Η «μπαμπούσκα» του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού

Όπως επεσήμανε εύστοχα, εδώ και έναν περίπου χρόνο, η γαλλική έγκυρη εφημερίδα «Le monde diplomatique», έχει διαμορφωθεί ένας κλειστός -αυτοαναπαραγόμενος- κύκλος που ασκεί, πέραν παντός ελέγχου, την οικονομική και πολιτική εξουσία.

Τον κλειστό αυτό κύκλο συγκροτούν τραπεζίτες, πολιτικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, εξειδικευμένοι «τεχνοκράτες», οι οποίοι εναλλάσσονται στις θέσεις εξουσίας: Τραπεζίτες γίνονται υπουργοί, πρώην υπουργοί μετατρέπονται σε τραπεζίτες, καθηγητές πανεπιστημίου τοποθετούνται σε κυβερνήσεις και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, νομιμοποιώντας με τα τυπικά επιστημονικά τους προσόντα καταστροφικές επιλογές εις βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας. Και το χειρότερο, ορισμένοι από αυτούς τους πανεπιστημιακούς είναι εκφραστές και υπάλληλοι στυγνών οικονομικών συμφερόντων, τις επιλογές των οποίων εμφανίζουν ως απόλυτα τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις.

Μέσα από αυτό τον στενό «κύκλο» επελέγη και ο κ. Γκ. Χαρδούβελης, για να αντικαταστήσει τον Γ. Στουρνάρα… Εάν δεν «προέκυπτε» ο κ. Χαρδούβελης, θα ήταν ένας άλλος στη θέση που θα είχε την ίδια «νοοτροπία», που θα ασπαζόταν τη νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία και θα αποτελούσε έναν ιδεότυπο ο οποίος θα έφερε την έγκριση, τη «σφραγίδα» του μνημονιακού δόγματος.

Όμως, ταυτόχρονα, το «σύστημα» πρέπει να προστατεύσει και να ανταμείψει «τα παιδιά του»… Θα πρέπει να δείξει στους «καινούργιους» ότι μπορούν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, να εφαρμόζουν τα καταστροφικά μέτρα και να αγνοούν πλήρως τις κοινωνικές αντιδράσεις.

Το σύστημα τους προστατεύει και τους επιβραβεύει ακόμα και με τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Άλλωστε ο διορισμός αποτυχημένων στη χώρα τους πολιτικών ή τραπεζιτών σε εξέχουσες θέσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αποτελεί μια κυρίαρχη πρακτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις οικονομικές δομές της Ευρωζώνης.

Η αποτυχία, η δουλοπρέπεια, η αναξιοπιστία και η αναξιοπρέπεια αποτελούν άλλωστε, στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας, το καλύτερο «διαβατήριο» για την επιτυχία…

Η εγχώρια δομή συμφερόντων διαμόρφωσε τον δικό της κύκλο «εκλεκτών» από τη δεκαετία του 1990. Ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» αποτέλεσε την πολιτικοϊδεολογική μήτρα, τον γενετήριο μηχανισμό μιας κλειστής ομάδας επιστημόνων / τεχνοκρατών / διαχειριστών, η οποία κυριαρχεί, κατ’ ουσίαν, μέχρι σήμερα.

Η αμφισβητούμενη μέχρι σήμερα εσπευσμένη είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ, η δημιουργική λογιστική μεταθέσεως των ελλειμμάτων -τα αποτελέσματα της οποίας πληρώνουμε στο πολλαπλάσιο-, η διαχείριση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η πιστωτική πολιτική των τραπεζών προς επιχειρήσεις και ιδιώτες, οι ιδιωτικοποιήσεις -στρατηγικής σημασίας- δημοσίων επιχειρήσεων, οι εργολαβίες και οι «προμήθειες», ακόμα και τα οικονομικά και κοινωνικά κακουργήματα που συντελέσθηκαν στα τέσσερα χρόνια των Μνημονίων, σχεδιάσθηκαν, προωθήθηκαν και υλοποιήθηκαν από την κλειστή κάστα των νεοφιλελεύθερων διαχειριστών / τεχνοκρατών.

Από την εποχή του «εκσυγχρονισμού» υπήρχαν οργανικές συνδέσεις της σημιτικής ομάδας των διαχειριστών με τη γερμανική πολιτικοοικονομική ελίτ. Ο Γ. Παπανδρέου, έχοντας προσχεδιάσει, πριν από τις εκλογές του 2009, την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και στα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα, όρισε έναν άγνωστο μεν ευρύτερα, αλλά απόλυτα πιστό στις αντιλήψεις της νεοφιλελεύθερης – εκσυγχρονιστικής σχολής, τον Γ. Παπακωνσταντίνου.

Έκτοτε, η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε είχαν στη διάθεσή τους τον «κατάλογο» του κύκλου των εκλεκτών διαχειριστών, τον οποίο ενεργοποιούσαν κατά περίπτωση: Λ. Παπαδήμος, Γ. Στουρνάρας, Γ. Γιαννίτσης, Β. Ράπανος (αυτός «έφυγε νωρίς» και σήμερα είναι πρόεδρος της Alpha Bank), Γ. Ζαννιάς, Π. Θωμόπουλος (πρόεδρος της Eurobank), Γκ. Χαρδούβελης και αρκετοί ακόμα.

Δεν έχουμε πρόθεση να αμφισβητήσουμε ούτε τις επιστημονικές ούτε τις επαγγελματικές ικανότητες των προσώπων αυτών. Όμως, το γεγονός ότι έχει συγκροτηθεί μια υπερ-δομή πάνω και πέρα από κυβερνήσεις, κόμματα και δημοκρατικούς θεσμούς και αυτή η υπερ-δομή (προσώπων και αντιλήψεων) χρησιμοποιείται ως «εργαλείο» ελέγχου της χώρας και ως μέσο επιβολής των βουλήσεων και των συμφερόντων εξωγενών κέντρων και μηχανισμών, αποτελεί ένα απαράδεκτο καθεστώς, ένα όνειδος για τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της.

Η σημερινή κυβερνητική σύμπραξη, γνωρίζοντας ότι διανύει το «πράσινο μίλι» που οδηγεί στην τελική της πτώση, επιδιώκει να θέσει σε βασικούς τομείς όπου λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις πρόσωπα του ελεγχόμενου αυτού μηχανισμού. Στόχος η παρεμπόδιση μιας μελλοντικής προοδευτικής κυβέρνησης να λειτουργήσει αυτόνομα και να διαπραγματευθεί με βάση τις επιλογές της.

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τα συστημικά / μνημονιακά συμφέροντα θα μπορούσαν να ακυρώσουν ή να απομειώσουν την πορεία μιας δυναμικής εναλλακτικής λύσης και να ενσωματώσουν σταδιακά, και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο, την ιστορικά διαμορφούμενη δυναμική της αντιπαράθεσης και ρήξης με τη σήμερα ασκούμενη στρατηγική.

Αυτή η δομή των τεχνοκρατών – διαχειριστών έχει αποκτήσει, στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, μια πλήρη σχεδόν αυτονομία και κινείται πάνω από τις τρέχουσες εξελίξεις, διεκδικώντας έναν ρόλο υπερ-ιστορικού χαρακτήρα.

Αναδύθηκε και συγκροτήθηκε στη χώρα μας τη δεκαετία του 1990 και διαχειρίζεται μέχρι σήμερα καίρια προβλήματα, με θριαμβευτική κορύφωση της ισχύος της την τελευταία τετραετία των Μνημονίων.

Το αν θα έχει μέλλον αυτή η δομή εξαρτάται από το μέλλον της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών θεσμών. Όμως, σε παρόμοιας σημασίας επιλογές, οι αποφάσεις και οι ευθύνες είναι δικές μας…


Σχολιάστε εδώ