Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΝΑΥΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗΣ

Κάποιος ανάβει τά κεριά
επί θλιμμένου τάφου
κι άλλοι στά καταγώγια
λεχρίτες φωνογράφου.
•••
Στριφογυρίζουνε ομού
επί δοσμένης λίστας
ανόητοι μεθύστακες
ακόμη κι επί πίστας.
•••
Καί ο μεθύστακας γελά
χαροποιός είς όλα
ενώ κάποιος σκαντζόχοιρος
ρυθμίζει τήν κονσόλα.
•••
Απέξω απʼ τήν κόλαση
ζητιάνοι ζητιανεύουν
μά ο Καραγκιόζης υψηλός
τούς λέει τί γυρεύουν.
•••
Τού απαντούν ότι πεινούν
καί θέλουνε νά φάνε
κι από τήν πείνα τήν βαθιά
τά χέρια τους κουνάνε.
•••
Μά ο Καραγκιόζης αδρανής
γελάει, φασκελώνει
ενώ μέσα τό όργιο
κλέβει καί δέν δηλώνει.
•••
Υπάρχει μία πάχυνση
σχεδόν γουρουνοφόρα
όταν εφάνη από μακριά
η πρώτη νεκροφόρα.
•••
Αμέσως μία δεύτερη
κι απούντο μία Τρίτη
ώσπου εικοσαρίσανε
στού καφενέ τήν κοίτη.
•••
Τί έγινε μωρέ παιδιά
πόσοι έχουν πεθάνει
καθώς ο Χάρος δέν μετρά
άπαν τό χαϊβάνι.
•••
Καντηλανάφτη μου γλυκέ
οί χορευτές τί ʼκάναν
καί πάνω στά μασήματα
ούρλιαξαν καί πεθάναν;
•••
Δάκρυα χύνει ο μωρός
δείχνει τά πτώματά τους
πού κάποιοι στούς σφαγίασαν
καί κείτονται μπροστά τους.
•••
Εκείνοι πού ζητούσανε
λίγο ψωμί νά φάνε
αίφνης ξαφανιστήκανε
καί στίς πλατείες πάνε.
•••
Κι ο πλέον βλάκας εννοεί
ποιοί κάνανε τούς φόνους
καί κείνοι πού τήν πλήρωσαν
τούς ʼλέγαν Φανφαρόνους.
•••
Έτσι γινόταν πάντοτε
στά πειναλέα πλήθη
πού κλέφτες δολοφόναγαν
χωρίς τιμή καί ήθη.
•••
Οι νεκροφόρες πήρανε
βουβάλια καί ρεμάλια
καί στά χαντάκια ρίξανε
σκεπάζοντας μέ σάλια.
•••
Αυτή είνʼ η μοίρα πανταχού
καί μέσα στούς αιώνες
νά τήν πληρώνει η κλεψιά
σέ κάμπους κι ελαιώνες.
•••
Η τιμωρία μερικές φορές έρχεται αργά.
Όμως δέν ξεχνά τό ραντεβού της μέ τόν θάνατο,
τό μεγάλο ταξίδι τών αδίκων καί ευνούχων.


Σχολιάστε εδώ