την εξίσωσή του με την Κυπριακή Δημοκρατία. Ζητά επίσης «ισότιμο συνεταιρισμό» για το φυσικό αέριο της ελεύθερης Κύπρου. Χρησιμοποιεί τώρα ως εφαλτήριο το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου και την αναφορά του σε δύο «ίσα» συνιστώντα κράτη για να παρουσιάζει διεθνώς το ψευδοκράτος ως δήθεν ισότιμο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο απολογισμός των 40 χρόνων είναι θλιβερός για την Ελληνική πλευρά και τις πολιτικές ηγεσίες στην Κύπρο και την Ελλάδα. Με συνεχείς υποχωρήσεις, κατέληξε στην αποδοχή της λεγόμενης διζωνικής ομοσπονδίας. Στη συνέχεια δέχθηκε και τη λεγόμενη «πολιτική ισότητα». Τι σημαίνει πολιτική ισότητα μεταξύ δύο άνισων πλευρών, πλειοψηφίας και μειοψηφίας; Σημαίνει κατάλυση δημοκρατικής αρχής, ένας άνθρωπος μία ψήφος. Σημαίνει όχι ομοσπονδία, αλλά συνομοσπονδία. Στη συνομοσπονδία δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το μέγεθος, αλλά η ισότητα της κυριαρχίας. Για να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα αυτή, εκμαιεύθηκε ερμηνεία από τα Ηνωμένα Έθνη ότι η «πολιτική ισότητα» δεν είναι αριθμητική, αλλά σημαίνει αποτελεσματική συμμετοχή στην εξουσία. Η Ελληνική πλευρά αυτοφενακίσθηκε για άλλη μια φορά ότι δήθεν κατοχυρώνεται από την ερμηνεία των Ηνωμένων Εθνών. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά αν, π.χ., στα σώματα λήψεως αποφάσεων η Ελληνική πλευρά έχει μεγαλύτερο αριθμό αντιπροσώπων, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται μόνο με τη συναίνεση της Τουρκικής πλευράς.
Για να νομιμοποιηθεί η αναγωγή τις διζωνικής ομοσπονδίας από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΑΚΕΛ, σε σημαία αγώνα, αποδόθηκε η πατρότητά της στον ιστορικό ηγέτη της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Πρόκειται για συνειδητή και σκόπιμη παραπλάνηση. Η διζωνική ομοσπονδία είναι Αμερικανο-Βρετανικό εφεύρημα, το οποίο αποδέχθηκε, βεβαίως, εκθύμως η Τουρκική πλευρά, εγκαταλείποντας, ως παρωχημένο πλέον, το σύνθημα και τον στόχο της διχοτομήσεως. Το γιατί το εξήγησε το 1975 ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ σε Τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία, που τον επισκέφθηκε στην Άγκυρα. Τους εξήγησε ότι τώρα που η Τουρκία κατέκτησε με την εισβολή τη βόρεια Κύπρο και έκανε πράξη, στην ουσία, τη διχοτόμηση, δεν έχει συμφέρον, για στρατηγικούς λόγους, να αφήσει την Ελλάδα να εγκατασταθεί στη Νότια Κύπρο. Μια λύση διζωνικής ομοσπονδίας θα ήταν για την Τουρκική πλευρά πιο συμφέρουσα, γιατί θα εξασφάλιζε επιπλέον σ’ αυτήν ισότιμο λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο.
Ο Μακάριος, πιεζόμενος από κάθε πλευρά και έχοντας ισχυρή διεθνή υποστήριξη, προσπάθησε να εξερευνήσει τη δυνατότητα μιας συμβιβαστικής λύσεως, στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής, διπεριφερειακής ομοσπονδίας. Παρά τις πιέσεις, δεν δέχθηκε ποτέ την ορολογία της «διζωνικής» ομοσπονδίας, γιατί αντιλαμβανόταν, ορθώς, ότι η «ζώνη» παραπέμπει σε διαχωρισμό και σύνορο.
Η Τουρκική πλευρά δεν βραδυπόρησε πολύ στην αρχή της διζωνικής ομοσπονδίας. Με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το 1983, ουσιαστικά την εγκατέλειψε. Η Ελληνική πλευρά όμως έμεινε καθηλωμένη στην αρχή αυτή και στις λεγόμενες Συμφωνίες Κορυφής Μακαρίου – Ντενκτάς του 1977 και Κυπριανού – Ντενκτάς του 1979 σαν να μην άλλαξε τίποτε. Η μοιραία αυτή πορεία κατέληξε στο γνωστό Σχέδιο Ανάν του 2004.
Έγινε τότε «φιλότιμη» προσπάθεια από την κυβέρνηση Σημίτη, σε συνεργασία με τον ξένο παράγοντα, να επιβληθεί εκβιαστικά στην Κύπρο το σχέδιο αυτό, με την προπαγάνδα ότι κινδυνεύει δήθεν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κύπρος όμως είχε γίνει ήδη δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Σύνοδο Κορυφής του Απριλίου 2003 στην Αθήνα.
Η απόρριψη από τον Κυπριακό λαό του Σχεδίου Ανάν σήμαινε στην πραγματικότητα και απόρριψη όλων εκείνων των υποχωρήσεων που οδήγησαν στο Σχέδιο Ανάν. Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο. Η Κύπρος είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει η λύση του Κυπριακού να είναι πάνω στη βάση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών αρχών και να εντείνει τον αγώνα της κατά της Τουρκικής κατοχής.
Για άλλη μια φορά, υποχωρώντας σε ξένες ύπουλες πιέσεις, η Ελληνική πλευρά επανέκαμψε στο παρωχημένο και χρεοκοπημένο πλαίσιο της διζωνικής ομοσπονδίας και προέβη σε νέες παραχωρήσεις επί Προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια και Νίκου Αναστασιάδη.
Η ανεύρεση μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ άνοιξαν νέες προοπτικές για τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της Κύπρου. Η Ελληνική όμως πλευρά έσπευσε, με το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου, να συνεχίσει και να εντείνει την καταστροφική πολιτική Χριστόφια στο Κυπριακό.
Το σημερινό νέο αδιέξοδο στις διακοινοτικές συνομιλίες, καλεί, για άλλη μια φορά, την Ελληνική πλευρά να αντιληφθεί επιτέλους ότι η ακολουθούμενη πορεία είναι αυτοκαταστροφική και ολέθρια. Να χαράξει μια νέα στρατηγική με βασική θέση ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να αναζητηθεί πάνω στη βάση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών αρχών.


Σχολιάστε εδώ