Μειονοτικού συνέχεια…
Συγκεκριμένα, πώς το Κόμμα Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ ή τουρκιστί DEB), το μειονοτικό δηλαδή κόμμα που υποστηρίζεται από την Άγκυρα και κατήλθε για πρώτη φορά αυτόνομα στις εκλογές, συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους στους δύο νομούς, της Ροδόπης και της Ξάνθης. Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα σε ουδένα, βέβαια, των υποψηφίων του ΚΙΕΦ εξασφάλισε την είσοδο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν παύει όμως να αποτελεί πηγή έκδηλης ανησυχίας και έντονου προβληματισμού. Τους λόγους τούς αναλύσαμε ήδη στο προηγούμενο άρθρο μας αυτό.
Τον Νοέμβριο του 2012, με ευκαιρία την 39η Σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας που συνήλθε στο Τζιμπουτί, είχαμε επισημάνει, σε σχετικό μας τότε άρθρο, την απόφαση που είχε υιοθετηθεί από την παραπάνω σύνοδο, για την «κατάσταση της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης και του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δωδεκανήσου».
Η παραπάνω απόφαση καλούσε την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, «να λάβει όλα τα μέτρα για τον σεβασμό των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς και της ταυτότητας της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, που απορρέουν από τις διμερείς και διεθνείς συμφωνίες», να αναγνωρίσει «τους εκλεγμένους μουφτήδες της Ξάνθης και της Κομοτηνής ως τους επίσημους μουφτήδες», καθώς επίσης «να επαναλάβει την πρόσκληση προς την Ελλάδα να λάβει τα απαραίτητα και επείγοντα μέτρα, σε διαβούλευση με την τουρκική μουσουλμανική μειονότητα, για την επίλυση των εκπαιδευτικών προβλημάτων της που επίσης συνδέονται άμεσα με την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της περιοχής που ζει, αλλά και να εξασφαλίσει επίσης την ίδια μεταχείριση για τους μουσουλμάνους που ζουν στα Δωδεκάνησα».
Οι παράλογοι και ανεδαφικοί γενικά ισχυρισμοί δεν χρειάζονται, νομίζουμε, ανάλυση, όταν είναι εύκολα αντιληπτό ποιος ήταν εμπνευστής της απόφασης αυτής.
Δυστυχώς, η απόφαση του 2012 αποτέλεσε προάγγελο άλλης. Τον τρέχοντα μήνα, συγκεκριμένα την 18η και 19η, η 40ή Σύνοδος Υπουργών Εξωτερικών του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας που συνήλθε στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, υιοθέτησε παρόμοια απόφαση για την «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης» και «τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου, λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ισλαμικού κόσμου»…
Είναι προφανές και εδώ ποιος ήταν εμπνευστής της απόφασης αυτής.
Προξενεί κατάπληξη η εμμονή της Τουρκίας να αναφέρεται στον «μουσουλμανικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου» (η αναφορά δεν είναι νέα…) με τη δικαιολογία ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μειονότητα, αν και τούτο δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, κατά την Τουρκία πάντα, γιατί «αυτά τα νησιά δεν ανήκαν στην Ελλάδα όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης».
Τα σχόλια, νομίζουμε, περιττεύουν.
Εξίσου, όμως, κατάπληξη προκαλεί και το γεγονός ότι η ίδια απόφαση επαναλαμβάνει την ίδια σχεδόν επωδό με την προγενέστερη απόφαση στο Τζιμπουτί. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ανάγκη, σύμφωνα με την απόφαση, της αναγνώρισης των «εκλεγμένων μουφτήδων στην Ξάνθη και Κομοτηνή», της λειτουργίας της «Τουρκικής Ένωσης Θράκης», της αναγνώρισης της «τουρκικής μειονότητας» κ.λπ. Δεν παραλείπει, μάλιστα, να αναφερθεί και στη συνάντηση που είχε την 19η Ιουνίου ο διευθυντής της Διεύθυνσης Διεθνών Οργανισμών του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών με τον γενικό γραμματέα του οργανισμού.
Η παραπάνω απόφαση αντικατοπτρίζει το πλαίσιο της πολιτικής που η Τουρκία ακολουθεί στο μειονοτικό. Η πολιτική αυτή είναι γνωστή. Εξίσου γνωστή είναι και η προσπάθεια που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια να υιοθετήσει, απέναντι στη χώρα μας, μια «συμψηφιστική» πολιτική στο μειονοτικό, «διμεροποιώντας» αυτό και προβάλλοντας το βολικό γι’ αυτήν επιχείρημα «κάντε κι εσείς για να κάνουμε κι εμείς».
Με σειρά επιχειρημάτων έχουμε αντικρούσει τα τουρκικά επιχειρήματα που συνθέτουν την αδιάλλακτη πολιτική της Άγκυρας στο μειονοτικό. Απλά και μόνον, για λόγους καθαρά ιστορικούς, σκόπιμο είναι οι αρμόδιοι της γείτονος να αναρωτηθούν γιατί το ελληνικό μειονοτικό στοιχείο συρρικνώθηκε τόσο πολύ αριθμητικά. Η απάντηση, φυσικά, δεν είναι δύσκολη, αν ανατρέξουμε στις πρακτικές και διώξεις του τουρκικού κράτους των ετών 1955, 1964 για να πάμε στα νεότερα χρόνια.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον ρόλο της Άγκυρας και την επιρροή που αυτή ασκεί στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης. Γενικός γραμματέας του οργανισμού από το 2005 είναι ο τούρκος διπλωμάτης και ακαδημαϊκός κ. Ekmeleddin Ihsanoglu, ο πρώτος «δημοκρατικά εκλεγμένος» γενικός γραμματέας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ιστοσελίδα του οργανισμού.
Ο κ. Ihsanoglu απασχόλησε, πριν από λίγες μέρες, την τουρκική επικαιρότητα καθόσον είναι ο άρτι προταθείς από το κεμαλικό κόμμα της Τουρκίας, το CHP και το εθνικιστικό MHP, για το αξίωμα του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, στις εκλογές που θα διεξαχθούν την 8η προσεχούς Αυγούστου.
Η υποψηφιότητα του κ. Ihsanoglu ασφαλώς θα ταράξει την όλη προεκλογική εκστρατεία και τον δρόμο προς την Προεδρία, στο μέτρο που τα μέχρι σήμερα δεδομένα αλλάζουν ριζικά.
Υπενθυμίζουμε ότι ο προεδρικός υποψήφιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης το 2005 μετά από πρόταση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ), του κόμματος δηλαδή του κ. Ερντογάν.
Ενώ, λοιπόν, η υποψηφιότητα του κ. Ερντογάν, η οποία μάλλον θα ανακοινωθεί, πλην απροόπτου, εντός των προσεχών ημερών, κέρδιζε έδαφος, τα δεδομένα άλλαξαν. Η υποψηφιότητα του γενικού γραμματέα του Οργανισμού της Ισλαμικής Διάσκεψης μπορεί να συγκεντρώσει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που ανήκει στην αντιπολίτευση και που με άλλες προϋποθέσεις δεν θα ψήφιζαν υπέρ άλλου υποψηφίου.
Κλείνοντας την περί μειονοτικού σημερινή μας αναφορά, επιγραμματικά επαναλαμβάνουμε ότι η ανάγκη επίδειξης ισονομίας και ισοπολιτείας πρέπει πάντοτε να αποτελεί απαράβατο και καθολική αρχή για όλες τις μειονότητες. Αρχή την οποία η ελληνική Πολιτεία εφαρμόζει, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάννης, αντιμετωπίζοντας ισότιμα όλα τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας στη χώρα μας, ως έλληνες πολίτες.
Το ερώτημα, όμως, θα παραμένει: Γιατί η Τουρκία -η οποία, στο πλαίσιο της ενταξιακής της πορείας έχει επιπλέον την υποχρέωση να τηρεί τις βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της όσον αφορά τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας- δεν πράττει αντίστοιχα το ίδιο.