Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Τι να καταλάβουν τώρα παιδιά 10 έως 12 χρονών από τις περίεργες εκείνες κουβέντες των μεγάλων, αφού τότες οι δεκάχρονοι και δωδεκάχρονοι πιτσιρικάδες ήταν μόμολα. Ούτε γκόμενες είχαν, ούτε κάπνιζαν –καλήν ώρα– σαν μαουνιέρηδες. Φορούσανε κοντά παντελονάκια, παίζανε «αμάδες» κρυφτό ή «κλέφτες κι αστυνόμους» στις αλάνες, κι αν ξεστόμιζαν παπαγαλίζοντας «κακά λόγια» που άκουσαν στο δρόμο, τους βάζανε στο στόμα τους πιπέρι για να μην τα ξαναπούνε.

Τι να καταλάβουν από πράματα που άκουγαν για πρώτη φορά, όπως «στούκας, αλεξιπτωτιστές, λιποτάκτες, λεηλασίες» και άλλα παρόμοια που κουβεντιάζουν θλιμμένοι στο καθιστικό οι μεγάλοι. Με κάτι μουράκλες «να» όπως όταν ξενύχταγαν τη θεία Χαρίκλεια τότε που πέθανε, συζητάνε για το μέτωπο που έσπασε, τα στούκας που αλωνίζουν ανενόχλητα και κάνουν βουτιές βομβαρδίζοντας όπου γουστάρουν, τους αλεξιπτωτιστές που πέσανε και καταλάβανε τον Ισθμό της Κορίνθου και για τους Γερμανούς που προελαύνουν ακάθεκτοι και βρίσκονται ήδη στα πρόθυρα της πρωτεύουσας. Μιλάνε για τον βασιλιά και την κυβέρνηση που εγκατέλειψαν την Αθήνα κι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, τους λιγοστούς Εγγλέζους που επιβιβάζονται σε ό,τι πλεούμενο βρεθεί να κουνιέται στη θάλασσα και όπου φύγει φύγει. Τα παιδιά παρακολουθούν αμίλητα με γουρλωμένα μάτια τη συνομιλία τους. Και ήταν η πρώτη τους φορά που δεν τα έστειλαν να παίξουνε στον κήπο, όπως γινόταν συνήθως, όταν κρυφάκουγαν τις συζητήσεις των μεγάλων. Ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο απόγευμα εκείνης της Παρασκευής μετά το Πάσχα, που όπως εφέτος, έπεφτε στις 20 Απρίλη, και που όλα έδειχναν πως τα πάντα είχαν χαθεί. Οι πρώτοι λιποτάκτες που την κοπάνισαν από τις μονάδες τους, ψειριασμένοι και τρισάθλιοι στην όψη, έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους της πρωτεύουσας. Χτυπούσανε πόρτες σπιτιών ικετεύοντας για ένα κοστούμι, ή ένα έστω και τρύπιο πανταλόνι και ένα κομμάτι ψωμί. Στοργικά τους δέχονταν στα σπίτια. Τους τάιζαν, τους χαρτζιλίκωναν, ρωτούσανε αν ήξεραν κάποιον δικόν τους που Κύριος οίδε που να τραβιέται τώρα και τους κατευόδωναν να πάνε στο καλό, νιώθοντάς τους για παιδιά τους. Λένε για τους νοικοκυραίους, για όσους δηλαδή λόγω ηλικίας δεν τους γράπωσε η επιστράτευση, που με τον φόβο στην καρδιά, έτρεχαν να εξασφαλίσουν τη φαμίλια αποθηκεύοντας κάτι φαγώσιμο πριν πλακώσουνε οι Ούννοι σαν ακρίδες και δεν αφήσουνε τίποτα όρθιο. Περιγράφουνε την εφόρμηση που κάναν οι πολίτες στις αποθήκες εφοδιασμού των Εγγλέζων στον Ιππόδρομο Φαλήρου. Και υπήρχαν εκεί πέρα του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Κονσέρβες με κορν μπιφ και άλλες με έτοιμο μαγειρεμένο φαγητό, κάτι σαν «εντράδα» κρέας με μπιζέλια ή φασόλια να πούμε, που ήθελε μονάχα ζέσταμα. Υπήρχαν μαρμελάδες, σοκολάτες, τσιγάρα και τεράστιες τενεκεδένιες κούτες με τραγανιστές γαλέτες. Μέχρι και πάνινες κάσκες για τον ήλιο είχανε και γυαλιά για να προφυλάσσουν τα μάτια τους από το σιμούν της ερήμου. Η κουβέντα τώρα περιστρέφεται σʼ εκείνη την έφοδο των αποφασισμένων νʼ αρπάξουν ό,τι μπορούν. Οι λιγοστοί πολισμάνοι που στάλθηκαν να επιβάλουν τη τάξη και νʼ αποτρέψουν κάθε λογίς οχλοκρατία, κάνουν τα «στραβά μάτια» κι έτσι, σε λίγη μόνον ώρα, στην επιμελητεία υπάρχουν μονάχα άδειοι τοίχοι.

Εκείνο το αφηνιασμένο για αρπαγή πλήθος –όπως εξηγεί κάποιος– αποτελούνταν από ποικίλης κοινωνικής συνθέσεως άτομα. Στη μεγάλη αίθουσα του ιπποδρόμου, όπου άλλοτε ήσαν τα γκισέ, συνωθούνταν καλοντυμένοι αριστοκράτες, αστοί μʼ ευγενικούς τρόπους, αλλά και μια μεγάλη πλέμπα που δεν σκάμπαζε από «savoir vivre» και ευγένειες, αλλά από το «ο σώζων εαυτόν» μονάχα. Τότε έκανε την εμφάνισή του ο αιώνιος έλληνας… μεσάζων που αντελήφθη πως με τα «παρδόν, τα σεις και τα σας», μη σας πω τι θα πάρει τελικά ο αριστοκράτης. Πλησίαζαν λοιπόν όποιον βλέπανε ντυμένον… ντιστεγκέ και ρωτούσαν:

– Τι επιθυμεί ο κύριος; Και ο κύριος επιθυμούσε π.χ. κονσέρβες corned beef. Ξαμολιότανε ο μεσάζων και ώσπου να πεις κύμινο ερχόταν μʼ ένα κασόνι στον ώμο γεμάτο κονσέρβες. Έπαιρνε την αμοιβή του και φορτωνότανε το κασόνι σαν χαμάλης ο αριστοκράτης. Έξω από τον ιππόδρομο γινόταν συμφόρηση από κάρα, σούστες, χειράμαξα, και γενικά κάθε είδους «εκτελούντε μεταφορέ» για να μεταφέρουνε οίκαδε τη λεία… Η περιγραφή αυτών των σκηνών ελάφρυνε κάπως τη συζήτηση, ένα δυο χαμόγελα σκάσανε στα χείλη, αλλά αμέσως, σαν να αμάρτησαν, η κατήφεια επανήλθε και η μαυρίλα ξαναπήρε τη θέση της στις καρδιές και τη σκέψη τους.

Την ίδια ώρα οι γυναίκες τους, συγκεντρωμένες στον συνήθη γυναικωνίτη του σπιτιού, δηλαδή στην κουζίνα, σήμερα δεν συζητάνε ούτε για συνταγές μαγειρικής, ούτε και κουτσομπολεύουν. Ακούνε μόνον με μεγάλη προσοχή τη γειτόνισσά τους, την κυρία Μάγδα τη θεούσα, να τους εξηγεί πως όσα φοβερά και τρομερά συμβαίνουν σήμερα περιγράφονται καταλεπτώς στην «Αποκάλυψη του Ιωάννη». Και από το βιβλιαράκι που κουβαλάει στην τσάντα της τους διαβάζει περικοπές που έρχονται γάντι στην περίσταση. Και τα παιδιά που παρακολουθούν αμίλητα τις συνομιλίες των μεγάλων αναπολούν τις καμπάνες που χτυπούσαν χαρμόσυνα αγγέλλοντας τις νίκες του στρατού μας, θυμούνται το «κορόιδο Μουσολίνι» που τραγούδαγαν, και ακόμα τις φάλαγγες των ιταλών αιχμαλώτων που είδαν με τα μάτια τους να ανηφορίζουν τη Συγγρού, χωρίς να μπορούν να φανταστούνε τον Γολγοθά που μας ετοίμαζαν να ανεβούμε…


Σχολιάστε εδώ