Η Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ – Μπορεί η Ευρωβουλή να συμβάλει στην τροποποίησή της;
Η εισροή παράνομων μεταναστών από χώρες της Αφρικής, της Μ. Ανατολής και της Ασίας με προορισμό την Ευρωπαϊκή Ένωση συμπίπτει χρονικά με την παγκοσμιοποίηση που επικράτησε ως σύστημα ευθύς μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Συνθήκης είναι η ανθρωπιστική μεταχείριση των παράνομων μεταναστών με πρόνοιες όπως η ύπαρξη κέντρων υποδοχής, η χορήγηση προσωρινών αδειών παραμονής και ασύλου. Πολλά από τα μέτρα θεωρούνται ότι ενθαρρύνουν την παράνομη μετανάστευση που συντελείται μέσω των χωρών εισόδου, που είναι, κυρίως, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. Η έλλειψη, εξάλλου, πρόνοιας αποτελεσματικών μέτρων αποτροπής ενισχύει τις υποψίες όσων υποστηρίζουν ότι η Συνθήκη υποκρύπτει και σκοπιμότητες εφαρμογής, στην πράξη, των εννοιών της παγκοσμιοποίησης και πολυπολιτισμικότητας. Τα τραγικά περιστατικά με τον πνιγμό εκατοντάδων παράνομων μεταναστών στη Λαμπεντούζα, ανοικτά της Χίου και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου αποδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα της Συνθήκης. Ατυχώς η Δουβλίνο ΙΙ υπεγράφη επί ελληνικής προεδρίας το 2003, επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον Γ. Α. Παπανδρέου, αμφοτέρων ενθέρμων υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί η Δουβλίνο ΙΙ να τροποποιηθεί ή ακόμα και να καταργηθεί; Θεωρητικά ναι. Στην πράξη όμως θα συναντούσε πολύ μεγάλες δυσκολίες. Για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής συνθήκης ή την τροποποίησή της απαιτείται η συναίνεση όλων των κρατών-μελών. Οι χώρες που ευεργετούνται από τις προβλέψεις της Δουβλίνο ΙΙ είναι οι πλούσιες βιομηχανικές του Βορρά. Απρόθυμες να απολέσουν τα πλεονεκτήματα που η παρούσα Συνθήκη τούς εξασφαλίζει, αφού το κύριο βάρος επωμίζονται οι χώρες εισόδου. Στην περίπτωση ισχύει το γνωστό: «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι λιγότερο εκτεθειμένες ασπάζονται το Μακιαβελικό: «Μη θίγετε τα κακώς κείμενα». Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε πρωτοβουλία δεν αρκεί να προσέλθει μόνο από μία χώρα-μέλος, αλλά από ομάδα κρατών και να συνοδεύεται από ισχυρή πολιτική βούληση, ακόμη και με την απειλή αναστολής εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης. Ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί ασφαλώς να αναληφθεί μονομερώς από την Ελλάδα. Η τρέχουσα ελληνική προεδρία ανάλωσε τις προσπάθειές της -χωρίς, μέχρι στιγμής, απτά αποτελέσματα- για τον θαλάσσιο έλεγχο των σημείων εισόδου των παράνομων μεταναστών. Όλοι συμμερίζονται την ανάγκη, αλλά είναι απρόθυμοι να αναλάβουν το υψηλό κόστος. Θα επιμείνει η επόμενη ιταλική προεδρία υπό το φως και των πρόσφατων τραγικών ναυαγίων πλησίον της νήσου Λαμπεντούζα; Μπορεί να συμβάλει η Ευρωβουλή σε μια πρωτοβουλία τροποποίησης της Δουβλίνο ΙΙ προς το δικαιότερο; Ως γνωστόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν κέκτηται θεσμική αρμοδιότητα για θέσπιση ευρωπαϊκών συνθηκών ή τροποποίηση αυτών. Ωστόσο, αποτελεί ένα θεσμικό φόρουμ προς συζήτηση και προβληματισμό παντός θέματος που άπτεται των συμφερόντων και της ασφάλειας των λαών των χωρών-μελών. Μπορεί να ασκήσει πιέσεις προς τις κυβερνήσεις για μια δικαιότερη κατανομή των ευθυνών για την αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης, με τροποποίηση μιας ατελέσφορης και ετεροβαρούς συνθήκης. Η δυναμική που σημειώνεται σε κάθε αλλαγή και ανανέωση του Ευρωκοινοβουλίου ευνοεί την έγερση του θέματος. Μια κυνική αντίληψη όπως το «μακάριοι οι κατέχοντες» δεν συνάδει με την έννοια της αλληλεγγύης. Στο νέο Ευρωκοινοβούλιο παρέχεται μια καλή ευκαιρία να αποδείξει ότι εκφράζει τα συμφέροντα των λαών Βορρά και Νότου.