Βία εναντίον αμάχων χωρίς τέλος

Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις μπροστά από τον αριθμό των θυμάτων, έτσι όπως αυτός αναφέρεται στα έγγραφα του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, με βάση τις πληροφορίες της εποχής, πρέπει να μπαίνει η λέξη «τουλάχιστον».

Οι πέντε αυτοί μαρτυρικοί τόποι -Κλεισούρα, Πύργοι, Μεσόβουνο, Αγρίνιο, Καρακόλιθος- δεσπόζουν ως τόποι θυσίας τον Απρίλιο του τελευταίου έτους της Κατοχής, ενώ τον ίδιο μήνα διαπράττονται από μονάδες της Βέρμαχτ στις περιοχές της Λακωνίας και της Λάρισας, στον Μαραθώνα, την Αράχωβα, το Λιτόχωρο και αλλού παρόμοια στη λογική, αλλά με μικρότερο αριθμό θυμάτων εγκλήματα πολέμου.

Τα αιματηρά συμβάντα στη Μακεδονία είναι απόρροια του κύκλου αίματος ενός «τετραγώνου» ενόπλων δυνάμεων που δρουν στην περιοχή: Μονάδων της Βέρμαχτ, ένοπλων σωμάτων του συνεργαζόμενου με τη Βέρμαχτ κομιτατζή Κάλτσεφ ως εκφραστή της φιλογερμανικής μερίδας των Σλαβομακεδόνων (που στα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία ονομάζονται γενικώς «Βούλγαροι»), των εθνικιστικών μονάδων του συνταγματάρχη Πούλου, που επίσης συνεργάζονται με τη Βέρμαχτ, και των ποντίων οπλαρχηγών στην περιοχή που για άλλους λόγους υποστηρίζονται από τους Γερμανούς και των τμημάτων του ΕΛΑΣ στα οποία υπάγονται και τα τμήματα των ενόπλων φιλοτιτοϊκών Σλαβομακεδόνων. Σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία πίσω από κάθε καταστροφή χωριών και εκτέλεση αμάχων βρίσκονται, εκτός από την πάγια τακτική αντιποίνων της γερμανικής κατοχικής δύναμης, και δύο μικροί εμφύλιοι που μαίνονται στην περιοχή πολύ πριν αρχίσει ο κανονικός εμφύλιος: Ο ένας με τους κομιτατζήδες του Κάλτσεφ εναντίον των ποντίων οπλαρχηγών και του ΕΛΑΣ και ο δεύτερος μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ελληνικών εθνικιστικών τμημάτων (ΕΕΣ, ΠΑΟ).

Το έγκλημα…

Η καταστροφή της Κλεισούρας με τους τουλάχιστον 240 εκτελεσμένους αμάχους κατοίκους της το απόγευμα της 5.4.1944 ήρθε ως κίνηση αντιποίνων που διέταξε ο διοικητής του 7ου Συντάγματος της Αστυνομικής Μεραρχίας Τεθωρακισμένων των SS -μιας στρατιωτικής μονάδας των SS με πολύ αιματηρό παρελθόν από το ανατολικό μέτωπο- Καρλ Σίμερς ύστερα από συμπλοκή ομάδας του ΕΛΑΣ υπό τον Αλέξανδρο Ρόσιο (Υψηλάντη) που προηγήθηκε όταν το πρωινό της ίδιας μέρας στη θέση Νταούλι, έξω από την Κλεισούρα, σκοτώθηκαν σε ενέδρα τρεις γερμανοί στρατιώτες που αποτελούσαν την προπομπή μιας μικρής φάλαγγας αυτοκινήτων προερχόμενων από το Αμύνταιο με κατεύθυνση την Πτολεμαΐδα. Η αντίδραση του Σίμερς ήταν άμεση. Την ίδια μέρα τμήμα του συντάγματος πήρε εντολή να καταστρέψει την Κλεισούρα και να εξοντώσει τους κατοίκους της. Ο ίδιος πρέπει να ήταν παρών στην εφαρμογή των αντιποίνων.

Οι εκτελέσεις των αμάχων και οι πυρπολήσεις των χωριών Πύργοι (Κατράνιτσα) και Μεσόβουνο, στα δυτικά του Βερμίου. έγιναν στα πλαίσια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην περιοχή, ενώ ρόλο φαίνεται να έπαιξε και η «προϊστορία» ένοπλης βίας μεταξύ χωριών της ίδιας περιοχής που ήταν ενταγμένα σε ιδεολογικά αντίθετες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους ένοπλες ομάδες στο παραπάνω «τετράγωνο» των ένοπλων σχηματισμών.

Στις 14.12.1945 ο Λεων. Ξυνόπουλος, κάτοικος Αγρινίου, καταθέτει στις ελληνικές αρχές στα πλαίσια της εξιχνίασης εκ μέρους του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου των εγκλημάτων γερμανών υπηκόων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ότι οι γερμανικές αρχές της πόλης στις 12.4.1945 μετέφεραν από τις φυλακές Αγρινίου στο προαύλιο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας 87 κρατούμενους πολίτες και τους εκτέλεσαν. Τα ίδια περίπου καταθέτει στις 19.12.45 και ο ανθυπασπιστής της ελληνικής χωροφυλακής εκείνη την εποχή στην πόλη του Αγρινίου Νικόλαος Κωσταράς, σημειώνοντας ότι ο αρχικός αριθμός των προς εκτέλεση ομήρων με βάση τη διαταγή του υποστρατήγου Λούντβιγκερ ήταν 120, αλλά την τελευταία στιγμή μειώθηκε στους 87 μετά από παρέμβαση των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Στις 25.4.1944, σύμφωνα με όσα κατέθεσε στις 7.8.1945 ενώπιον των ελληνικών αρχών ο δικηγόρος της Λιβαδειάς και διερμηνέας των ελληνικών αρχών της πόλης στις επαφές τους με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής Παναγής Καραμερτζάνης, διενεργήθηκε σαμποτάζ από ομάδα του ΕΛΑΣ στον δρόμο Λιβαδειάς – Αράχωβας στο οποίο έχασαν τη ζωή τους δύο γερμανοί αξιωματικοί, ενώ ένας τρίτος και τέσσερις στρατιώτες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Τις επόμενες μέρες (26-27.4.) οι γερμανικές αρχές οδηγούν 110 κρατούμενους ομήρους από τις φυλακές Λειβαδιάς στον τόπο του σαμποτάζ (Καρακόλιθος) και τους εκτελούν. Σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, δέκα όμηροι είχαν χάσει με τον ίδιο τρόπο τη ζωή τους κοντά στην Αράχωβα στις αρχές του ίδιου μήνα, όταν γερμανικό αυτοκίνητο είχε πέσει νωρίτερα σε ανταρτική ενέδρα.

… και το σκάνδαλο

Ο κύριος υπεύθυνος της σφαγής της Κλεισούρας, ο 39χρονος τότε συνταγματάρχης των μάχιμων SS Καρλ Σίμερς, δεν ζούσε όταν η γερμανική δικαιοσύνη ξεκινούσε τις ανακρίσεις για το έγκλημα της Κλεισούρας. Τον πρόλαβε η «θεία δίκη», όταν στις 18.8.1944, λίγο έξω από την Άρτα όπου κινούνταν με το στρατιωτικό του όχημα με κατεύθυνση τα Ιωάννινα προκειμένου να συντονίσει τη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον των δυνάμεων του Ζέρβα στην Ήπειρο -μια επιχείρηση που διακόπηκε πριν καν αρχίσει να εκδηλώνεται λόγω της ανατροπής του φιλοναζιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία και της εντολής για ριζική αναδιάταξη των δυνάμεων της Βέρμαχτ στον ελληνικό χώρο-, έχασε τη ζωή του από έκρηξη νάρκης και την ανατροπή του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε.

Η υπόθεση της Κλεισούρας, την οποία επέκρινε ως προβληματική από στρατιωτικής πλευράς -εννοείται ότι η ηθική της πτυχή τον άφηνε παγερά αδιάφορο- ακόμη και ο γερμανός πληρεξούσιος για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη Χέρμαν Νόυμπαχερ συγκαλύφθηκε δύο φορές. Την πρώτη φορά οι προϊστάμενοι του Σίμερς στη Θεσσαλονίκη (δηλαδή στην ουσία ο Αλεξάντερ Λερ, διοικητής της Ομάδας Στρατού Ε μέσω μιας εικονικής έρευνας που φρόντισε να διενεργηθεί) κάλυψαν πλήρως τον διοικητή του 7ου Συντάγματος στα πλαίσια της εσωτερικής πειθαρχικής έρευνας που είχε διαταχθεί, με το επιχείρημα ότι η καταστροφή της Κλεισούρας δεν είχε σχέση με εφαρμογή αντιποίνων, αλλά με πολεμικές δραστηριότητες, ενώ τα θύματα συνιστούσαν απλώς παράπλευρες απώλειες. Τη δεύτερη φορά, η Εισαγγελία της Στουτγάρδης που είχε αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης με απόφασή της στις 1.3.1962 σταμάτησε την ανακριτική διαδικασία, καθώς δεν βρήκε κάτι μεμπτό από δικαστικής πλευράς στις ενέργειες των κατηγορουμένων, ώστε να απαγγείλει κατηγορία στους επιζώντες δράστες της σφαγής.

Το ίδιο συνέβη και με τις περιπτώσεις των Πύργων και του Μεσόβουνου, το τελευταίο χωριό, μάλιστα, που υπέστη όχι μία αλλά τρεις φορές αντίποινα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ούτε καν αναφέρεται στις έρευνες της γερμανικής δικαιοσύνης. Ούτε η Εισαγγελία του Κόμπλενς, ούτε εκείνη του Μονάχου και του Αμβούργου διέκριναν στις ανακρίσεις που διενήργησαν για τις σφαγές αυτές πράξεις που να πληρούν τα κριτήρια της δολοφονίας, οπότε όλοι οι ύποπτοι αθωώθηκαν πριν καν τους απαγγελθούν κατηγορίες. Η υπόθεση τέθηκε και στις τρεις περιπτώσεις στο αρχείο λόγω αμφιβολιών.

Οι εκτελέσεις των αμάχων στο Αγρίνιο τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 αποτελούσαν τα αντίποινα της Βέρμαχτ σε δολιοφθορά από μονάδες του ΕΛΑΣ της περιοχής που έγινε στις 9.4.1944 εναντίον διερχόμενης αμαξοστοιχίας μεταξύ των χωριών Σταμνά και Αγγελόκαμπος, με θύματα γερμανούς στρατιώτες και άλλους επιβάτες της αμαξοστοιχίας. Στις 12.9.1952 ο επικεφαλής του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης απευθύνει έγγραφο προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Βόννης ζητώντας της να προχωρήσει σε δίωξη κατά τεσσάρων προσώπων -του στρατηγού Λούντβιγκερ, διοικητή της 104 Μεραρχίας Καταδρομών με έδρα το Αγρίνιο, του Καρλ Ρίτερ, υποστράτηγου των SS, του Βάλτερ Σιμάνα, ανώτερου διοικητή της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Ασφαλείας στην Ελλάδα, καθώς και του Χάιντς Μπάουμαν, ανθυπολοχαγού των SS- οι οποίοι με βάση τα ελληνικά στοιχεία κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου. Η αντίδραση της γερμανικής δικαιοσύνης στο αίτημα του Τούση εκδηλώθηκε έξι χρόνια μετά και η τελική της απάντηση ήρθε δέκα χρόνια αργότερα. Στις 27.4.1962 ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του Μπόχουμ θα σταματήσει την προανακριτική διαδικασία με το αιτιολογικό ότι ο Ρίτερ δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί, ο Λούντβιγκερ είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και είχε εκτελεστεί μετά τον πόλεμο στο Βελιγράδι και δεν ζούσε πια, ο Σιμάνα είχε πεθάνει (αυτοκτονήσει) στις 12.9.1948 και ο μόνος επιζών από τους κατηγορουμένους, ο αστυνομικός επιθεωρητής -πλέον- Χάινριχ Μπάουμαν θεωρήθηκε ότι δεν συμμετείχε με κάποιον τρόπο στο έγκλημα, παρά τις αντίθετες καταθέσεις των ελλήνων μαρτύρων. Με βάση την πρακτική των γερμανών ανακριτών για τις υποθέσεις εγκληματιών πολέμου, ακόμη και αν ο Μπάουμαν είχε παραδεχθεί ότι ήταν παρών στις εκτελέσεις και ότι είχε μεταφέρει την εντολή της εκτέλεσης ως σύνδεσμος αξιωματικός που ήταν, δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να δικαστεί.

Ο ανακριτής πάλι θα σταματούσε τη διαδικασία ισχυριζόμενος, όπως όλοι οι συνάδελφοί του σε παρόμοιες περιπτώσεις, ότι η εκτέλεση ήταν νόμιμη, ο θάνατος δεν ήταν επώδυνος και ότι τα κίνητρα των εκτελεστών δεν ήταν ταπεινά…

Τέλος, για την περίπτωση του Καρακόλιθου και όλων των άλλων εγκλημάτων που διεπράχθησαν στην περιοχή της Λιβαδειάς τον ίδιο μήνα ουδείς δικάστηκε: Όλες οι εκτελέσεις ήταν και εκεί νόμιμες -στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνον ανθρωποκτονίες, οι οποίες όμως, ως αντίποινα, ήταν νόμιμες και στο κάτω κάτω είχαν ήδη παραγραφεί…

Κλεισούρα, Πύργοι, Μεσόβουνο, Αγρίνιο, Καρακόλιθος και όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα πολέμου του Απριλίου 1944 που ερευνήθηκαν από τη γερμανική δικαιοσύνη, η οποία μετά το 1959 ανέλαβε και επίσημα -με ελληνικό νόμο- τις διώξεις των εγκληματιών πολέμου, δεν αποτέλεσαν εξαίρεση στον γενικό κανόνα με τον οποίο εργάστηκαν οι γερμανικές δικαστικές αρχές από το 1952 μέχρι σήμερα: Αμνήστευση των εγκλημάτων μέσω της δικαστικής οδού, δηλαδή μέσω ενός συνδυασμού της μεθόδου της παραγραφής, της μη ταυτοποίησης των ενόχων και της «νομιμοποίησης» των εκτελέσεων. Οι ανακριτές αποφάνθηκαν σκανδαλωδώς ότι όλα είχαν γίνει κανονικά και νόμιμα καθώς δολοφονίες δεν υπήρξαν, ενώ οι περιπτώσεις μη νόμιμων ανθρωποκτονιών, ληστείας και καταστροφής περιουσίας, είχαν παραγραφεί μετά την εικοσαετία…


Σχολιάστε εδώ