Ελπιδοφόρα νέα για τους ασθενείς με καρκίνο
Η MSD, στα πλαίσια των επενδύσεών της στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης καινοτόμων θεραπειών, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της ογκολογίας, μελετά τον ρόλο των ανοσολογικών μηχανισμών στην καταπολέμηση του καρκίνου. Συγκεκριμένα, έχει αναπτύξει το pembrolizumab, το υπό έρευνα ανθρώπινο anti-PD-1 μονοκλωνικό αντίσωμα που μέχρι τώρα αναφερόταν ως παράγοντας MK-3475. Το pembrolizumab εξετάζεται σε 17 υπό εξέλιξη και προγραμματισμένες κλινικές μελέτες, ως μονοθεραπεία ή συνδυαστική θεραπεία, σε ασθενείς προχωρημένου σταδίου που πάσχουν από 30 τύπους κακοήθων νεοπλασμάτων. Οι μελέτες θα πραγματοποιηθούν έως το τέλος του 2014.
Η δράση του pembrolizumab απέδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα για το προχωρημένο μελάνωμα, τον προχωρημένο καρκίνο κεφαλής και τραχήλου και τον προχωρημένο μη-μικροκυταρρικό καρκίνο του πνεύμονα, τα οποία παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ASCO που διεξήχθη στις αρχές του μήνα στο Σικάγο.
Πιο αναλυτικά, στο προχωρημένο μελάνωμα, το pembrolizumab αξιολογήθηκε ως μονοθεραπεία σε 411 ασθενείς, σε διάφορα στάδια της νόσου και οι οποίοι είχαν λάβει στο παρελθόν θεραπεία. Το 72% των ασθενών παρουσίασαν συρρίκνωση των όγκων, με το 39% να παρουσιάζουν μείωση του μεγέθους τους κατά το ήμισυ. Επιπλέον, το 69% των ασθενών ξεπέρασαν τον ένα χρόνο επιβίωσης, με το 62% να βρίσκονται ακόμα εν ζωή, έχοντας ξεπεράσει τους 18 μήνες επιβίωσης. Η διάρκεια της ανταπόκρισης, όπως επίσης και το προφίλ ανεκτικότητας δεν διέφεραν ανάμεσα στις διάφορες δοσολογίες ούτε και ανάμεσα στους ασθενείς που έλαβαν ή όχι στο παρελθόν θεραπεία με ipilimumab.
Τα αποτελέσματα του pembrolizumab ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο κεφαλής και τραχήλου από τη μελέτη KEYNOTE-012, τα οποία ανακοινώθηκαν για πρώτη φορά, έδειξαν συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης 20%.
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα της μελέτης και για την περίπτωση πρωτοθεραπευόμενων ασθενών με προχωρημένο μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, όπου η θεραπεία του με pembrolizumab κατέδειξε ισχυρή αντι-νεοπλασματική δραστικότητα, με συρρίκνωση του όγκου να παρατηρείται σε ποσοστό 80% των ασθενών, ενώ κανείς από τους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν δεν διέκοψε τη θεραπεία λόγω εξέλιξης της νόσου.