Πολύ ευρύτερος από το Κυπριακό ο ενδοτισμός Βενιζέλου στα Ελληνο-τουρκικά
Η θαρραλέα ευρωβουλευτής της Κύπρου Ελένη Θεοχάρους εξέθεσε τον ενδοτισμό του Έλληνα υπουργού, που επέτρεψε στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών και τον αρμόδιο Τούρκο υπουργό για τις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση να μετατρέψουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε πεδίο Τουρκικής προπαγάνδας, χωρίς καμία απάντηση.
Το Τουρκικό έγγραφο των 105 σελίδων αναφέρεται εκτενώς στο Κυπριακό και αντλεί, δυστυχώς, επιχειρήματα από το ολέθριο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου αλλά και την όλη σημερινή πολιτική της Ελληνικής πλευράς για το Κυπριακό. Αναφέρεται όμως εξίσου και στα άλλα Ελληνο-Τουρκικά θέματα, που θέτει η Τουρκική πλευρά.
Η υποτιθέμενη προώθηση από την Ελληνική πλευρά, με την ευκαιρία της Ελληνικής Προεδρίας, του καθορισμού των Ευρωπαϊκών Θαλασσίων Ζωνών στη Μεσόγειο, δεν προχώρησε, ενώπιον των αντιδράσεων και των απειλών της Άγκυρας. Αντιθέτως, η τελευταία, με το πολυσέλιδο έγγραφο προς την ΕΕ, έχει το θράσος να ζητά από την Ελληνική πλευρά, ως δήθεν μέτρο ευθυδικίας, την παραίτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα επεκτάσεως των ορίων των χωρικών της υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια. Έχει επίσης το θράσος ν’ αμφισβητεί συνολικά την εφαρμογή στο Αιγαίο του διεθνούς θαλασσίου δικαίου και την Ελληνική ΑΟΖ.
Αναφέρεται επίσης στη Θράκη και καταγγέλλει την Ελληνική πλευρά ότι δεν αναγνωρίζει ως «Τουρκομουσουλμανική» τη μειονότητα, ότι δεν δέχεται τους ψευδομουφτήδες και γενικά ότι δεν εφαρμόζει την αμοιβαιότητα της Συνθήκης της Λωζάννης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία δήθεν σέβεται η Τουρκική πλευρά για την Ελληνική μειονότητα στην Τουρκία.
Είναι γνωστή η στρεψοδικία της Άγκυρας. Αλλά να επιτρέπεται σ’ αυτήν από την Ελληνική πλευρά, που είναι χώρα-μέλος της ΕΕ, να ασκεί μια τέτοια ασύδοτη προπαγάνδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς αποστομωτική απάντηση, για να μη διαταραχθεί το «φιλικό» κλίμα των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, φαίνεται απίστευτο. Δείχνει σε ποιο επικίνδυνο σημείο ενδοτισμού και αμελούς αντιμετωπίσεως των θεμάτων, έχει φτάσει η Ελληνική πλευρά, με προϊστάμενο της Ελληνικής διπλωματίας τον κ. Βενιζέλο.
Η Τουρκική πλευρά παραγράφει την εξόντωση του Ελληνισμού της Κωνσταντινουπόλεως και τη συρρίκνωση μέχρι σχεδόν εξαφανίσεως του Ελληνισμού των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου. Αφού η Ελληνική πλευρά ουσιαστικά «ξέχασε» το θέμα και τα δικαιώματα των Κωνσταντινουπολιτών και δεν το θέτει με ενεργό τρόπο στην ημερήσια διάταξη, στις διμερείς σχέσεις και στην Ευρώπη, η Τουρκική πλευρά πιστεύει ότι μπορεί τώρα να περάσει και στη διπλωματική αντεπίθεση. Να παρουσιάζεται ότι αυτή σέβεται δήθεν τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας, την οποία ουσιαστικά εξάλειψε και τη Συνθήκη της Λωζάννης και ότι είναι η Ελλάδα δήθεν που δεν τη σέβεται.
Με το ίδιο θράσος, προσπαθεί να παρουσιάσει Μουσουλμανική μειονότητα στα Δωδεκάνησα και συνδέει το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης με τζαμιά στην Αθήνα και με τους Μουσουλμάνους λαθρομετανάστες, τους οποίους προωθεί συστηματικά από χρόνια στην Ελλάδα.
Η αντιμετώπιση αυτή της Άγκυρας της επιτρέπει να ασκεί τη γνωστή πολιτική της σε όλη τη γραμμή, από την Κύπρο και το Αιγαίο ως τη Θράκη και ταυτόχρονα να μην έχει κανένα κόστος. Αντιθέτως, να διαμορφώνει εντυπώσεις, με την ανοχή και τη σιωπή που βρίσκει, ότι τα όσα προτείνει και υποστηρίζει μπορούν δήθεν να γίνουν βάση για «ειρηνικές λύσεις».
Η απόκρυψη της πραγματικότητας και η παρουσίαση μιας ψευδούς εικόνας, που δεν αναδεικνύει τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονεί για τη χώρα η επιθετική Τουρκική πολιτική, μπορεί να είναι βολική για τον υπουργό Εξωτερικών. Τον βοηθά να συνεχίσει την ενδοτική και κατευναστική πολιτική, χωρίς να χρειασθεί να ταράξει τα νερά και να έρθει αντιμέτωπος με τα υπάρχοντα προβλήματα.
Υπάρχει όμως και χειρότερο ενδεχόμενο. Να έχει ενστερνισθεί ως «πολιτικό ρεαλισμό» τον ενδοτισμό που επιδεικνύει. Στο Κυπριακό είναι ήδη γεγονός, με την πλήρη κάλυψη που παρέχει στον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη σε μια αυτοκαταστροφική πολιτική που θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την Κύπρο. Ο πρωθυπουργός της χώρας δεν είναι άμοιρος ευθυνών γι’ αυτό.
Οι περιβόητες νέες συνομιλίες στην Κύπρο βρίσκονται σε αδιέξοδο, παρά το γεγονός ότι η Ελληνική πλευρά εγκατέλειψε τις κόκκινες γραμμές της με το ολέθριο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου και δέχθηκε μια μελλοντική ομοσπονδία «δύο ίσων συνιστώντων κρατών». Πάνω σ’ αυτή την αδιανόητη υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς, βρήκε έρεισμα η Άγκυρα και έσπευσε να επιτεθεί, μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά της Κύπρου και να τη χαρακτηρίσει ως «εκλιπούσα».
Είναι προφανές τι είναι αυτό που χρειάζεται. Όχι εμμονή σε μια αυτοκαταστροφική πολιτική και στρατηγική στο Κυπριακό. Συνεχίζεται όμως η ίδια πολιτική και αναπαράγεται και στα άλλα εθνικά θέματα στο πλαίσιο του δήθεν θετικού μομέντουμ φιλίας και συνεργασίας με την Άγκυρα. Η τελευταία έχει κάθε συμφέρον να εγκλωβίσει την Αθήνα σε μια δήθεν πολιτική «φιλίας» επιδιώκοντας να ανασχέσει την ανάπτυξη στρατηγικών συμμαχιών της χώρας, που θα μπορούσαν να την ενισχύσουν. Γνωρίζει επίσης τη σημερινή αδυναμία της χώρας και ασκεί πίεση για Ελληνικές παραχωρήσεις, εναλλάσσοντας τις απειλές και τις προκλήσεις με δηλώσεις φιλίας και συνεργασίας.
Τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα με την Άγκυρα. Όχι μόνο με την αυξανόμενη συνεχώς αεροναυτική της ισχύ στο Αιγαίο αλλά και με τη συστηματική προπαγάνδα που ασκεί υπέρ των θέσεών της στα διάφορα κέντρα ισχύος του κόσμου, χωρίς, δυστυχώς, καμία ουσιαστική, συστηματική και σθεναρή απάντηση. Χωρίς επίσης μια στρατηγική, που να μην είναι αυτοκαταστροφική, αλλά να προασπίζει αποτελεσματικά τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Π. Ν.