Ανούσιες και ανεκπλήρωτες ευχές

Η σκηνή εκτυλίσσεται κάπου στα βόρεια προάστια, επί καθημερινής βάσης. Την ίδια πάντα ώρα, στο πεζούλι της ίδιας μονοκατοικίας. Η ισχνή γυναικεία φιγούρα, που στέκεται σχεδόν ακίνητη επί ώρες, δύσκολα περνάει απαρατήρητη από τα βλέμματα των περαστικών.

Απροσδιορίστου ηλικίας, σίγουρα πάνω από 60 –η αποτυπωμένη δυστυχία στο πρόσωπο κάποιου απόμερου της ζωής, δύσκολα επιτρέπει τον ασφαλή προσδιορισμό της ηλικίας του– με ένα απλανές και παθητικό βλέμμα, αποφεύγει εμφανώς να κοιτάξει κατάματα τους περαστικούς διαβάτες.

Η γυναίκα της ιστορίας μας δεν εκλιπαρεί, ούτε καν ζητάει κάτι. Δίνει την εντύπωση σαν να ντρέπεται για την κατάντια της, για την οποία όμως –ποιός ξέρει;– ουδεμία ευθύνη φέρει. Λίγοι μόνο περαστικοί ανταποκρίνονται στο αμίλητο κάλεσμά της και της δίνουν μια κάποια πενιχρή βοήθεια. Εκείνη, με ένα μελαγχολικό χαμόγελο, ψελλίζει ένα αδύνατο, σχεδόν ξεψυχισμένο «να είστε πάντα καλά», μένοντας αμετακίνητη στη θέση της. Με το ίδιο απλανές βλέμμα.

Τα ρούχα της είναι πάντα τα ίδια. Ούτε κουρελιασμένα, ούτε βρώμικα. Όλα μαύρα. Σε καταφανή αντίθεση με το περιβάλλον και τις έμψυχες φιγούρες που κινούνται γύρω της.

Με την ίδια πλαστική σακούλα στα χέρια, κάθε μέρα, μετά το τέλος της θλιβερής και σιωπηλής καθημερινής ικεσίας της, κατευθύνεται σε κοντινό φούρνο που της εξασφαλίζει κάποια πενιχρή και μίζερη επιβίωση.

Κάποιος, συνήθης περαστικός από το ίδιο μέρος, έλεγε τις προάλλες ότι η μαυροφορεμένη γυναίκα είχε παιδιά, κανείς όμως δεν ξέρει τι έγιναν. Άλλοι του είπαν ότι πέθαναν, άλλοι ότι την εγκατέλειψαν. Θλιβερή ιστορία, με άγνωστες πτυχές και λεπτομέρειες. Όπως εξάλλου και τόσες άλλες παρόμοιες.

Ένας πλανόδιος πωλητής, που έχει το στέκι του στο ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο, ακούει συνέχεια το φορητό του ραδιόφωνο. Κάποιος υποψήφιος δήμαρχος δίνει συνέντευξη σε γνωστό δημοσιογράφο. Του εξηγεί, με μεγαλόστομες εκφράσεις, το πρόγραμμά του. Με έμφαση τονίζει ότι στόχος του είναι η εξάλειψη της δυστυχίας στον δήμο που θέλει να κυριεύσει και κυρίως η ανακούφιση των άστεγων και δύστυχων εγκαταλελειμμένων. Λόγια παχιά, βαρύγδουπα, που ακούμε συχνά σε προεκλογικές εποχές, χωρίς συνέχεια και συνέπεια. Που συνήθως ξεχνιούνται την επομένη των εκλογών.

Φυσικά, τα λόγια του υποψήφιου δεν φτάνουν στα αυτιά της μαυροφορεμένης γυναίκας. Αλλά και να έφταναν, σε τι θα άλλαζαν την θλιβερή της καθημερινότητα;

Οι γιορτές του Πάσχα πλησιάζουν. Οι ευχές θα πυκνώνουν. Το ίδιο και οι ευχές προς τους υποψήφιους για τις επικείμενες εκλογές.

Ποιος όμως θα ευχηθεί στην δυστυχισμένη γυναίκα; Και τι ευχή να της δώσει;

Ακόμη και μετά το Πάσχα και μετά τις εκλογές, θα είναι πάλι εκεί. Στο ίδιο πεζούλι, πάντα μόνη. Όπως και τόσοι άλλοι, τούτες τις ημέρες.

Μια μικρή και ασήμαντη ιστορία. Σαν πολλές άλλες που δεν (θέλουμε να) ξέρουμε.

Καλή Ανάσταση.


Σχολιάστε εδώ