Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Η χειμερινή θεατρική σεζόν «τω καιρώ εκείνω» τελείωνε ακριβώς την Κυριακή των Βαΐων, δηλαδή με την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος, τότε που η ζωή σοβάρευε, μια αδιόρατη πένθιμη ατμόσφαιρα κυριαρχούσε στην πόλη και οι κάθε λογής ψυχαγωγικές εκδηλώσεις αναστέλλονταν.
Τα θέατρα, όπως είπαμε, τερμάτιζαν τις παραστάσεις τους, οι καφετζήδες «κάρφωναν» τον ρήγα και απαγόρευαν τη χαρτοπαιξία κλειδώνοντας την τράπουλα, το πρόγραμμα του ραδιοφώνου έπαιζε κλασική μουσική που κάθε μέρα γινόταν και πιο… «βαριά» και οι κινηματογράφοι πρόβαλλαν κυρίως ταινίες με θέμα τους το θείο δράμα. Λέγεται πως τότε, στην Καλλιθέα, δύο πόντιες γιαγιάδες, η θεια Σουμέλα και η θεια Παρθένα, κανόνισαν να πάνε σινεμά να δούνε τα Πάθη του Χριστού. Η ταινία αυτή παιζόταν στο «Ετουάλ» ενώ στον άλλο κινηματογράφο, στο «Κρυστάλ», προβαλλόταν ένα ιταλικό νεορεαλιστικό με τον Αμεντέο Νατσάρι και την Υβόν Σανσόν, που ήταν πολύ της μόδας κι έτρεχε το δάκρυ κορόμηλο. Μπέρδεψαν τους κινηματογράφους οι γιαγιάδες και όταν άρχισε το έργο, αντί να δουν ρωμαίους λεγεωνάριους στον κήπο της Γεσθημανή, μαζί με τελώνες και φαρισαίους να τραβολογούνε τον Ιησού, είδαν ρωμαίους πλεημπόηδες με Alfa Romeo veloce στη Via Vittorio Veneto να σαλιαρίζουν με ξέφρενα γκομενάκια. Μη έχοντας καταλάβει το λάθος τους, προσπάθησαν οι καημενούλες να μπουν στην ατμόσφαιρα, αλλά κάτι δεν τους κολλούσε. Άρχισαν να δυσανασχετούν με τον Αμεντέο που δεν προχωρούσε στα θαύματα που ήξεραν, και που τόσο εναργώς είχε αναπτύξει από άμβωνος ο πάτερ Ευθύμιος, αλλά εμφανίζονταν όλο σε γκρο πλαν τα νταλαβέρια του Νατσάρι με τα γκομενάκια, που και νεκρούς ανασταίνανε. Μέχρι που ο πρωταγωνιστής ξεσάλωσε, όσο ξεσάλωμα δηλαδή επέτρεπε στην «οθόνη» η λογοκρισία εκείνης της εποχής, και τότε η Θεία Σουμέλα δεν άντεξε και ξέσπασε:- «Λέξον ρίζαμ’ Επήκεν ο Χριστόν τοιαύτας ντροπάς;». (Έκανε ο Χριστός τέτοιες ντροπές;) Η θεία Παρθένα, που ήταν συγκαταβατική, καθώς μια ζωή της έψηνε το ψάρι στα χείλη ο μακαρίτης ο Πρόδρομον, ο κύρης της, αποκρίθηκε:- «Ε, Αγούρπα ήτανε…» δηλαδή, αγόρι ήτανε. Αλλά η θεία Σουμέλα δεν ανεχόταν άλλο την προσβολή των όσιων και ιερών της και τραβώντας τη φίλη της από το μανίκι την πήρε και έφυγαν, λέγοντας εξαγριωμένη στην άψογη ποντιακή της διάλεκτο:- «Σουκ, σουκ Παρθένα… Πάμε να φύγουμε. Αυτός δεν είναι ο δικός μας ο Χριστός. Αυτός είναι Φράγκος γι’ αυτό και κουτούρντισε…». Μερικά θέατρα που διέκοπταν τη Μ. Εβδομάδα συνέχιζαν μετά το Πάσχα τις παραστάσεις τους σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδος, με πρώτη τη Θεσσαλονίκη, ενώ ταυτόχρονα, αμέσως μετά, με τις πρώτες μαγιάτικες ζέστες, άρχιζε η μεγάλη καλοκαιρινή θεατρική σεζόν που μεταμόρφωνε σε θεατρούπολη την Αθήνα. Δειλά δειλά στην αρχή, καθώς ο καιρός δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί και κάτι ξαφνικές ανοιξιάτικες μπόρες μούσκευαν όχι μόνον τις πολυθρόνες στις υπαίθριες πλατείες των θεάτρων, αλλά και πολλά εκτεθειμένα σκηνικά κατέστρεφαν, και ας μη μιλάμε το τι γινόταν με το υποβολείο. Σε μια τέτοια περίπτωση, με παράσταση αρχαίου δράματος στο Ηρώδειο, γνωστός και διάσημος για τα σαρδάμ του εκφωνητής, ενημέρωσε από ραδιοφώνου τους «αγαπητούς ακροατές πως λόγω της παραστάσεως αναβάλλεται η… καταιγίδα!» Τράβαγε τα μαλλιά του μ’ εκείνες τις μπόρες ο θεατρώνης με τα προπωλημένα και απούλητα εισιτήρια, διότι είχε προκαταβάλει τον «φόρο δημοσίων θεαμάτων» για όλα, αλλά η εφορία δεν αναγνώριζε τη ματαίωση της παραστάσεως λόγω «ανωτέρας βίας», και επιστροφή χρημάτων ή συμψηφισμός δεν προεβλέπετο. Εν πάσει περιπτώσει, το καλοκαίρι επέβαλε τους νόμους του και άρχιζε το μεγάλο θεατρικό πανηγύρι. Τα χρόνια εκείνα υπήρχε ένας άγραφος αλληλοσεβασμός ανάμεσα στον θεατή και τον ηθοποιό, ασχέτως εάν ο θεατής ανήκε στη κατηγορία της λαϊκής απογευματινής ή εάν ο θιασάρχης «αλίευσε» τον κομπάρσο από το στέκι των ηθοποιών στην Ομόνοια, το καφενείον «Το στέμμα».
Ο θεατής δεν πήγαινε στο θέατρο με σορτς και σαγιονάρες, αλλά ανεξαρτήτως θερμομέτρου η αμφίεσή του περιελάμβανε απαραιτήτως σακάκι και γραβάτα. Βέβαια, λίγο λίγο το πρωτόκολλο ατόνησε, η μόδα έγινε ανεκτική, αλλά πάντοτε όφειλες να είσαι ευπρεπώς ενδεδυμένος. Από την άλλη, ήταν αδιανόητο ν’ ακουσθούν από σκηνής βωμολοχίες ή και ολόκληρη η σεξολογία με μεταγλωττισμένη στην «μαλλιαρή» την ορολογία της. Βέβαια στις επιθεωρήσεις και τότε λέγονταν έξυπνα υπονοούμενα πάνω στο προαιώνιο θέμα της διαιώνισης του ανθρώπου και την πρακτική εφαρμογή του, υπονοούμενα που προκαλούσαν ένα ευχάριστο συναίσθημα στους θεατές, και που με τη σειρά τους τα μετάφεραν αλατισμένα στη παρέα τους καθώς οι βεγγέρες βρισκόταν στο φόρτε τους. Γεμάτη θεατρικές σκηνές ήταν η Αθήνα, που συγκέντρωναν απόγευμα και βράδυ πλήθος θεατών που έδιναν ζωή στην πόλη, αφού μετά τις παραστάσεις κατακλύζανε τα καφεζαχαροπλαστεία, τις ταβέρνες και τα καφενεία, όπως το «Βυζάντιο» στην Πλατεία Κολωνακίου με τον θρυλικό Μπάμπη το γκαρσόνι, το «Άττικα» στην Πλατεία Αμερικής, το «Σελέκτ», τη «Θράκα» και του «Φλόκα» στη Φωκίωνος Νέγρη και τον «Λέντζο» στο Παγκράτι, ενώ μεγάλο σουξέ είχε και το ιστορικό «Perfect» του Πανταζόπουλου στην Πλατεία Βικτωρίας με το ατέλειωτο χαζοξενύχτι, που δεν σου έκανε καρδιά να πας για ύπνο να σε φάνε τα κουνούπια…
Διάσπαρτα ήταν τα θέατρα στο κέντρο, όπως ας πούμε το «Ακροπόλ» στην οδό Ιπποκράτους, «ειδικευμένο» στις επιθεωρήσεις με τα φανταχτερά μπαλέτα, την έξυπνη πολιτική σάτιρα με ντουέτα ή σόλα καθιερωμένων ηθοποιών και το απαραίτητο ελαφρό τραγούδι, το σουξέ της ντιζέζ που θα το δημοσίευε το 16σέλιδο σε μικρό σχήμα «Μοντέρνο τραγούδι» και θα το «κάρφωνε» στα χείλη του κοσμάκη. Το διπλανό στο «Ακροπόλ» θέατρο Αργυροπούλου ή «Γκλόρια», ήταν χειμερινό και έτσι ο θίασος Αργυροπούλου μετακόμιζε τα καλοκαίρια στην οδό Νικοδήμου, παρά τη Φιλελλήνων, όπου συνέχιζε τις παραστάσεις του, ενώ κορυφαίο από τα καθαρώς θερινά ήταν το θέατρο «Σαμαρτζή», μέσα σε έναν καταπράσινο δροσερό κήπο όπου σήμερα βρίσκεται το τεράστιο κτίριο του ΟΣΕ και παρακάτω το συμπαθητικό θέατρο της Βέμπο. Φυσικά, στην περιοχή κυριαρχούσε και κυριαρχεί το… διαχρονικό «Περοκέ».
Όταν αργά τη νύχτα «έπεφτε η αυλαία» και σβήνανε τα «φώτα της ράμπας», όλοι οι θεατράνθρωποι, θεατρίνοι, συγγραφείς και λοιποί συντελεστές κατέληγαν στα ξενυχτάδικα, με πιο διάσημο το ξενοδοχείο «Άστρα», αλλά και σε ταβερνάκια που διανυκτέρευαν παρά τον Σταθμό Λαρίσης, όπου «έθαβαν» εαυτούς και αλλήλους και σκάρωναν φάρσες σε βάρος κάθε ευεπίφορου δέκτη του είδους.
Δεν ξέρει κανένας τι να πρωτοθυμηθεί από την αξέχαστη, σε όσους την έζησαν, εποχή. Θέατρα που δεν υπάρχουνε πια, έργα και ηθοποιούς που έγραψαν ιστορία, όπως και θεατρικά που ατύχησαν και παραστάσεις που αναβλήθηκαν λόγω «μη προσελεύσεως κοινού». Σχετική ήταν και η πικρόχολη ατάκα της Μαριάννας Άννινου που επιστρέφοντας από τη κηδεία ενός άσημου ηθοποιού, όταν ρωτήθηκε αν είχε κόσμο, αποκρίθηκε ξερά: -«Μπα. Παραλίγο να την αναβάλουνε…»
Χρειάζεται όμως να επανέλθουμε.