Τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία
Oι ενδείξεις για την πορεία της Προεδρίας του Φρανσουά Ολάντ και του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού κόμματος ήταν ήδη από καιρό πολύ κακές. Η δημοτικότητα του Προέδρου στις δημοσκοπήσεις είχε φτάσει σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα. Οι δημοτικές εκλογές ήρθαν να επιβεβαιώσουν την εξανέμιση των ελπίδων που είχε δημιουργήσει η εκλογή Ολάντ και την άνοδο της απογοητεύσεως αλλά και της οργής μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Η ήττα του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκφράζεται με την απώλεια 110 μεγάλων και μεσαίων δήμων προς την αντιπολίτευση της Δεξιάς του UMP αλλά και της άκρας Δεξιάς του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν.
Σε διάγγελμά του προς τον Γαλλικό λαό, ο Πρόεδρος Ολάντ διαβεβαίωσε ότι πήρε το μήνυμα και προχώρησε σε αλλαγή της κυβερνήσεως, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού. Γιατί όμως εξελίχθησαν τόσο γρήγορα και τόσο άσχημα τα πράγματα για το κυβερνών Σοσιαλιστικό κόμμα και τον Πρόεδρο Ολάντ και ποιο είναι ακριβώς το μήνυμα που διαβεβαίωσε ότι πήρε;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα φαίνεται από το είδος της κυβερνητικής αλλαγής που προέκρινε ως αναγκαία και κατάλληλη ο Πρόεδρος Ολάντ. Η προσφυγή στον πρώην υπουργό Εσωτερικών Μανουέλ Βαλς για τη θέση του πρωθυπουργού είναι μια αντίδραση στις πιέσεις που δέχεται εσωτερικά αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση για περισσότερες «μεταρρυθμίσεις», μεγαλύτερη δηλαδή στροφή προς τις νεοφιλελεύθερες συνταγές και λύσεις. Ο Μανουέλ Βαλς εξέφρασε επανειλημμένα τον θαυμασμό του για τη Σουηδική και τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία και είναι σαφές ότι βλέπει προς την κατεύθυνση αυτή τη λύση του Γαλλικού προβλήματος.
Ο Μανουέλ Βαλς θα ήθελε μια «Agenda 2010», όπως αυτή που εισήγαγε στη Γερμανία ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ και η οποία περιελάμβανε καθήλωση και περικοπές μισθών, μείωση κοινωνικών δαπανών και παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις για νέες επενδύσεις. Το δυσάρεστο για τον Μανουέλ Βαλς είναι το γεγονός ότι η Γαλλία δεν είναι Γερμανία. Η τελευταία έχει μακρά παράδοση συνεργασίας των εργατικών συνδικάτων με τις επιχειρήσεις και γενικά πιο πειθαρχημένα εργατικά και κοινωνικά κινήματα. Έχει επίσης το πλεονέκτημα υψηλότερης ανταγωνιστικότητας, ιδίως στον κρίσιμο τομέα των εξαγωγών, χάρις στις πολλές δυναμικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, πέραν των μεγάλων. Η Γερμανία έχει, τέλος, ως προνομιακή αγορά τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που αποτελούν γι’ αυτήν σημαντικό πλεονέκτημα, όπως επίσης το πλεονέκτημα που της εξασφαλίζει το ευρώ, ως του οικονομικά ισχυρότερου μέλους της Ευρωζώνης.
Ο διορισμός του Μανουέλ Βαλς στη θέση του πρωθυπουργού έρχεται ως μια αντίδραση στις πιέσεις που εκπορεύονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεγαλύτερη προσαρμογή της Γαλλίας στη νέα Ευρωπαϊκή τάξη του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Το Σοσιαλιστικό κόμμα έκανε την πρώτη μεγάλη στροφή ήδη από τη δεκαετία του ’80, όταν εγκατέλειψε το πρόγραμμα με το οποίο είχε εκλεγεί και προσχώρησε σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική με πρόσχημα την οικοδόμηση της Ευρώπης. Η Γαλλική αυτή στροφή είχε πολύ μεγάλες συνέπειες για ολόκληρη την Ευρώπη και για την ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και αργότερα με την παγκοσμιοποίηση.
Η Γαλλία, από την ιστορία και την πολιτική και κοινωνική της παράδοση, είναι μια χώρα πολύ διαφορετική από τη Γερμανία. Δεν είναι τόσο εύκολη η προώθηση σ’ αυτήν «μεταρρυθμίσεων» τύπου «Agenda 2010», όπως στη Γερμανία. Είναι μια χώρα, επίσης, που πλήττεται αμεσότερα από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, ιδίως σε ό,τι αφορά τον πολύ σημαντικό γεωργικό της τομέα και τη μετεγκατάσταση σε χώρες φθηνού κόστους μεγάλου μέρους του βιομηχανικού της δυναμικού.
Κατά τις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του Σοσιαλιστή υποψηφίου για τις Προεδρικές εκλογές, ο Αρνό Μοντεμπούργκ, ένας από τα βασικά στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, υπεστήριξε ανοικτά γραμμή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και εξέδωσε γι’ αυτό και σχετικό βιβλίο σε μορφή μανιφέστου. Μέχρι τότε, ο μόνος που ασκούσε έντονη κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική -και είχε διαρρήξει γι’ αυτό τις σχέσεις του με το Σοσιαλιστικό κόμμα- ήταν ο πρώην υπουργός Βιομηχανίας και αργότερα Αμύνης Ζαν Πιερ Σεβενεμάν.
Ο διορισμός του Αρνό Μοντεμπούργκ στη θέση του υπουργού Οικονομίας και Βιομηχανίας έρχεται ουσιαστικά σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο νόημα που έχει ο διορισμός του Μανουέλ Βαλς στην πρωθυπουργία. Ο Γάλλος Πρόεδρος προσπαθεί να εξισορροπήσει τις τάσεις και τις πιέσεις και να επιδιώξει ταυτοχρόνως δύο αντιφατικούς στόχους. Για να διευκολυνθεί σ’ αυτό, διέσπασε το υπουργείο Οικονομικών σε υπουργείο Δημοσιονομικών και Χρηματιστικών Υποθέσεων, το οποίο ανέθεσε στον Μισέλ Σαπέν και σε υπουργείο Οικονομικών και Βιομηχανίας, το οποίο ανέθεσε στον Αρνό Μοντεμπούργκ.
Θα διαφανεί γρήγορα πόσο εφικτή είναι η ταυτόχρονη επιδίωξη δύο διαφορετικά και αντιτιθεμένων μεταξύ τους στόχων. Η αντίφαση όμως αυτή αντικαθρεφτίζει την πραγματικότητα που ζει η χώρα, εγκλωβισμένη σε μια Ευρωπαϊκή πολιτική που ωθεί προς μεγαλύτερη λιτότητα, αλλά ανοίγει επιπλέον ολοένα και περισσότερο τη χώρα σε ανεξέλεγκτες εισαγωγές που πλήττουν την εθνική παραγωγή και σε ανεξέλεγκτες εξαγωγές κεφαλαίων και μετεγκαταστάσεις βιομηχανιών.
Η εσωτερική πολιτική παράμετρος είναι η άνοδος της ακροδεξιάς, η οποία βρίσκει ακάλυπτο πολιτικό χώρο, εφόσον και τα δύο κύρια κόμματα του πολιτικού συστήματος υποστηρίζουν εξίσου τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, με πρόσχημα την κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική.
Είναι μια κατάσταση που έχει αναλογίες και με την Ελλάδα. Η νεοφιλελεύθερη μεταμόρφωση του ΠΑΣΟΚ με το δίδυμο Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου, που συνεχίζεται σήμερα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ταυτίζεται με την πολιτική μιας Δεξιάς που εγκατέλειψε τις παλιές θέσεις της υπέρ του κράτους και της μεικτής οικονομίας και ταυτίσθηκε με την κυρίαρχη Ευρωπαϊκή και διεθνή νεοφιλελεύθερη δεξιά και την παγκοσμιοποίηση.
Ομολογουμένως, το θέμα και στην Ελλάδα και στη Γαλλία δεν είναι μόνο εσωτερικό. Είναι επίσης εξόχως Ευρωπαϊκό και αφορά τον προσανατολισμό και το μέλλον της Ευρώπης.