Πολιτική αυτοαφοπλισμού της χώρας τη στιγμή που διακυβεύεται το θέμα της ΑΟΖ
Tο αδυσώπητο αυτό ερώτημα τίθεται από τις νέες περικοπές αμυντικών δαπανών που αφορούν την περίοδο 2014-2018. Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, που έγινε αντικείμενο διαπραγματεύσεως με την «τρόικα», οι προβλεπόμενες δαπάνες μειώνονται σε δραματικά επίπεδα.
Συγκεκριμένα, για το τρέχον έτος προβλέπονται 533 εκατ. ευρώ, για το επόμενο έτος 700 εκατ., για το 2016, 598 εκατ., για το 2017, 497 εκατ. και για το 2018, 500 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά με δυσκολία καλύπτουν τις λειτουργικές δαπάνες και δεν αφήνουν περιθώριο νέων προμηθειών για την κάλυψη μεγάλων και κρισιμότατων κενών που υπάρχουν, ιδιαίτερα στον αεροναυτικό τομέα.
Η μόνη θετική εξέλιξη στο σημερινό σκηνικό είναι η συμφωνία για την ολοκλήρωση των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν μπορεί όμως και στην περίπτωση αυτή να μην παρατηρήσει κανείς ότι χρειάσθηκαν τόσα χρόνια για να απεγκλωβισθούν τα υποβρύχια, που τα έχει τόσο μεγάλη ανάγκη το Πολεμικό Ναυτικό και να τα παραλάβει τελικά όταν και η Τουρκική πλευρά θ’ αρχίσει να παραλαμβάνει τα έξι δικά της υποβρύχια του ιδίου τύπου.
Η Τουρκία έχει κάνει όμως παραλλήλως μεγάλα άλματα στον εκσυγχρονισμό των φρεγατών της, στην κατασκευή κορβετών και περιπολικών ανοικτής θαλάσσης. Έχει αναπτύξει στα παράλιά της σύστημα θαλάσσιας επιτηρήσεως και έχει κατασκευάσει πλήθος σύγχρονων αποβατικών σκαφών. Έχει επίσης αγοράσει μεγάλο αριθμό ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας ενώ προμηθεύεται από τις ΗΠΑ υπερσύγχρονες τορπίλες υποβρυχίων.
Η Ελλάδα υστερεί στον εκσυγχρονισμό των φρεγατών της και έχει μείνει χωρίς αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας. Είχε εξαγγελθεί, πριν από δύο χρόνια, ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία με τη Γαλλία για την προμήθεια, ως προσωρινή λύση, με τη μέθοδο leasing, δύο φρεγατών τύπου Fremm και τεσσάρων Γαλλικών αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν η συμφωνία αυτή προχωρεί και πότε οι δύο αυτές φρεγάτες και τα τέσσερα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας θα έρθουν στην Ελλάδα. Η μέθοδος leasing (ενοικιαγοράς) έχει το πλεονέκτημα ότι μεταθέτει στο μέλλον την αποπληρωμή των προμηθευομένων οπλικών συστημάτων και παρέχει μια διέξοδο στη σημερινή οικονομική ασφυξία που αντιμετωπίζει η χώρα. Η παράταση πληρωμών έχει, ασφαλώς, κόστος. Εάν δεν υπάρχει όμως άλλη λύση, είναι ευκταία γιατί βοηθά ν’ αντιμετωπισθούν τα πολύ επείγοντα αμυντικά προβλήματα.
Το θλιβερό στην περίπτωση των ναυτικών εξοπλισμών είναι η ολέθρια διαχείριση της ναυπηγικής βιομηχανίας της χώρας. Η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του κόσμου και μια χώρα που ο μισός σχεδόν εθνικός της χώρος αποτελείται από νησιά, δεν έχει σήμερα ναυπηγική βιομηχανία και δεν μπορεί από μόνη της να καλύψει τις ανάγκες της σε πολεμικά σκάφη.
Εάν μάλιστα αναρωτηθεί κανείς σε ποια συγκυρία συμβαίνει αυτό και αναλογισθεί τους κινδύνους που απορρέουν από μια τέτοια κατάσταση, τότε η θλίψη και η οργή είναι ακόμη πολύ μεγαλύτερη. Το ναυάγιο και η εγκατάλειψη της ναυπηγικής βιομηχανίας γίνεται όταν διακυβεύεται το μέγα θέμα της ΑΟΖ και όταν εκδηλώνονται απροκάλυπτα οι Τουρκικές επιβουλές και προκλήσεις στο Αιγαίο. Ποιος θα εμποδίσει την Άγκυρα να προβεί σε τετελεσμένα γεγονότα, σε μια κατάλληλη ευκαιρία, εάν δεν υπάρχει από την άλλη πλευρά το αναγκαίο αντίπαλον δέος;
Η Ελλάδα πρέπει να αντιταχθεί δυναμικά στη χρεοκοπημένη και σε ορισμένες περιπτώσεις ύποπτη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που καταδικάζει κυριολεκτικά τη βιωσιμότητα των ναυπηγείων της χώρας, προτάσσοντας τις γνωστές αρχές του περιβόητου «ελεύθερου ανταγωνισμού»! Πρέπει επίσης ν’ αντιμετωπίσει αποφασιστικά αθέμιτες και ετεροβαρείς συμβάσεις και σκάνδαλα με στόχο να γίνει μια νέα αρχή και να αναγεννηθεί, πάνω σε νέες βάσεις, η Ελληνική ναυπηγική βιομηχανία.
Ανάλογη είναι και η κατάσταση που αφορά την Πολεμική Αεροπορία. Οι Έλληνες αεροπόροι έχουν αποδείξει επανειλημμένα σε διεθνείς συναντήσεις και ασκήσεις ότι βρίσκονται μεταξύ των πρώτων στην παγκόσμια κατάταξη. Η κατάσταση αυτή προέκυψε από σκληρή εκπαίδευση και την άριστη αξιοποίηση των διατεθειμένων αεροπορικών μέσων.
Χρειάζεται όμως η Ελληνική Αεροπορία, όσο δύσκολη και αν είναι η σημερινή κατάσταση, να διατηρήσει αφ’ ενός τα υψηλά επίπεδα εκπαιδεύσεως και να παρακολουθήσει αφ’ ετέρου τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Η Αεροπορία έχει επείγουσα ανάγκη από νέο εκπαιδευτικό αεροσκάφος. Από νέο μαχητικό και άλλα μέσα για ν’ αντιμετωπίσει το αεροσκάφος πέμπτης τεχνολογικής γενεάς F35, που θ’ αρχίσει προσεχώς να παραλαμβάνει η Τουρκία. Έχει ανάγκη από νέους ηλεκτρονικούς εξοπλισμούς και συστήματα, από σύγχρονα ραντάρ AESA, ραντάρ εδάφους και εκσυγχρονισμό και ενίσχυση της αντιαεροπορικής της άμυνας. Έχει ανάγκη από εκσυγχρονισμό των μαχητικών ελικοπτέρων της και αντικατάσταση και ενίσχυση του στόλου των μεταφορικών της ελικοπτέρων.
Οι ανάγκες είναι τεράστιες σε όλους τους τομείς. Ο στρατός ξηράς, μετά τη ματαίωση της αγοράς των δοκιμασμένων Ρωσικών Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μάχης (ΤΟΜΑ) BMP3, μένει ακάλυπτος από ένα αξιόμαχο ΤΟΜΑ, που είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στο άρμα. Η εκπληκτική πρόοδος της Τουρκικής βιομηχανίας στην κατασκευή κάθε είδους πυραύλων, μικρού και μεγάλου βεληνεκούς, όπως επίσης η αναμενόμενη παραλαβή από τον Τουρκικό στρατό του Τουρκικής κατασκευής άρματος τύπου Altay, θέτουν νέες προκλήσεις στην Ελληνική άμυνα και αποτροπή, που δεν μπορούν και δεν πρέπει ν’ αγνοηθούν.
Ο τομέας των εξοπλισμών έγινε κατά την προηγούμενη περίοδο προνομιακό πεδίο σκανδάλων και διαφθοράς. Η θλιβερή αυτή επίδοση των ιθυνόντων δυσφήμισε τις αμυντικές δαπάνες, που αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και καχυποψία, ιδίως σε μια περίοδο τραγικής οικονομικής καταστάσεως. Οι κίνδυνοι όμως είναι προφανείς και άμεσοι. Τα μεγάλα εθνικά θέματα της χώρας διακυβεύονται σήμερα που η Ελλάδα είναι σε θέση αδυναμίας και χειραγωγείται επιπλέον από την «τρόικα» και τους υποβολείς της. Η διαφύλαξη μιας αποτελεσματικής αποτροπής είναι αναπόσπαστο μέρος της γενικότερης αντιστάσεως και του αγώνα που διεξάγει η χώρα για την παλινόρθωσή της και το εθνικό της μέλλον.