Να πληρώσουν την έκτακτη εισφορά οι εφοπλιστές αποφάσισε το Δικαστήριο

Το δικαστήριο έκρινε ότι η «έκτακτη εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης», που επιβλήθηκε στα κέρδη των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, εντάσσεται στα πλαίσια μιας σειράς δημοσιονομικών μέτρων, μεταξύ των οποίων είναι οι «έκτακτες εισφορές» που έλαβε ο νομοθέτης με τον νόμο αυτό (ν.3845/10) αλλά και προγενέστερους, για την ικανοποίηση των κριτηρίων δημοσιονομικής πειθαρχίας (μείωση του ελλείμματος και του χρέους), καθώς για λόγους μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους, δεν ενδεικνυόταν η προσφυγή του στον δημόσιο δανεισμό».

Το Εφετείο απέρριψε τις πρώτες τέσσερις προσφυγές, από τις οποίες πρόκειται να εισπράξει το Δημόσιο περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ, ενώ με το ίδιο σκεπτικό αναμένεται να απορριφθούν και όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις που αντιστοιχούν σε εισφορές πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, οι οποίες έχουν βεβαιωθεί από τον γενικό γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων και τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά.

Το σκεπτικό της απόφασης στηρίζεται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλουν τη συμβολή επιχειρήσεων με μεγάλη φοροδοτική ικανότητα. Γεγονός που δεν αποκλείει τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, παρά τις ιδιαίτερες φορολογικές απολαβές που προβλέπει γι’ αυτές το Σύνταγμα.

Χαρακτηριστικά οι αποφάσεις του Εφετείου αναφέρουν:

«Η επιβολή της εισφοράς αυτής συνιστά θέμα διάφορο του ρυθμιζόμενου από τις διατάξεις του ν.27/75 ιδιάζοντος συστήματος φορολόγησης των ελληνικών εμπορικών πλοίων, που, κατά το άρθρο 6 αυτού, υπολογίζεται επί τη βάσει της ηλικίας και της σε κόρους ολικής χωρητικότητος (gross) αυτών και, κατά το άρθρο 2, εξαντλεί κάθε υποχρέωση του πλοιοκτήτη καθώς και του μετόχου ή εταίρου ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας οιουδήποτε τύπου από τον φόρο εισοδήματος, καθ’ όσον αφορά τα κέρδη, τα οποία προκύπτουν από την εκμετάλλευση του πλοίου. Ούτε εξάλλου η επιβολή της ένδικης εισφοράς μπορεί να θεωρηθεί ως μη επιτρεπτή και αντικείμενη στην αυξημένη τυπική ισχύ που ο συντακτικός νομοθέτης προσέδωσε με το άρθρο 107 στις πιο πάνω διατάξεις του ν.27/1975 και του ν.δ/τος 2687/1953 και παρά το γεγονός ότι ουδόλως αμφισβητείται η σημαντική συμβολή των υπαγομένων στις πιο πάνω διατάξεις πλοιοκτητριών εταιρειών στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και στην προσέλκυση ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, εν όψει, προεχόντως, του σκοπού, που, όπως έγινε δεκτό, επιδιώκεται με αυτή (σ.σ.: την έκτακτη εισφορά), της αντιμετώπισης, δηλαδή, επείγουσας, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, δημοσιονομικής ανάγκης, δηλαδή μείζονος εθνικού συμφέροντος σκοπού, εκείνου της διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας. Τέλος, ούτε στο άρθρο 4 του Συντάγματος προσκρούει η επιβολή της ένδικης εισφοράς, γιατί εν όψει όσων έγιναν δεκτά παραπάνω, η επιλογή του νομοθέτη να την επιβάλλει σε όλες γενικά τις επιχειρήσεις με μεγάλη φοροδοτική ικανότητα, είναι συνταγματικά ανεκτή, διότι δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος».

Το δικαστήριο αναγνώρισε πως με τις φοροαπαλλαγές που έχουν θεσπισθεί υπέρ της ναυτιλίας «επιδιώχθηκε ιδιαίτερα να μην επιβαρυνθεί υπερβολικά το ελληνικό εμπορικό πλοίο, με σκοπό να διατηρηθεί το κόστος εκμετάλλευσης αυτού σε ανταγωνιστικό επίπεδο και να ενισχυθεί η εγγραφή στο ελληνικό νηολόγιο πλοίων που φέρουν ξένες σημαίες και ελέγχονται από Έλληνες για την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης του 1975 προσέδωσε αυξημένη τυπική ισχύ στις διατάξεις που αφορούν ακριβώς το ιδιάζον αυτό σύστημα φορολόγησης των ελληνικών εμπορικών πλοίων (άρθρο 107 § 1 εδ. β)».

Ωστόσο, λόγω της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δημοσιονομικών αναγκών της χώρας, το δικαστήριο έκρινε πως είναι συνταγματικά επιτρεπτή η επιβολή της εισφοράς σε επιχειρήσεις όπου «υπάρχει η σχετική φοροδοτική ικανότητα».


Σχολιάστε εδώ