Το ελληνικό «Νταχάου»
Η στήλη αυτή, τιμώντας τα θύματα της ναζιστικής βίας, προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό για το ευρύτερο κοινό παρουσιάζοντας κάθε μήνα τα σημαντικότερα εγκλήματα της κατοχικής δύναμης τον αντίστοιχο προηγούμενο μήνα του 1943 και του 1944. Δεν μένει, όμως, μόνο σε αυτό. Γιατί για κάθε έγκλημα της Κατοχής υπάρχει και ένα αντίστοιχο σκάνδαλο συγκάλυψης που χρεώνεται η γερμανική μεταπολεμική δικαιοσύνη, η οποία από το 1959 μέχρι σήμερα δεν έστειλε κανέναν από τους εγκληματίες στο δικαστήριο, ούτε και καταδίκασε κάποιον από αυτούς.
Μάρτιος 1944
Τουλάχιστον από τα μέσα του 1943 και μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής δεν υπάρχει μέρα που περνά και να μην καταγράφεται κάποιας μορφής αντιστασιακή δραστηριότητα κατά των δυνάμεων κατοχής και των εγκαταστάσεών τους, αλλά και κάποια μορφή αντίδρασης αυτών των δυνάμεων, είτε εναντίον των ανταρτών είτε εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Θα χρειαζόταν κανείς τόμους ολόκληρους για μια εξαντλητική περιγραφή αυτού του αλληλοτροφοδοτούμενου κύκλου αντίστασης και αντίδρασης στην αντίσταση σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πιο σοβαρή προσπάθεια που έχει γίνει μέχρι τώρα είναι αυτή του Μανόλη Γλέζου με το δίτομο έργο του «Εθνική Αντίσταση 1940-1945». Εκκρεμεί, όμως, μια συνολική καταγραφή. Στη θέση της, και μέχρι η ανάγκη μιας τέτοιας καταγραφής να συγκινήσει περισσότερους μελετητές της Κατοχής είναι χρήσιμη για το ευρύ κοινό μια τηλεγραφική έστω και πολύ αδρομερής περιγραφή των πιο σημαντικών εγκλημάτων που διεπράχθησαν από όργανα του Στρατού και των υπηρεσιών κατοχής σε διάφορα σημεία της χώρας, όχι κάθε μέρα ή κάθε εβδομάδα, αλλά κάθε μήνα.
Εβδομήντα χρόνια μετά είναι χρέος μας να διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη για τα εγκλήματα των οργάνων του ναζιστικού γερμανικού κράτους στην Ελλάδα, αλλά και για την κατοπινή συγκάλυψή τους από το δημοκρατικό γερμανικό κράτος, όταν πριν και μετά το 1959 η δίωξη κατά των ενόχων πέρασε από την ελληνική στη γερμανική δικαιοσύνη. Έτσι το πρώτο σκέλος της περιγραφής αφορά το έγκλημα, ενώ το δεύτερο το σκάνδαλο της συγκάλυψης. Διότι δικαίωση για τους συγγενείς των θυμάτων μέχρι τώρα δεν υπήρξε. Ούτε με καταδίκες των υπευθύνων, ούτε με αποζημιώσεις των θυμάτων, με εξαίρεση τα 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα το 1960 με τη Σύμβαση της Βόννης (ΝΔ 4178/1961) τα οποία αφορούσαν ειδικές κατηγορίες θυμάτων της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Το έγκλημα…
Το πιο ειδεχθές έγκλημα που διεπράχθη στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1944, πέρα από όλα τα άλλα τον ίδιο μήνα, και εκτός από το διαρκές έγκλημα του ελληνικού Νταχάου (Χαϊδάρι), ήταν η σύλληψη και η εκτόπιση των ελλήνων Εβραίων στην Αθήνα, τη Χαλκίδα, τα Ιωάννινα, την Άρτα, την Πρέβεζα, την Καστοριά, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, και τον Βόλο. Είχε προηγηθεί τον ίδιο μήνα, ένα χρόνο πριν, η εφαρμογή της «τελικής λύσης» για τους Εβραίους της «βουλγαρικής» ζώνης και η έναρξη της «εκκένωσης» για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Ο σχεδιασμός των «επιχειρήσεων» ήταν κεντρικός σε όλες τις περιπτώσεις και είχε ως αφετηρία τη Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας στο Βερολίνο. Η πολιτική απόφαση για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης είχε ληφθεί ήδη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο (Χίτλερ και Χίμλερ) τον Δεκέμβριο του 1941. Η διαβόητη σύσκεψη στη λίμνη Βάνζεε (Βερολίνο) αφορούσε τα οργανωτικά και τα τεχνικά προβλήματα που έθετε η υλοποίηση της απόφασης για την «τελική λύση», αλλά όχι την ίδια την απόφαση. Ο ιθύνων οργανωτικός νους για την εφαρμογή της τελικής λύσης ήταν ένας βιεννέζος υπάλληλος στην Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας, ο γνωστός Άντολφ Άιχμαν. Τον χρόνο και τη διαδικασία σύλληψης και μεταφοράς των Εβραίων της Γερμανίας αλλά και των κατακτημένων χωρών στα «Ανατολικά» καθόριζε αποκλειστικά με απόρρητες εγκυκλίους στις περιφερειακές και τοπικές αρχές ασφαλείας ο ίδιος ο Άιχμαν. Η ίδια αρχή ίσχυσε και για την Ελλάδα. Οι τότε γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας στην Αθήνα (Σιμάνα, Μπλούμε, Μπούργκερ και οι υποτακτικοί τους) έπρεπε να μεριμνήσουν, μέσω των τοπικών παραρτημάτων (π.χ. στα Ιωάννινα, την Κέρκυρα), για την υλοποίηση της κεντρικής εντολής, τηρώντας τρεις αρχές: της μυστικότητας, της κεραυνοβόλου δράσης και του αιφνιδιασμού. Οι αξιωματούχοι των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας που εμπλέκονται στην οργάνωση και πραγμάτωση των συλλήψεων των Εβραίων στις προαναφερθείσες πόλεις, και αργότερα στα Χανιά, την Κέρκυρα, τη Ρόδο και την Κω -μόνο στη Ζάκυνθο δεν υλοποιήθηκε η απόφαση, αλλά για άλλους λόγους- ήταν λίγοι. Τα ονόματά τους είναι γνωστά, διότι μετά το 1957 -χρειάστηκε να μεσολαβήσει η σύλληψη και αργότερα καταδίκη στην Αθήνα του Μαξ Μάρτεν για να ευαισθητοποιηθεί η Βόννη- η γερμανική δικαιοσύνη ασχολήθηκε με την υπόθεση. Δυστυχώς με απογοητευτικό αποτέλεσμα.
Kαι το σκάνδαλο…
Το 1945 θεσμοθετήθηκε το Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου για τη διερεύνηση και τη δίωξη των εκατοντάδων εγκλημάτων από όργανα του γερμανικού κράτους σε ελληνικό έδαφος επί Κατοχής. Ο επικεφαλής του, ένας ξεχωριστός ηπειρώτης δικαστής, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης μερίμνησε για τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου προανακριτικού υλικού για τα εν λόγω εγκλήματα. Επί είκοσι χρόνια αγωνιζόταν να αποδοθεί δικαιοσύνη και να κολαστούν οι υπεύθυνοι. Μπροστά του όμως ορθώνονταν ισχυρά εμπόδια. Το βασικό κώλυμα ήταν η συστηματική απροθυμία και η συναφής τακτική κωλυσιεργίας του γερμανικού κράτους που δεν επιθυμούσε διώξεις και καταδίκες και πίεζε για αμνηστία των δολοφόνων. Συμπληρωματικό εμπόδιο αποτελούσε η φραγκολεβαντίνικη στάση κατευνασμού των ελληνικών κυβερνήσεων που προσπαθούσαν να παζαρέψουν την αμνηστία με ανταλλάγματα, κυρίως δάνεια, εξασφάλιση γερμανικής αγοράς για τα ελληνικά καπνά και αργότερα το άνοιγμα για τη μετανάστευση. Το 1959 ψηφίζεται ο νόμος 3933/1959 και το νομοθετικό διάταγμα 4016/1959 τα οποία μεταφέρουν στο γερμανικό κράτος την ευθύνη για τις διώξεις των εγκλημάτων πολέμου, ενώ το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου θα καταργηθεί. Στην πράξη τούτο ισοδυναμεί με αμνήστευση όλων των γερμανών πολιτών που εμπλέκονται σε εγκλήματα πολέμου στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μεσολαβεί η συμφωνία για την ελληνική μετανάστευση και η Σύμβαση της Βόννης για τη χορήγηση του ποσού των 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων ως αποζημίωση για συγκεκριμένες περιπτώσεις εγκλημάτων που σχετίζονται με βλάβες ελλήνων πολιτών λόγω της εφαρμογής μέτρων εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας του τότε γερμανικού κράτους.
Το 1965 η κυβέρνηση δίνει στη γερμανική πρεσβεία και τους τελευταίους φακέλους με τις εκκρεμείς υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου προς διερεύνηση.
Η γερμανική δικαιοσύνη μεταφράζει μεγάλο μέρος του υλικού και αρχίζουν οι ανακρίσεις. Ίσως είναι το μεγαλύτερο δικαστικό θέατρο που έχει να επιδείξει η μεταπολεμική γερμανική δικαιοσύνη, καθώς ακόμη και για τα πιο γνωστά και στυγερά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα της Κατοχής δεν παραπέμφθηκε κανείς σε δίκη, επειδή με εκατοντάδες βουλεύματα αποφασιζόταν η παύση της δίωξης με μια σειρά από λόγους, όπως π.χ. ότι ο υπεύθυνος δεν βρίσκεται εν ζωή, ότι δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός του (αγνώστου διαμονής), ότι το αδίκημα έχει παραγραφεί μετά την παρέλευση εικοσαετίας ή -και αυτό είναι το πιο σκανδαλώδες- ότι η πράξη του (δηλαδή οι δολοφονίες αμάχων) ήταν σύννομη, δεν συνδέεται με «ταπεινά» κίνητρα και ο θάνατος των θυμάτων δεν ήταν «επώδυνος»…
Η ανακριτική διαδικασία για δύο από τους επιζώντες πρωταγωνιστές του εγκλήματος της σύλληψης και της εκτόπισης των ελλήνων Εβραίων κατά τον μήνα Μάρτιο του 1944 που μπόρεσε να εντοπίσει η γερμανική δικαιοσύνη ξεκίνησε το 1964 και έληξε το 1971. Μέχρι το 1968 υπεύθυνος ανακριτής στην εισαγγελία Βρέμης ήταν ο εισαγγελέας Ράιχενμπαχ. Η ενασχόλησή του με την υπόθεση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, σε αυτήν άλλωστε οφείλουμε τις λεπτομέρειες που διαθέτουμε σήμερα για το πώς ακριβώς έγιναν οι συλλήψεις σε κάθε περιοχή και ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι. Από το 1969 μέχρι το 1971 η υπόθεση πέρασε σε άλλον ανακριτή, τον δόκτορα Χέφλερ, μέλος από το 1933 του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με ενεργή δράση κατά τη διάρκεια του καθεστώτος. Με πρότασή του προς το αρμόδιο Τμήμα του Πρωτοδικείου Βρέμης που έγινε τελικά δεκτή, δύο από τους κύριους υπευθύνους για την εφαρμογή της τελικής λύσης στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1944, ο δρ. Βάλτερ Μπλούμε και ο Φρίντριχ Λίνεμαν, μέλη και οι δύο των SS, μπορούσαν να αισθάνονται δικαιωμένοι για τις πράξεις τους, αφού είχαν εξασφαλίσει βούλευμα για παύση της δίωξης εναντίον τους. Ένας όμως από τους κολαούζους τους, ο Ίνο (Κωνσταντίνος) Ρεκανάτης, εβραϊκής καταγωγής διερμηνέας στη Γκεστάπο της Αθήνας και συνοδός του Μπούργκερ και του Λίνεμαν στις εξορμήσεις τους στην ελληνική επαρχία για τις συλλήψεις των Εβραίων, δεν στάθηκε τόσο τυχερός. Καταδικάστηκε μαζί με άλλους στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων της Αθήνας το 1947 στην εσχάτη των ποινών, ποινή που αργότερα μετριάστηκε σε ισόβια, ενώ το 1963 αποφυλακίστηκε με αμνηστία.
Άσχετη λεπτομέρεια: Ο δόκτωρ Ζίγκφριντ Χέφλερ δεν ήταν ο μόνος πρώην ναζί γερμανός δικαστής που ανέλαβε να ερευνήσει μεταπολεμικά υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα. Υπάρχουν και άλλοι, μάλιστα ορισμένοι είχαν προσωπική αντίληψη αυτών των εγκλημάτων ως μέλη γερμανικών στρατοδικείων που δίκαζαν έλληνες «παραβάτες» των κατοχικών νόμων επί Κατοχής…
Μπορεί ο Πρόεδρος Γκάουκ να μην γνωρίζει αυτές τις λεπτομέρειες, αλλά αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι, ως εκπρόσωπος ενός κράτους με σκοτεινό παρελθόν, όντως είχε λόγους να αισθάνεται ντροπή στους Λυγκιάδες…