Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Σε κάποιες βουλευτικές εκλογές, «αντικειμενικοί» σχολιογράφοι, αναλύοντας τα τελικά αποτελέσματα, αποπειράθηκαν με διάφορους αριθμητικούς ακροβατισμούς να αμφισβητήσουν τον ακριβή αριθμό ψήφων που έλαβε το Δημοκρατικόν Ριζοσπαστικόν Κόμμα του αείμνηστου Γεωργίου Παπανδρέου, εμφανίζοντάς το ως «ασήμαντη μειοψηφία», με την ελπίδα να του μειώσουν την όποια απήχηση είχε στον λαό, εγγράφοντας έτσι υποθήκη σε όφελος των αντιπάλων του στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που «οσμίζονταν» πως δεν θα αργούσε. Και εκείνος απλώς εδήλωσε, με ύφος περιφρονητικό:

«Η αλχημεία των αριθμών ανήκει στους ηττημένους!».

Κοίτα τι πήγα και θυμήθηκα τώρα, αν και στενός φίλος, που ενίοτε έχει εκλάμψεις μνήμης -και σπανιότατα λογικής-, ισχυρίζεται πως το γεγονός και η πατρότης της δηλώσεως ανήκουν στον εξίσου αείμνηστο Σπύρο Μαρκεζίνη και πως το κόμμα του, το Κόμμα των Προοδευτικών, που ίδρυσε όταν έγινε «μαλλιά κουβάρια» με τον Παπάγο, ήταν που είχαν στο στόχαστρο και που απέβλεπαν μονίμως να κουρσέψουν. «Ταύτα για την ιστορική ακρίβεια», είπε και πρόσθεσε τη συμβουλή ενός γέρου σοφού: «Μην τα ανακατεύεις, γιατί βρωμάνε».

Μέσα στον απόηχο της τελευταίας τριπλής εκλογικής αναμετρήσεως, όπου οι υποψήφιοι δήμαρχοι φάνταζαν ως «φτωχοί συγγενείς», μου χάρισαν ένα βιβλίο, έναν ογκωδέστατο τόμο τετρακοσίων και πλέον σελίδων με την «Ιστορία του Δήμου Αθηναίων», που συνέγραψε ο Δημήτριος Αλεξ. Γέροντας κατόπιν αναθέσεως από το Δημοτικό Συμβούλιο, επ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως εκατόν πενήντα χρόνων (1821-1971) από την Εθνεγερσία του 1821. Ο συγγραφέας, γόνος παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας, γεννηθείς και ανδρωθείς υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, γνήσιος «Γκάγκαρος» δηλαδή, κατέγραψε σε ένα άρτιο και λεπτομερές ημερολόγιο «τα έργα και τις ημέρες» των Δημάρχων Αθηναίων, από συστάσεως ελληνικού κράτους, διανθισμένο με στίχους του Γεωργίου Σουρή και με νοσταλγικά αποστάγματα ψυχής…

Πρόθεση του παρόντος σημειώματος δεν είναι μια όψιμη παρουσίαση του έργου, ούτε η εξιστόρηση «πεπραγμένων» αειμνήστων δημοτικών αρχόντων. Απλώς, επ’ ευκαιρία των ημερών, θα αποπειραθεί να αφηγηθεί με εύθυμο τρόπο κάποια περιστατικά από τα τότε συμβαίνοντα. Εξυπακούεται πως η διήγηση ουδεμία συγγένεια ή σχέση θα έχει με τη σοβαρότητα των σελίδων του βιβλίου και το περιστατικό θα περιγράφεται «με δικά μας λόγια», όπως μας δίδασκε στη δευτέρα δημοτικού η δασκάλα μας, η αείμνηστη κυρία Σταϊκίδου (Κυριακή των… αειμνήστων σήμερα).

Με την απελευθέρωση των Αθηνών από τον τουρκικό ζυγό και την ανακήρυξη της πόλεως σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, οι κάτοικοί της έπεσαν με τα μούτρα για να της ξαναδώσουν την παλιά της αίγλη. Παρά τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή που είχε υποστεί η Αθήνα από τον μακροχρόνιο αγώνα, τις μάχες, τις πολιορκίες της Ακροπόλεως και τα φοβερά αντίποινα των Τούρκων, για να τιμωρηθούν και να παραδειγματισθούν οι ασεβείς Έλληνες (αγύριστα κεφάλια αυτοί), καθώς του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει (πέραν ενός λογικού χρονικού διαστήματος), τελικά τα κατάφεραν. Το κύριο ζητούμενο τώρα ήταν να εξευρωπαϊσθεί η πρωτεύουσα, που με τα τζαμιά, τους μιναρέδες, τους τεκέδες και την υψηλή… οθωμανική αρχιτεκτονική που ξαπλώνονταν στο Ιερό πτολίεθρο της θεάς Αθηνάς, έδινε εικόνα τουρκόπολης. Ένας «τουρκομαχαλάς» που ήταν σαν να βγάζει περιπαικτικά τη γλώσσα στον Φειδία, τις Καρυάτιδες και στους αιώνες πολιτισμού.

Πολλά έγιναν μέσα σε σχετικά σύντομο χρόνο, μέρα με τη μέρα η Αθήνα ξαναγεννιόταν και έτσι έφθασε ο καιρός να προχωρήσουν και σε ένα ξεκαθάρισμα στα τοπωνύμια που δεν είχαν κομψή και ευγενική ονομασία. Βέβαια, ως ρίζα, πολλές τοποθεσίες διατηρούσαν παρεφθαρμένα τα αρχαϊκά τους ονόματα, υπήρχαν όμως και άλλα που τα καθιέρωσε η καθημερινότητα, καθώς ήσαν δηλωτικά εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων που αναπτύσσονταν στην περιοχή, π.χ., τα πιθαράδικα ή τα αμπατζήδικα. Δεν έλειπαν επίσης και αρκετά «χυδαΐζοντα» -άσεμνα, που λοιδορούσαν την ηθική (π.χ. «κερατόπυργος»)-, που ο αθυρόστομος χύδην όχλος επέβαλε με την απύλωτη γλώσσα του. Όλες αυτές τις απρέπειες κλήθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων να αποβάλλει για να αποκτήσουν όνομα «ανάλογον της φήμης, ας κέκτηνται αι Αθήναι». Προσήλθαν λοιπόν ντυμένοι «γκραν» οι δημοτικοί σύμβουλοι, με τις «βελάδες» τους, τις ζακέτες και τις ρεντιγκότες τους, βλοσυροί, γεμάτοι σοβαρότητα, όπως στην περίσταση αρμόζει, μια σοβαρότητα που υπογράμμιζε η σεβάσμια γενειάδα των ηλικιωμένων ή ένα υπογένειο (κοινώς μούσι) και «μπαμ τρελελελέ» που έτρεφαν οι νέοι κατά τον «συρμό» της εποχής, και… άρχεται η συνεδρίασις.

Τα χρόνια εκείνα κυριαρχούσαν οι λεγόμενοι «καλοί τρόποι» και ήταν αδιανόητη η χρήση -εν τη ρύμη του λόγου- χυδαίων λέξεων. Η φρασεολογία ήταν λεπτεπίλεπτη, με λέξεις δανεισμένες από ρομαντικούς συγγραφείς. Τώρα, όμως, οι καλοί τρόποι έπρεπε να μπούνε στην άκρη, μια και η δημοτική αρχή -εν τη ενασκήσει των καθηκόντων της- αναγκαζόταν να κατεβεί φραστικά σε επίπεδο καραγωγέα, διότι μεταξύ των υπό αλλαγή αθηναϊκών τοπωνυμίων που θα συζητούσαν, υπήρχε μια τοποθεσία στα δυτικά με το όνομα «Χεζολίθαρο». Ξερόβηξε ο κ. Δήμαρχος και βάζοντας σουρντίνα στη φωνή του, κάλεσε τον εξοχότατο πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου να αναγνώσει την «περί μετονομασίας εισηγητική έκθεση», αναπτύσσοντας στους κ. δημοτικούς συμβούλους τους λόγους «δι’ ους είναι επιβεβλημένη η αλλαγή ονομασίας». Αγνοούμε δυστυχώς τα πρακτικά εκείνης της συνεδριάσεως του ΔΣ. Ασφαλώς όμως θα αντιμετωπίσθηκαν ενστάσεις της αντιπολιτεύσεως, που ισχυρίζονταν πως ένα όνομα που καθιέρωσε με τη σοφία του ο κυρίαρχος λαός, δεν μπορούμε να το πετάξουμε στα σκουπίδια για να ικανοποιηθούν μερικοί σαλονάτοι λελέδες της Εσπερίας. Πρέπει να παρενέβησαν και οι μετριοπαθείς, που πρότειναν ότι απλώς αρκεί το «Χεζολίθαρο» να μεταγλωττισθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους, την καθαρεύουσα. Επικαλέστηκαν μάλιστα τους Βαυαρούς, που «με την απαράμιλλη γερμανική λογική τους», έχοντας στον νου το «Schwanstein», το λιθάρι του κύκνου δηλαδή, το μεταφράσανε σε ελεύθερη απόδοση γερμανικά «scheize stein» και ξεμπερδέψανε. Όλοι επικρότησαν τη λύση. Όπως παραδέχθηκε, όμως, ο κ. Δήμαρχος, πολλοί φιλόλογοι, γλωσσολόγοι, γλωσσοπλάστες, δημοσιογράφοι και αρκετοί άλλοι γραμματιζούμενοι (κατά σύμπτωση ψηφοφόροι του) προσπάθησαν να το εξευγενίσουν γλωσσικά, μεταφέροντάς το στην καθαρεύουσα, αλλά παραιτήθηκαν καθώς όλες οι προσαρμογές σε ευγενή γλώσσα ήσαν αδόκιμες Ήταν να φρίττεις. Διότι πώς μπορεί μια ιστορική περιοχή να αποκαλείται «Χεζολίθαρο»; Ανατριχιάζεις στη σκέψη πως ο αθηναίος λόγιος, τέκνον της πόλεως των Μουσών, θα άρχιζε την επιστολήν του προς τον εν Λειψία εκδότην του, γράφοντας στο άνω δεξιό μέρος του επιστολόχαρτου: «Εν Χεζολιθάρω τη…», με δύο υπογεγραμμένες μάλιστα, λόγω δοτικής.

Διακόπτοντας τη φανταστική περιγραφή της διαδικασίας, πηγαίνομε στο βιβλίο για να προσθέσομε ως επίλογο ότι εκείνη τη μέρα υπήρξε πράγματι συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τη μετονομασία τοπωνυμίων. Έτσι, το Χεζολίθαρο, με δόξα και τιμή, μετονομάσθηκε επισήμως σε «Ακαδημία Πλάτωνος», τα «Παντρεμενάδικα» έγιναν Αρδηττού, τα «Πιθαράδικα» μετονομάσθηκαν σε Πεδίον Άρεως, η… «Κασσίδα» σε Αχαρνών και πολλά άλλα ακόμη.


Σχολιάστε εδώ