«Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΑ» (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

Μέ ήρωα αόρατο
καί παίδες μεθυσμένους
έδειχναν σάπιοι οι καιροί
σέ χρόνους ξεπεσμένους.
•••
Επάνω τους τά σύννεφα
πήραν νά κατουράνε
καί νόμιζες πώς δάκρυα
τόν Κόσμο κυβερνάνε.
•••
Ο ήρωας τά έχασε
δέν ήξερε πού ήταν
ποιά χώρα ήτανε αυτή
ποιός μοίραζε τήν «πίταν».
•••
Εκεί είς τό βουστάσιο
πού γλένταγαν οι νέοι
στήν εποχή του χάθηκαν
αμέτρητοι γενναίοι.
•••
Πολέμαγαν γιά λευτεριά
κι είχαν αξιοσύνη
μά τώρα τά ρεντίκουλα
πίναν τήν λησμοσύνη.
•••
Έφυγε ακροποδητί
τά βήματα χαθήκαν
καί ψύλλοι είς τά ώτα του
μπήκανε καί δέν βγήκαν.
•••
«Κάτι συνέβαινε εδώ»
ρωτιόταν καί ρωτιόταν
καί διά πρώτη του φορά
ένιωθε πώς φοβόταν.
•••
Τού φάνηκε η χώρα του
άλλου πλανήτη μέρος
καί από νιός πού πέθανε
ένιωθε τώρα γέρος.
•••
Όπου καί νά σταμάταγε
ψεύδος καί αδικία
τά πάντα μεταμόρφωναν
σέ μίσος καί κακία.
•••
Όπου καί νά ταξίδεψε
πάνω στό άλογό του
τά πάντα ήταν άγνωστα
μέχρι τόν εαυτό του.
•••
Μιά πάχνη δυσθεώρητη
εκάλυπτε τά πάντα
μέχρι πού τόν ξεκούφαινε
τού Δήμου κάποια μπάντα.
•••
Γραφεία, αυτοκίνητα
κότερα ώς καί βίλες
θρόιζαν στόν περίγυρο
–αυτός φορά αρβύλες.
•••
Άνθρωποι ξεπαγιάζανε
σέ χαλασμένα σπίτια.
Από τίς στέγες χάθηκαν
περιστερές, σπουργίτια.
•••
Είδε καί κάτι νεαρούς
μέ κράνη καί ασπίδες
νά δέρνουνε αλύπητα
τό μέλλον, τίς ελπίδες.
•••
Τότε κατάλαβε καλά
μέ όσα είδε ακόμα
πώς έδωσε τό αίμα του
γιά μιά Πατρίδα πτώμα.
•••
Καί γύρισε στόν τάφο του
χωρίς καμιά απορία.
Εκεί θά ζούσε μοναχός
τήν πλήρη ελευθερία.
…………………………………………….
Οι μόνοι πού ξέρουν, νοούν καί χαίρονται
τήν αλήθεια,
είναι καί θά είναι πάντα μόνον οι νεκροί.


Σχολιάστε εδώ