Ευρωεκλογές: Ρήξη ή καθήλωση;

Ενώ απομένουν μόνο λίγες εβδομάδες μέχρι τις ευρωεκλογές και τις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση το «τοπίο» παραμένει «θολό» και αδιευκρίνιστο. Δεν έχει μέχρι τώρα δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη κοινωνική δυναμική ικανή να οδηγήσει σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο θα μπορέσει να αποτελέσει «τομή» στη μέχρι τώρα καταστροφική πορεία που ακολουθεί η χώρα και θα οδηγήσει σε ραγδαίες ανατροπές.

Η Νέα Δημοκρατία συσπειρώνει και εκφράζει αυθεντικά τα μνημονιακά-συστημικά συμφέροντα στον σκληρό της πυρήνα. Το ποσοστό αυτό, που δεν υπερβαίνει το 10%, περιβάλλεται από τον «κύκλο» των συντηρητικών και τρομοκρατημένων -από την ανηλεή τετραετή προπαγάνδα- πολιτών που αντιμετωπίζουν με δέος την όποια αλλαγή και αντίσταση στις καταστροφικές πολιτικές.

Η ηγετική ομάδα της ΝΔ, με την αυθεντική ακροδεξιά στρατηγική που ακολουθεί, έχει απαντήσει στο δίλημμα «Μνημόνιο ή Δημοκρατία» με ξεκάθαρο τρόπο. Τα «άτακτα ξαδέρφια» της Χρυσής Αυγής, όταν προκαλούν κομματική-πολιτική «φθορά», πρέπει να «συνετίζονται». Όμως -σύμφωνα με το επιτελείο Σαμαρά- οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής μπορούν να προσελκυσθούν μέσω της ακροδεξιάς-φασίζουσας πολιτικής ατζέντας της ΝΔ που δεν είναι άλλωστε συγκυριακή, αλλά αποτελεί τη γνήσια έκφραση της σύγχρονης πολιτικοϊδεολογικής της ταυτότητας.

Τι θα σημάνει μια καθήλωση ή μια καθαρή εκλογική ήττα της ΝΔ στις ευρωεκλογές; Κατά πρώτον, τα συστημικά-μνημονιακά συμφέροντα θα επιδιώξουν να «ανασυγκροτήσουν» τον «χώρο» της Χρυσής Αυγής, να τον «αποκαθάρουν» από τη σημερινή ηγετική του ομάδα -που έχει ταυτισθεί με εγκληματικές, ναζιστικές δραστηριότητες- και να αναδείξουν μια νέα ηγεσία που θα καταστήσει «σοβαρό πολιτικοϊδεολογικό σύμμαχο» το σημερινό μόρφωμα, ώστε να μπορεί αυτό να «χρησιμοποιηθεί» σε μια μελλοντική κυβερνητική σύμπραξη.

Σ’ αυτή την επιλογή μένει ακάλυπτη η κεντροδεξιά φιλελεύθερη πτέρυγα της ΝΔ η οποία αδυνατεί σήμερα να εκφρασθεί και σ’ ένα τμήμα της θα «ενσωματωθεί» ενδεχόμενα σε ενός τέτοιου χαρακτήρα εξελίξεις.

Ο προνομιακός όμως «χώρος» στον οποίο έχουν ρίξει όλο τους το «βάρος» τα συστημικά-μνημονιακά συμφέροντα είναι η περίφημη Κεντροαριστερά, ο πολιτικοϊδεολογικός και κοινωνικός «χώρος» που έχει απομείνει μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος και αποτελεί, σύμφωνα με τα συμφέροντα αυτά, την πιο πολύτιμη ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΕΦΕΔΡΕΙΑ.

Διαμορφώνεται στην πράξη ένα είδος «συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ της Ελιάς, ενός σοβαρού τμήματος της ΔΗΜΑΡ και του Ποταμιού. Συνδετικός ιστός στο «σύστημα» αυτό είναι ο μνημονιακός κυβερνητισμός, διανθισμένος με ισχυρές νεοφιλελεύθερες «δόσεις». Πάντως, με την πολύ πιθανή ήττα της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές, ο ανταγωνισμός του προνομιούχου μνημονιακού-κυβερνητικού συνεταίρου της ΝΔ θα περιορισθεί μεταξύ Ελιάς και Ποταμιού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη μεγάλη αντιμνημονιακή πλειοψηφία που διαμορφώνεται σε κοινωνικό επίπεδο, αδυνατεί να εκφράσει με δυναμικό τρόπο την πλειοψηφία αυτή σε πολιτικό επίπεδο.

Είναι προφανές ότι ένα τμήμα του παραδοσιακού ιδεολογικοπολιτικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ (που εκφράζεται κυρίως από το «αριστερό ρεύμα») επιδιώκει την «ενσωμάτωση» κοινωνικών ομάδων και προσώπων που «εντάσσονται» στο ευρύτερο αντιμνημονιακό μέτωπο με τους όρους της δικής του πολιτικοϊδεολογικής ηγεμονίας και του σχεδίου ρήξης.

Μια παρόμοια αντίληψη διατρέχει κατ’ εξοχήν το κομματικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ και περιορίζει ασφυκτικά το εύρος μιας ευρύτερης αντιμνημονιακής προοδευτικής συμμαχίας. Η αντίληψη αυτή εκφράσθηκε ως έναν μεγάλο βαθμό στους υποψηφίους για την τοπική αυτοδιοίκηση και ενεργοποιήθηκε εκ νέου στις επιλογές του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, η βασική σύγκρουση μιας μελλοντικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προέλθει από το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», αλλά από την αντιπαράθεση του συσχετισμού μιας συνεκτικής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με τις δομές του μνημονιακού μπλοκ, την τραπεζική κλεπτοκρατία, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και το σύμπλεγμα των κρατικοδίαιτων εργολαβικών-επιχειρηματικών συμφερόντων.

Αυτό το ενδεχόμενο προϋποθέτει την άσκηση μιας ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ηγεμονίας από τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να διαμορφωθούν κοινωνικές συμμαχίες και συγκλίσεις πάνω σ’ ένα σχέδιο παραγωγικής ανάπτυξης, ανασυγκρότησης των κοινωνικών θεσμών, αποκατάστασης των δικαιωμάτων. Χωρίς μια τέτοιου τύπου συμμαχία δεν αρκεί κανένα υψηλό εκλογικό ποσοστό, καμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να δώσει μια αποτελεσματική μάχη με το σύστημα (ενδογενές και εξωγενές) των μνημονιακών συμφερόντων.

Το ζήτημα αυτό καθίσταται κυρίαρχο για έναν ακόμα σοβαρό λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δεδομένες κομματικές συνεργασίες σε μια ενδεχόμενη αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Θα πρέπει μάλιστα να εγκαταλειφθούν οριστικά οι ψευδαισθήσεις για ενδεχόμενη συνεργασία με το ΚΚΕ, που εκτρέφονται ακόμα σε ορισμένους «πυρήνες» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΚΚΕ θεωρεί θεμελιώδη όρο επιβίωσης και αναπαραγωγής του την κλειστή του ταυτότητα και την αυτοαναφορικότητά του. Έχει διαρρήξει κάθε προοπτική συμμαχιών σε πολιτικό-κομματικό επίπεδο γιατί φοβάται ότι κάθε «ρήγμα» στην ταυτότητα αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβητήσεις και διασπάσεις.

Γι’ αυτό και θεωρεί ως μη σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο τα Μνημόνια και τις εξουσίες που τα διαχειρίζονται όσο και τον βαρύνοντα ρόλο της χρηματοπιστωτικής δομής στην εξέλιξη και στον μετασχηματισμό του κλασικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Γι’ αυτό και δεν «ασχολείται» με τα άμεσα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα εξουσίας, έχοντας μάλιστα διασφαλίσει ένα μορατόριουμ με τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Στρατηγικός αντίπαλος θεωρείται, από την ηγεσία του ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς διότι η ραγδαία άνοδός του θέτει το πρόβλημα της αντιμνημονιακής εξουσίας, γεγονός που περιθωριοποιεί αυτόματα το ΚΚΕ.

Σ’ αυτό το ρευστό πολιτικοκοινωνικό σκηνικό πορευόμαστε προς την αναμέτρηση των ευρωεκλογών και των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση.

Τα τέσσερα χρόνια του Μνημονίου έχουν επιφέρει ιστορικές αλλαγές. Δεν είχαν ως μόνη συνέπεια την καταστροφή της παραγωγικής δομής, των κοινωνικών θεσμών, των εργασιακών σχέσεων, των δημοκρατικών δικαιωμάτων. «Εγκατέστησαν» ένα κλίμα τρόμου και απόγνωσης, δημιούργησαν την εντύπωση ότι οι πολίτες είναι άβουλοι και ανίκανοι να αντισταθούν, να δράσουν συλλογικά, να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Από την «απάντηση» σ’ αυτό το ερώτημα θα κριθούν οι μελλοντικές εξελίξεις και η δυνατότητα της χώρας και του λαού της να αγωνισθεί συνειδητά και ανυποχώρητα για την εθνική επιβίωση και την πρόοδό του.


Σχολιάστε εδώ