Ο παραλογισμός των πραγματιστών
Χωρίς αμφιβολία επιβεβαιώνονται όλο και πιο ξεκάθαρα -μέρα με τη μέρα- αφενός η συνειδητή και μεθοδευμένη επιλογή της κυβέρνησης Γ. Α. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ για την υπαγωγή της Ελλάδας στη «σφαίρα επιρροής» του ΔΝΤ με την «στατιστική λαθροχειρία» αλλοίωσης των στοιχείων του δημοσιονομικού ελλείμματος, και αφετέρου η αδιαπραγμάτευτη αποδοχή των επαχθών δεσμεύσεων έναντι των δανειστών μας.
Όσο, λοιπόν, η Δικαιοσύνη απερίσπαστη και χωρίς σκιές χειραγώγησης θα πράττει το αυτονόητο καθήκον της τόσο θα αποκαθίσταται η διακυβέρνηση Καραμανλή και θα δικαιώνεται πολιτικά η έντιμη προεκλογική της στάση το 2009, διατρανώνοντας το εθνικό αίτημα για διενέργεια εξεταστικής επιτροπής σχετικά με το πώς η πατρίδα μας εισήλθε στην περιπέτεια του μεικτού μηχανισμού στήριξης.
Ο ίδιος ο ελληνικός λαός, άλλωστε, με την ψήφο του στις εκλογές του Μαΐου του 2012 αποδοκίμασε με τον πιο εμφατικό τρόπο τη «συνταγή» των Μνημονίων και τις καταστροφικές για τον τόπο μας κυβερνήσεις Παπανδρέου – Παπαδήμου. Τον Ιούνιο του
ίδιου έτους έδωσε την ευκαιρία και ταυτόχρονα την ξεκάθαρη εντολή στα πολιτικά κόμματα να επαναδιαπραγματευθούν τους δυσβάσταχτους και αδιέξοδους όρους των δανειακών συμβάσεων. Σε καμία περίπτωση φυσικά δεν ζήτησε τη συνέχισή τους…
Αυτή η σχεδόν καθολική κοινωνική απαίτηση δεν εισακούστηκε ποτέ και έτσι φτάσαμε στις πρόσφατες ευρωεκλογές όπου το ηχηρό μήνυμα για αλλαγή πολιτικής έγινε «τελεσίγραφο» ενώ παράλληλα οι πολίτες έδειξαν ότι δεν πείθονται από αφηγήσεις που
αποτελούν κακέκτυπα του «λεφτά υπάρχουν» με
ανεύθυνες πλειοδοσίες και λαϊκισμό.
Το «μείγμα πολιτικής» ακραίας λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης σε συνδυασμό με τα ομολογημένα σφάλματα στις εκτιμήσεις και στους πολλαπλασιαστές του προγράμματος δημιουργεί νέα ανυπέρβλητα αδιέξοδα διαμορφώνοντας τις συνθήκες για τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων και κυρίως του κόσμου της
μισθωτής εργασίας.
Είναι σαφές ότι η πολιτική που προωθείται μέσα
από τα Μνημόνια δεν έχει κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο παρά μόνο έναν εξοντωτικό και τιμωρητικό
χαρακτήρα που «κλείνει το μάτι» και εξυπηρετεί
στο ακέραιο τα συμφέροντα μιας μικρής οικονομικής ολιγαρχίας.
Η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία επιβάλλει, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις τις αυστηρές τιμωρητικές εντολές των «εταίρων και δανειστών μας» νομοθετώντας νέες φοροεπιδρομές που διαλύουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων όταν όλοι παραδέχονται ότι οι φόροι σκοτώνουν τους φόρους…
Την ίδια ώρα «βαπτίζουν» μεταρρυθμίσεις την
απορρύθμιση του εργατικού δικαίου και την κατάργηση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων ενισχύοντας μονομερώς τις δυνατότητες των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Το κοινωνικό κράτος μετατρέπεται σε κράτος φιλανθρωπίας και αποδομείται οριστικά αντί να ενδυναμώνεται όταν η ανάγκη για προνοιακές υπηρεσίες και δομές είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας (ΕΑΣ, ΕΛΒΟ, ΛΑΡΚΟ), το ξεπούλημα των παραγόμενων κοινωνικών αγαθών (ΔΕΗ, ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ), η ενορχηστρωμένη επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα και στους απεργούς με εντολές επίταξης ή παρεμβάσεις των ΜΑΤ, καθώς και η επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία για αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο 1264 ώστε να φιμωθούν τα συνδικάτα και να τεθούν στο «γύψο» όσοι αντιστέκονται και
αντιδρούν, προδίδουν ένα θατσερικής έμπνευσης μοντέλο της δεκαετίας του ’80 με την επιβολή «Νόμου και Τάξης» διευρύνοντας την έκπτωση και την
απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, γεγονός που διά της τεθλασμένης ενισχύει ακραίες, ειδεχθείς και επικίνδυνες τάσεις οι οποίες ατυχώς βρίσκουν πλέον πεδίο έκφρασης μέσα στο εκλογικό σώμα.
Η φράση του πρωθυπουργού, σε πρόσφατη ομιλία του, ότι «κάθε ζωντανός οργανισμός, αν δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον, πεθαίνει», σηματοδοτεί το πώς ή το πόσο αντιλαμβάνονται οι κυβερνώντες τα προβλήματα της κοινωνίας που ήδη αργοπεθαίνει.
Η θεώρηση αυτή συγκαταλέγεται στον παραλογισμό ότι η Ελλάδα γίνεται μια «κανονική χώρα» που μάλλον αποτελείται όχι από ανθρώπους αλλά
από αμοιβάδες…
Το δυστύχημα είναι ότι ο παραλογισμός αυτός βρίσκει απήχηση, πολύ περιορισμένη βέβαια, και στους κόλπους του συνδικαλιστικού κινήματος σε μια «δράκα ηγετίσκων» που, ενώ δηλώνουν πολιτικά άστεγοι, στην πραγματικότητα κάνουν τα πάντα για να επιβάλουν αυτήν τη θεώρηση και μέσα από τη συστημική τους προσήλωση προσπαθούν να διασώσουν τη συνδικαλιστική και πολιτική τους ύπαρξη.
Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις τού χθες, να αποτινάξει τα κομματικά βαρίδια, να απομονώσει αθέμιτες προσωπικές ή παραταξιακές σκοπιμότητες και να συνεννοηθεί επιτέλους πάνω στις βασικές αρχές και αξίες που ενώνουν
όλους τους εργαζόμενους.
Οι αγώνες επιβάλλεται να συνεχιστούν και θα συνεχιστούν με όρους κοινωνίας και όχι «συντεχνίας», σε συνέργεια και με άλλες όμορες κοινωνικές ομάδες που πλήττονται προκειμένου να διεκδικήσουμε μαζικά και αποφασιστικά την οριστική υπέρβαση των Μνημονίων.