Κι άλλους υπουργούς έχει… φακελώσει η Χρυσή Αυγή!
Προς την κατεύθυνση αυτή ήταν και ο Β. Βενιζέλος στη διακαναλική συνέντευξή του, όπου απέκλεισε κατηγορηματικά την πιθανότητα απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές της Χρυσής Αυγής, να τεθεί δηλαδή εκτός νόμου. Στην κυβέρνηση κινούνται στη λογική του «μη χείρον βέλτιστον», ότι οι επιπτώσεις (παρενέργειες) θα είναι σαφώς πιο περιορισμένες από τη συμμετοχή της στην εκλογική αναμέτρηση.
Καθοριστικό ρόλο έχουν -ως φαίνεται- διαδραματίσει και οι απειλές των στελεχών της οργάνωσης για τη δημοσιοποίηση «μυστικών συνομιλιών» με κυβερνητικά στελέχη ή και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Η υπόθεση με τον πρώην υφυπουργό Κ. Τσιάρα έδειξε ότι οι απειλές αυτές δεν αποτελούν «λόγια του αέρα», έχουν βάση και περιεχόμενο και συνιστούν μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση.
Το ζήτημα της Χρυσής Αυγής, εν όψει και της απόφασης του Αρείου Πάγου, έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τις κλειστές συσκέψεις του Μεγάρου Μαξίμου, το τελευταίο διάστημα. Επί τάπητος τέθηκαν όλα τα στοιχεία που έχουν προκύψει από όλες τις δημοσκοπήσεις που έδειξαν ότι ένα υψηλό ποσοστό πολιτών (πέριξ του 30%) δεν έχει πειστεί ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση, ενώ ισάριθμοι είναι όσοι διαφωνούν με το ενδεχόμενο να τεθεί εκτός νόμου.
Παράλληλα, στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού δεν έκρυβαν τις ανησυχίες τους για τη διασπορά των ψηφοφόρων της στην περίπτωση που αποκλειστεί από τις εκλογές. Κερδισμένα από μια τέτοια εξέλιξη θα είναι ασφαλώς θα κόμματα στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς, ωστόσο στο Μέγαρο Μαξίμου φοβούνται ότι ένα μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων της οργάνωσης, εξοργισμένων από την απόφαση, είναι πολύ πιθανόν να λειτουργήσουν με τιμωρητική διάθεση και να κατευθυνθούν στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα και θα καθόριζε -σε μεγάλο βαθμό- το αποτέλεσμα των εκλογών.
Η επιστολή του έγκλειστου στον Κορυδαλλό «υπαρχηγού» της Χρυσής Αυγής Χρ. Παππά, με την οποία αποκάλυπτε «μυστικές συναντήσεις» (και συνομιλίες) του με τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών Κ. Τσιάρα, υποβαθμίσθηκε από τα περισσότερα Μέσα Ενημέρωσης. Ωστόσο επανέφερε την κυβέρνηση στην «κατάσταση συναγερμού» που είχε τεθεί μετά την δημοσιοποίηση της περίφημης συνομιλίας Τ. Μπαλτάκου και Ηλ. Κασιδιάρη. Η αντίδραση, μάλιστα, του κ. Τσιάρα κάθε άλλο παρά αποδυνάμωσε τους ισχυρισμούς του χρυσαυγίτη βουλευτή ενώ δεν μπήκε καν στο κόπο να διαψεύσει τους σχολιασμούς, που φέρεται να έκανε, για το πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Η ανησυχία είναι διάχυτη στο εσωτερικό της κυβέρνησης, καθώς πιστεύουν ότι οι βουλευτές της οργάνωσης έχουν στην κατοχή τους «κασέτες» με συνομιλίες και με άλλα κυβερνητικά στελέχη. Συνομιλίες που είτε κατέγραψαν οι ίδιοι, είτε περιήλθαν στην κατοχή τους με άλλες μεθόδους και διαδικασίες, αφού είναι κοινή η αντίληψη ότι διαθέτουν «πηγές» και σε ευαίσθητες κρατικές υπηρεσίες.
Ως εκ τούτου στην κυβέρνηση κάθονται σε… αναμμένα κάρβουνα αναμένοντας το «επόμενο χτύπημα» του Ηλ. Κασιδιάρη ή κάποιου άλλου βουλευτή. Κυβερνητικοί παράγοντες δεν κρύβουν τη δυσφορία τους ότι «δεν είναι δυνατόν να τελούμε υπό τον εκβιασμό του Μιχαλολιάκου», αλλά αντιλαμβάνονται ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Πόσω μάλλον που βρισκόμαστε παραμονές εκλογών και ο χρόνος που απομένει δεν επαρκεί για να αμβλυνθούν οι δυσμενείς εντυπώσεις από ένα ενδεχόμενο νέο κρούσμα.