Παράδοση των «όπλων» στην Αλβανία

Στην απόλυτη παράδοση του πιο ισχυρού «όπλου» που διαθέτει η Ελλάδα έναντι της Αλβανίας, προκειμένου να εγγυηθεί την επιβίωση του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και να διασφαλίσει κρίσιμα εθνικά συμφέροντα, προχώρησε η ελληνική κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών Β. Βενιζέλου, αλλά και την ανοχή, αν όχι και έγκριση, του Αντ. Σαμαρά, ο οποίος μάλιστα είχε ταυτίσει την πολιτική πορεία και φυσιογνωμία του με το Βορειοηπειρωτικό.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε, από τους πρώτους, να εκφράσει την πολιτική στήριξή του στην πρόταση της Κομισιόν και του Επιτρόπου Φούλε για να αποφασισθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία, χωρίς κανέναν αστερίσκο, χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά στα θέματα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις αλλά και κρίσιμα ζητήματα ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων, λειτουργίας της Δημοκρατίας, διαφθοράς και εγκληματικότητας, που αποτελούν κρίσιμα θέματα για τις σχέσεις με την ΕΕ.

«…Η Ελλάδα έχει ήδη εκφρασθεί υπέρ της παροχής καθεστώτος υποψηφίου κράτους από τον Δεκέμβριο του 2013, όταν το θέμα συζητήθηκε για πρώτη φορά στο Συμβούλιο. Η Ελλάδα εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Αλβανία έχει παρουσιάσει σημαντικά απτά αποτελέσματα και έχει επιδείξει πολιτική βούληση να προωθήσει συγκεκριμένες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής της πορείας. Ως προεδρεύουσα του Συμβουλίου, η Ελλάδα θα επιδιώξει να επιτύχει τη συναίνεση των κρατών-μελών της ΕΕ για την απόδοση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Αλβανία, στο πλαίσιο του θεσμικού της ρόλου».

Αυτή δυστυχώς ήταν η επίσημη αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών, που ουσιαστικά ενταφιάζει την ελληνική πολιτική έναντι της Αλβανίας, καθώς -ούτε για να τηρηθούν τα προσχήματα- δεν υπάρχει η οποιαδήποτε αναφορά τουλάχιστον στα θέματα της μειονότητας, της Συμφωνίας για τα θαλάσσια σύνορα και για την εγκληματικότητα.

Η Ελλάδα έσπευσε να στρώσει το ευρωπαϊκό χαλί της Αλβανίας και να δεσμευθεί μάλιστα ότι θα πιέσει και τους εταίρους για να συμφωνήσουν στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σαν να ήταν το Λουξεμβούργο ή η Ιρλανδία.. Το ελληνικό ΥΠΕΞ προχώρησε σε αυτή την εντυπωσιακή παραχώρηση προς την Αλβανία χωρίς καν να αποσπάσει, έστω για τα μάτια του κόσμου, δέσμευση ότι θα εξετασθούν με θετική προδιάθεση τα ζητήματα που βαρύνουν τις διμερείς σχέσεις. Ας δούμε όμως τι ακριβώς έχει εισπράξει τα τελευταία χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική από τα Τίρανα… Με μια πρωτοφανή για τις διμερείς σχέσεις κινητοποίηση, τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Αλβανία έχει αναβαθμίσει σε βασικό θέμα της εθνικής εξωτερικής πολιτικής της το θέμα των Τσάμηδων, διεκδικώντας σε διακρατικό επίπεδο συμφωνία για επιστροφή περιουσιών και αποκατάσταση των απογόνων των Τσάμηδων. Στα Τίρανα, το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, το όποιο εκφράσθηκε με ιδιαίτερα ακραίο τρόπο κατά τους επισήμους εορτασμούς για την επέτειο ίδρυσης της Αλβανίας (που οι προκλήσεις Μπερίσα υποχρέωσαν τον τότε υπουργό Εξωτερικών Δ. Αβραμόπουλο να ματαιώσει τη συμμετοχή του στις εκδηλώσεις), παραμένει ζωντανό και με τη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Έντι Ράμα.

Η αλβανική κυβέρνηση, παρά τις επανειλημμένες -υποτίθεται- κατ’ ιδίαν δεσμεύσεις ότι θα επανεξετασθεί το θέμα της μονομερούς ακύρωσης της Συμφωνίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στις συνεχείς προσκλήσεις της Αθήνας, αλλά, αντιθέτως, ο συνομιλητής του κ. Βενιζέλου υπουργός Εξωτερικών της χώρας Ντιτμίρ Μπουσάτι ανακοίνωσε ότι στέλνει στον Εισαγγελέα τον φάκελο της Συμφωνίας, για να ασκηθούν ποινικές διώξεις εναντίον όσων προχώρησαν στην υπογραφή της…

Για τη μειονότητα, όπου για πρώτη φορά -από την εποχή ακόμη του κομμουνιστικού καθεστώτος- αποκλείστηκαν οι εκπρόσωποί της από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, υπάρχουν αρνητικά μηνύματα. Μετά τα γνωστά επεισόδια που είχαν στηθεί στην Πρεμετή με αφορμή την εκκλησία που διεκδίκησε ο δήμος της πόλης, την επιθετική πολιτική που ασκείται στα ελληνικής καταγωγής στελέχη της αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με πρώτο από όλους τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, το νέο αγλαό «κόλπο» στήνεται στη Χειμάρρα. Με τη νέα διοικητική διαίρεση που προωθείται, η Χειμάρρα συνενώνεται με γειτονικούς οικισμούς και χωριά με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασθενίσει ο ελληνικός – μειονοτικός χαρακτήρας της και με τη νέα σύνθεση του πληθυσμού της να μην είναι πια δυνατή η εκλογή δημάρχου ελληνικής καταγωγής εκεί. Όσο για το θέμα της εγκληματικότητας, ματαίως η Αθήνα πιέζει για τη μεγαλύτερη αστυνόμευση των συνόρων, ώστε να αντιμετωπισθεί η δράση εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται πια κυρίως στη διακίνηση ναρκωτικών, λαθραίων τσιγάρων, όπλων κ.λπ. Με τα Τίρανα φυσικά υπάρχει η προσδοκία ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει μια πραγματικά πολύ σημαντική συνεργασία, η οποία θα αποτελούσε σφήνα στην ΠΓΔΜ και τον Ν. Γκρούεφκσι. Όμως, προς το παρόν, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους ενδείξεις. Απλώς στο ΥΠΕΞ ίσως θεωρούν ότι η «ιδεολογική» συγγένεια με τον πρωθυπουργό Έντι Ράμα θα υπερισχύσει του αλβανικού εθνικισμού ή ότι τελικά μετά το Σκοπιανό είναι πολύ βαρύ για τους ώμους της ελληνικής διπλωματίας να σηκώσει και θέμα Αλβανίας στην Ευρώπη.

Και έτσι, εκτός του ότι υπάρχει ήδη εχθρική στάση σε κάθε κίνηση που ανοίγει σταδιακά τα ευρωπαϊκά σύνορα, μετά τους Βούλγαρους και τους Ρουμάνους και σε άλλους Βαλκάνιους, υπάρχει και η Τσεχία που απειλεί να βάλει βέτο στην Αλβανία, λόγω της αντιδικίας που υπάρχει μεταξύ της αλβανικής κυβέρνησης και της τσεχικής κρατικής εταιρείας ηλεκτρισμού CEZ. Και δυστυχώς η Τσεχία εμφανίσθηκε να διεκδικεί τον σεβασμό των (έστω και επιχειρηματικών) συμφερόντων της, σε αντίθεση με την Ελλάδα που εγκαταλείπει σημαντικά εθνικής σημασίας θέματα και απλώς ευλογεί τη διεκδικητική πολιτική του κυρίου Ράμα…

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ