Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μεγάλη Πέμπτη πρωί και η γιαγιά, κρατώντας τα πατροπαράδοτα έθιμα της οικογένειας, πασχίζει να βάψει τα κόκκινα αυγά που θα τσουγκρίσει με τα παιδιά και τα εγγόνια στην εκκλησιά την ώρα της Ανάστασης και αύριο στο Πασχαλινό τσιμπούσι. Όπως συνήθως συμβαίνει, τα αυγά, που χοροπηδάνε από το νερό που κοχλάζει μέσα στην κατσαρόλα, όλο και σπάνε, ταράζοντας τα νεύρα της γριούλας νοικοκυράς που «όλα έχουνε πια ψευτίσει» και που μέχρι κι οι κότες γεννάνε αυγά με… «αραχνοΰφαντο» κέλυφος. Δεν θέλει να το γρουσουζέψει χρονιάρα μέρα, αλλά όλο και κάτι μουρμουρίζει, ενώ ο παππούς κάθεται πίσω από το παράθυρο της κουζίνας και παρακολουθεί εμβριθώς την απέναντι που πλένει με το λάστιχο τη βεράντα και η ρόμπα της κάθε τόσο ανοίγει, προσφέροντάς του ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις (που «κάτι» του θυμίζουν).

Φοβερός μισογύνης από τα νιάτα του, αποδίδει τη θραύση των αυγών στην αιώνια γυναικεία ανικανότητα, που δεν είναι ικανές ούτε ένα αυγό να βράσουν χωρίς να κάνουν ζημιά και μέσα του βράζει με τη μουρμούρα της. Σε όλα του είναι «παράδειγμα προς αποφυγήν» ο παππούς. Όλα του φταίνε, όλα τα σχολιάζει, όλα τα κατηγορεί κι από απαισιοδοξία «να φαν’ κι οι κότες». Άκουσε στο ράδιο μια φορά τον Μπιθικώτση να τραγουδά «Μεγάλο της ζωής μας το ταξίδι / μας κούρασε και όμως περπατάμε…» κι από τότε το έκανε «εθνικό του ύμνο» και όλο το υποτονθορύζει. Τον ακούει και η γιαγιά κι ανατριχιάζει καθώς εκλαμβάνει τον στίχο ως επίκληση στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, με τη φοβερή ρομφαία, να… επιταχύνει την επίσκεψή του… Έχει όλη την καλή διάθεση να του φωνάξει: «Σκάσε διάολε επιτέλους», αλλά ως θεοσεβούμενη και πρώην αρσακειάδα δεν λέει κακά λόγια. Δεν λέει ούτε καν το ενίοτε επιβεβλημένο «Άι σιχτίρ» και περιορίζεται στο… επιτίμιο: «Το γλυκύ σου σ’ έπιασε πάλιν;»

Διάσημος ήταν για τις τζαναμπετιές του ο παππούς. Οι περισσότερο οξύθυμοι φίλοι του τον έκαναν πέρα, οι δε μυγιάγγιχτοι του έκοψαν και την καλημέρα. Με τον καιρό όμως συνήθισαν τις γαϊδουριές του, τον χαρακτήρισαν γραφικό και γελούσαν με τα καμώματά του, κουτσομπολεύοντάς τον.

Κι όμως, κατά βάθος, ο παππούς ήταν αρνάκι του Θεού και έκρυβε κάτι περίεργες ευαισθησίες που ξεπερνούσανε τα όρια του ρομαντισμού. Έτσι, μια φορά, περιμένοντας έξω από την εκκλησιά, με αναμμένο το κερί στο χέρι να ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», κουβεντιάζανε μεταξύ τους, όπως συνήθως. Μιλούσαν για κάποιες άλλες Πασχαλιές και ξυπνούσαν μνήμες από χαρούμενους και «δίσεκτους χρόνους». Και μιας και το φερ’ η κουβέντα, βρήκε ο παππούς την ευκαιρία και άρχισε να αφηγείται ένα αδιάφορο συμβάν, που του χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή και κάθε χρόνο το ζωντανεύει νοερά με νοσταλγία. Μαθητής γυμνασίου προπολεμικά, ένα πρωί του Μεγάλου Σάββατου του Πάσχα των καθολικών, που τότε γιορταζόταν στην Ελλάδα σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, δηλαδή ξεχωριστά από το δικό μας. Στο Λεόντειο Λύκειο, στην οδό Σίνα τότε, εντελώς απροειδοποίητα λόγω της ημέρας, έγινε «αργία», διεκόπησαν τα μαθήματα και οι μαθητές περιχαρείς. Οι μεν καθολικοί τράβηξαν για την εκκλησία στοιχισμένοι σε φάλαγγα κατά δυάδες υπό την επίβλεψη του frere Joseph, οι δε υπόλοιποι για το… Ροζικλέρ.

Έχοντας κάτι ακουστά περί θρησκευτικών δογμάτων και ο καλός εκείνος μαθητής, παρακάλεσε τον καθηγητή του, τον αξέχαστο frere Chrysologue, να τον πάρει μαζί του στη λειτουργία στον ναό του Αγίου Διονυσίου στην Πανεπιστημίου, μοναχικό και ανεξάρτητο από την ομάδα των καθολικών συμμαθητών του. Ο καλοκάγαθος frere, ύστερα από πολλές αρνήσεις και αντιρρήσεις, ενέδωσε.

Πίσω από μια σχεδόν κρυφή πορτούλα, στα αριστερά του εισερχομένου στον ναό, υπήρχε μια στενή στριφτή σκαλίτσα με την οποία ανέβηκαν στο πατάρι, όπου ήταν εγκατεστημένο το τεράστιο αρμόνιο. Ένας φραγκόπαπας, εξαϋλωμένος, με τα μάτια μισόκλειστα, λες και βρισκόταν σε κάποια θεϊκή διάσταση, έπαιζε κάποιο κομμάτι θρησκευτικής μουσικής, ενώ ένας φουκαράς ανθρωπάκος, ιδρωμένος, πάσχιζε να ανεβοκατεβάζει, σαν σε «τραμπάλα», έναν μοχλό που ανοιγόκλεινε το «στόμα» μιας τεράστιας φυσούνας η οποία έδινε τον απαραίτητο αέρα για να δουλέψει το όργανο. Από το καφασωτό που κάλυπτε για να κρύβεται από κάτω το πατάρι, ο μικρός μαθητής παρακολούθησε την τελετουργία που γινόταν τότε στα λατινικά μετουσιωμένος κατά κάποιον τρόπο και αυτός άθελά του. Τόσο η θεία μουσική από το εκκλησιαστικό όργανο και η μελωδία των ψαλμών από τις χορωδίες όσο και η κατάνυξη των πιστών, που οι περισσότεροι γονατιστοί στα υποπόδια των πάγκων προφανώς προσεύχονταν, ήταν μια μοναδική εμπειρία που παρά τα χρόνια που πέρασαν δεν ξέχασε ποτέ. Έδωσε στον εαυτό του την υπόσχεση να έρχεται κάθε χρόνο. Του χρόνου, όμως, οι «Panzer Divisionen» των Γερμανών βρισκόταν προ των πυλών της Αθήνας, οι πολεμικοί ανταποκριταί φωτογράφιζαν τα στούκας να υπερίπτανται του Παρθενώνος και στις εκκλησίες έκαναν στην Παναγιά δεήσεις, ψέλνοντας «εν χορώ» ευλαβικά το «Υπερμάχω!»

Εκείνο το αξέχαστο Μεγάλο Σάββατο, για τον μικρό μαθητή, δεν ήρθε ποτέ ξανά…


Σχολιάστε εδώ