Το δικό του χαρτί παίζει ο Μεϊμαράκης
Η κοινοβουλευτική «ντρίπλα» που επιχειρήθηκε μέσω της συζήτησης στο Θερινό Τμήμα αποφόρτισε σε μεγάλο βαθμό το κλίμα έντασης, αλλά δεν έλυσε οριστικά και αμετάκλητα το πρόβλημα. Το ζήτημα της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ ήταν η αφορμή για τη διαφοροποίηση του κ. Μεϊμαράκη, τα πραγματικά αίτια ωστόσο είναι βαθύτερα (πολιτικά και προσωπικά). Συνδέονται άμεσα με τις επικείμενες πολιτικές εξελίξεις, τις επερχόμενες εκλογές, τις προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας και την πολιτική επιβίωσή του. Όσο για την αιτιολογία που προέβαλε, ότι, δηλαδή, ζητώντας την άμεση σύγκληση της Βουλής, είχε ως μοναδικό στόχο την απεμπλοκή της κυβέρνησης από το αδιέξοδο και την αποδυνάμωση των επιχειρημάτων της αντιπολίτευσης, ελάχιστους έπεισε.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αιφνιδιάστηκαν όταν ενημερώθηκαν για την αρχική διαφοροποίηση του κ. Μεϊμαράκη, ο οποίος, αντίθετα με την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης, υποστήριξε ότι αν συγκεντρωθούν οι υπογραφές 120 βουλευτών, έστω και σε διαφορετικές προτάσεις, τότε πρέπει να συγκληθεί αμέσως η Ολομέλεια της Βουλής για να λάβει αποφάσεις. Σε μια προσπάθεια να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις που προκάλεσε η παρέμβασή του, η κυβερνητική εκπρόσωπος Σοφ. Βούλτεψη έσπευσε να τονίσει ότι εφόσον δεν υπάρχει μία και ενιαία πρόταση, δεν συντρέχει λόγος να συγκληθεί η Βουλή και πάντως αυτό δεν πρόκειται να γίνει πριν από τον Οκτώβριο. Ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με δική του πρωτοβουλία, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον κ. Μεϊμαράκη, με τις πληροφορίες να λένε ότι η συζήτηση ήταν δύσκολη και τελικώς… άκαρπη. Ενδεικτικό του κλίματος που επικράτησε ήταν το γεγονός ότι το Μέγαρο Μαξίμου δεν μπήκε καν στον κόπο να υποβαθμίσει την έκταση του προβλήματος. Συνεργάτες του κ. Σαμαρά έλεγαν χαρακτηριστικά ότι «οι δύο πλευρές επέμειναν στις απόψεις τους»!
Ο αιφνιδιασμός εξελίχθηκε σε οργή όταν στο επιτελείο του πρωθυπουργού πληροφορήθηκαν για τις νεότερες δηλώσεις του κ. Μεϊμαράκη, ο οποίος εμφανίσθηκε να επιμένει στις απόψεις του, μη υπολογίζοντας την εικόνα διάστασης και σύγχυσης που προκαλούσε αλλά και (το κυριότερο) ότι με τη στάση του πρόσφερε όπλα στην αξιωματική αντιπολίτευση για να «στριμώξει» ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση. «Που το πάει;», «τι ακριβώς επιδιώκει;», ήταν τα εύλογα ερωτήματα που έθεταν κυβερνητικοί παράγοντες. «Δεν αντιλαμβάνεται ότι με τη στάση του ζημιώνει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό;», απορούσαν βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με δημοσιογράφους, ο κ. Μεϊμαράκης επικαλείτο τον θεσμικό του ρόλο και υπογράμμιζε ότι οφείλει να κινείται με βάση τον Κανονισμό της Βουλής. Υποστήριζε ακόμη ότι το θέμα του δημοψηφίσματος πρέπει να κλείσει άμεσα και με τρόπο οριστικό, για να μη σέρνεται μέχρι το φθινόπωρο. Στις συζητήσεις του με βουλευτές της παράταξης επισήμανε μια άλλη διάσταση της υπόθεσης, λέγοντας ότι «πρέπει να βγούμε επιθετικά και να μην αφήνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να μας κρατάει όμηρους, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε». Τα παραπάνω ήταν οι προφανείς λόγοι της διαφοροποίησης, αλλά οι αιτίες είναι ακόμη βαθύτερες.
«Τελειώσαμε…»
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κ. Μεϊμαράκης είναι διαχρονικά ενοχλημένος από την αντιμετώπιση που έχει από το Μέγαρο Μαξίμου. Σπανίως συναντά τον κ. Σαμαρά, ακόμη πιο σπάνια ζητείται η γνώμη του για κάποιο από τα κρίσιμα ζητήματα που διαχειρίζεται η κυβέρνηση. Αντίθετα, όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για νομοσχέδια που φθάνουν στο Κοινοβούλιο με τη μορφή του κατεπείγοντος και πρέπει εκείνος να μεριμνήσει ούτως ώστε να ψηφισθούν χωρίς απρόοπτα. Με κόστος, ωστόσο, προσωπικό για τον ίδιο, αφού η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω είναι ότι λειτουργεί ως «Γκαουλάιτερ» της μνημονιακής πολιτικής που υλοποιεί η κυβέρνηση. Ο κ. Μεϊμαράκης επιθυμεί να είναι εκ νέου υποψήφιος στη Βʼ Αθηνών στις επόμενες εκλογές, αλλά αν επικρατήσει η συγκεκριμένη εικόνα για το πρόσωπό του, οι πιθανότητες επανεκλογής του θα περιοριστούν σε μεγάλο βαθμό. Τα πράγματα έγιναν ούτως ή άλλως πιο δύσκολα μετά τον ανασχηματισμό και την είσοδο στην κυβέρνηση τεσσάρων βουλευτών που εκπροσωπούν τη λεγόμενη «λαϊκή Δεξιά» και οι οποίοι εκλέγονται στην ίδια περιφέρεια. Με την υπουργοποίησή τους και ό,τι αυτή συνεπάγεται (δημοσιότητα, διευκολύνσεις, εξυπηρετήσεις κ.ά.), οι Γ. Γιακουμάτος, Αργ. Ντινόπουλος, Σ. Βούλτεψη και Κ. Παπακώστα απέκτησαν ένα σοβαρό προβάδισμα. Σε αντίθεση με τον κ. Μεϊμαράκη, που λόγω του αξιώματός του δεν μπορεί να έχει συχνές παρουσίες στα Μέσα Ενημέρωσης και άλλου είδους «προνόμια» και δυνατότητες που… «φέρνουν ψήφους».
Στελέχη της Νέας Δημοκρατίας δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η διαφοροποίηση να έχει να κάνει με τις μελλοντικές εξελίξεις, ευρύτερα πολιτικές, αλλά και… στενότερα κομματικές, σε σχέση με τον ρόλο που θα επιθυμούσε να διαδραματίσει ο ίδιος. Τα σενάρια που διακινήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες περί Προεδρίας της Δημοκρατίας εκτός από ακραία είναι και εξωπραγματικά. Σύμφωνα με πληροφορίες από στενούς συνεργάτες του, ο κ. Μεϊμαράκης εμφανίζεται ιδιαίτερα ανήσυχος τόσο για το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί για την κυβέρνηση όσο και για τις προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας. Επισημαίνει ότι στις εκλογές, όποτε αυτές κι αν διεξαχθούν, η παράταξη πρέπει πάση θυσία να είναι πρώτο κόμμα. «Σε αντίθετη περίπτωση, τελειώσαμε», φέρεται να λέει χαρακτηριστικά. Με το σκεπτικό ότι αν η Νέα Δημοκρατία είναι δεύτερο κόμμα θα χάσει το μπόνους των 50 εδρών και η Κοινοβουλευτική Ομάδα θα περιορισθεί στους 60 με 70 βουλευτές. Θεωρεί δε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η παράταξη θα μπει σε μεγάλες περιπέτειες και οι εξελίξεις θα είναι απρόβλεπτες, ενδεχομένως και ανεξέλεγκτες.