Η αποτρεπτική ισχύς είναι το μόνο που μετράει η Τουρκία

Αντιθέτως, με όλα τα προηγούμενα σε εξέλιξη και υπό καθεστώς casus belli, η Ελλάς συνομιλεί αδιαλείπτως και για χρόνια με την Τουρκία εφ’ όλης της ύλης, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή της εισόδου της χώρας αυτής στην ΕΕ. Θα προέβαινε η Τουρκία σε αντίστοιχες ενέργειες εάν στην θέση της Ελλάδος βρισκόταν το Ισραήλ (το ερώτημα ρητορικό και η απάντηση γνωστή);

Η αποτρεπτική ισχύς είναι ο μόνος παράγων που εξασφαλίζει το απαιτούμενο κλίμα ασφαλείας για κάθε οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα και πρόοδο. Αποτροπή υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις που ο αντίπαλος έχει πεισθεί ότι για κάθε του πρόκληση, θα υποστεί υψηλό κόστος και δυσανάλογο του αναμενομένου γι’ αυτόν πολιτικού οφέλους. Όπως γίνεται αντιληπτό, εδώ και χρόνια η χώρα μας αφίσταται της αποτροπής και έχει σχεδόν εθισθεί στην κατευναστική πολιτική (παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες). Η πρακτική του «κατευνασμού», προ της απειλής πολέμου από ισχυρότερο αντίπαλο, προβλέπει διαρκείς σταδιακές υποχωρήσεις δίχως σαφή καθορισμό «κόκκινων γραμμών» και είναι ενίοτε αποδεκτή ως προσωρινή τακτική, προκειμένου η αδύναμη πλευρά να εξασφαλίσει πολύτιμο χρόνο έως ότου ισχυροποιηθεί. Ο «κατευνασμός», εν τούτοις, ως πάγια στρατηγική ισοδυναμεί με εγκατάλειψη των εθνικών συμφερόντων και, συνεπώς, κάθε υγιής εθνικά Πολιτεία αλλά και κάθε ακμαία κοινωνία δίχως εκφυλιστικές και αυτοκτονικές τάσεις, θα έπρεπε να τον απορρίπτει ακόμη και ως σκέψη.

Η Πολιτεία μας «κατευνάζει» τη χώρα που η ίδια χαρακτηρίζει ως στρατιωτική απειλή, κατά τα τελευταία έτη, αλλά δυστυχώς όχι για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να ισχυροποιηθεί στρατιωτικά και να επανέλθει στην αποτρεπτική στρατηγική. Είναι ενδεικτικό, ότι σύμφωνα με το πρόγραμμα «αφοπλισμού» μας, οι δαπάνες για τις ελληνικές ΕΔ θα κυμανθούν στα 550 εκατ. ευρώ ετησίως περίπου για τα επόμενα πέντε έτη, όταν η Τουρκία προβλέπεται να δαπανήσει για εξοπλιστικά προγράμματα έως το 2023, περί τα 70 δισ. δολάρια.

Μερίδα πολιτικών διατείνεται ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να περικοπούν (πόσο άραγε περισσότερο;) διότι αφενός μεν καταλήγουν σε «μίζες», αφετέρου δε είναι άχρηστα αφού κρίνεται ότι δεν θα υπάρξει στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία. Για το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος είμαι βέβαιος ότι εάν υπήρχε πολιτική βούληση θα ήταν δυνατή η άμεση πάταξη του φαινομένου της διαφθοράς, με σειρά προληπτικών, οργανωτικών και κατασταλτικών μέτρων στα οποία θα προεβλέπετο, μεταξύ άλλων, η άμεση δικαστική και οικονομική εξόντωση αλλά και διαπόμπευση των επιόρκων. Όσο για το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος, εφόσον κρίνεται πολιτικά ότι δεν θα υπάρξει στρατιωτική αναμέτρηση με την Τουρκία, αυτό θα πρέπει να αποτυπωθεί επισήμως προς την στρατιωτική μας ηγεσία. Το μόνο πολιτικά ανέντιμο είναι να καταγράφεται επισήμως η Τουρκία ως στρατιωτική απειλή δίχως να χορηγούνται τα απαιτούμενα μέσα στις ΕΔ και η στρατιωτική υλική διαφορά ισχύος να αυξάνεται διαρκώς και ραγδαίως υπέρ της Τουρκίας (εκτιμώ ότι εξακολουθούμε να έχουμε ανώτερο έμψυχο δυναμικό αλλά ως πότε;). Δυστυχώς, μόνο η έγερση της κοινής γνώμης των ωρίμων πολιτών είναι δυνατόν να συγκινήσει και να μεταβάλει την πολιτική βούληση προς την ορθή κατεύθυνση. Των πολιτών δηλαδή που νοιάζονται όχι μόνο για τα συμφέροντα των ζώντων Ελλήνων αλλά και για αυτά των απογόνων τους. Των πολιτών που γνωρίζουν ότι δίχως τις δικές τους ισχυρές και αποτρεπτικές ΕΔ, σε πείσμα των ημιμαθών διεθνολογούντων, θα δικαιώνεται ο ρεαλιστής Θουκυδίδης στους αιώνες των αιώνων. Για τους επικαλούμενους την οικονομική μας ανέχεια, διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν αρκετές ανάλογες ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες με δεδομένη την πολιτική βούληση ευρίσκοντο πάντοτε τρόποι διασφαλίσεως της απαιτουμένης στρατιωτικής ισχύος. Η διαφορά είναι ότι κατά τις περιόδους αυτές είχαμε εθνικά υπεύθυνη πολιτική ηγεσία.


Σχολιάστε εδώ