Η Δικαιοσύνη μετριέται σήμερα με το μπόι των λειτουργών της!
Καταθέτει με το χέρι στην καρδιά την ευθύνη των λόγων του, με τη γνώση της πραγματικότητας από μέσα και την πολύτιμη εμπειρία που σε δύσκολους καιρούς σφυρηλατήθηκε, ένας κορυφαίος λειτουργός της που θήτευσε και ως υπουργός Δικαιοσύνης (1993-1995) -προσωπική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου- ο κ. Γιώργος Κουβελάκης, σύμβουλος Επικρατείας επί τιμή.
Δεν διστάζει να καταλογίσει ευθύνες στους δικαστές για τη σημερινή ποιότητα της Δικαιοσύνης που αποδίδουν, αλλά και να τονίσει ότι λειτουργούν ως συντεχνία. Ότι μεταβάλλονται σε νομοθέτη. Μιλάει επίσης και για τη μεγάλη καθυστέρηση έκδοσης των αποφάσεων από τα διοικητικά δικαστήρια που έχει κόστος στην υλοποίηση επενδύσεων. Και φυσικά δεν αφήνει εκτός ευθυνών τους πολιτικούς τους οποίους ευθέως ο κ. Κουβελάκης καταγγέλλει ότι ιδιωτικοποίησαν τα δημόσια αξιώματα. Όλα αυτά είναι μια γεύση της ανάγκης να χυθεί πλήρες φως πίσω από τις κουρτίνες που υπάρχουν στον κάθε χώρο και περισσότερο στη Δικαιοσύνη, που πρέπει να ζει μέσα σε διάφανο χώρο. Και αυτό έκανε ο σύμβουλος Επικρατείας κ. Γιώργος Κουβελάκης με την ομιλία του στις 13 Μαρτίου στην Εθνική Σχολή Δικαστών που έγινε στη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν του, δεδομένου ότι ήταν ο ιδρυτής της. Να σημειώσουμε ότι ο κ. Κουβελάκης, σε όλη την ως τώρα διαδρομή του, αποφεύγει τη δημοσιότητα. Παραθέτουμε παρακάτω ορισμένα αποσπάσματα από την τολμηρή ομιλία του κ. Κουβελάκη, που ταράζει τα νερά που χρόνια λιμνάζουν…
Η ακεραιότητα του δικαστή
«Ένα στερεότυπο συνόδευε την εικόνα που είχαν οι πολίτες για τους δικαστές: Ότι ζουν απόμακροι, περίκλειστοι, αμυνόμενοι συνεχώς, σ’ έναν κόσμο που συνωμοτεί κατά της ακεραιότητάς τους και απειλεί να τους διαφθείρει.
Το χιούμορ, η λοξή ματιά, ο αυτοσαρκασμός είναι η έξοδος από αυτά.
Η ακεραιότητα του δικαστή αναδεικνύεται και γίνεται αρετή μέσα στην κοινωνία και στους πειρασμούς της.
Έχουν προβληματίσει πολύ και πολλούς οι δικαστές που θεωρούσαν ότι μόνο οι ηθικές αξίες στις οποίες οι ίδιοι πιστεύουν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Αυτή η μονοδιάστατη προσωπικότητα ήταν η βάση της στενότητας αντιλήψεων, της προκατάληψης.
Όμως στις σύγχρονες κοινωνίες ο πλουραλισμός των ηθικών αντιλήψεων είναι κύριο χαρακτηριστικό. Το κράτος δεν επιβάλλει ούτε προάγει έναν συγκεκριμένο ηθικό τρόπο ζωής. Τηρεί στάση ουδέτερη.
Υπάρχουν ακόμη δικαστές που πάσχουν από δικαστική βουλιμία και θεωρούν ότι μόνο αυστηρές καταδίκες φέρνουν ειρήνη και ασφάλεια στην κοινωνία».
Ο δικαστής δεν παράγει νόμο
«Ο ρόλος του δικαστή είναι συγκεκριμένος. Ο δικαστής δεν παράγει τον νόμο, τον αναζητεί, τον βρίσκει και τον εφαρμόζει.
Μπορεί ενδεχομένως ο νόμος να μην είναι σωστός. Όμως θα τον εφαρμόσει. Αν δεν το κάνει, είναι κακός δικαστής, σφετερίζεται άλλη εξουσία. Και προσοχή! Όλοι οι κακοί νόμοι δεν είναι υποχρεωτικά αντισυνταγματικοί!»
Δεν γεμίζουν άδεια ταμεία…
«Τελευταία γίνεται προσπάθεια, με την επίκληση των συνταγματικών εγγυήσεων κατάργησης ή διόρθωσης ορισμένων από τις λεγόμενες μνημονιακές ρυθμίσεις.
Εν όψει του ότι ο δημοσιονομικός στόχος είναι ανειλημμένη υποχρέωση της χώρας, κάθε αλλαγή στις ρυθμίσεις αυτές προϋποθέτει αλλαγές στα υποκείμενα των επιβαλλομένων βαρών, δηλαδή αναδιανομή εισοδήματος και βαρών από τη δικαστική εξουσία. Αυτό, όταν γίνεται, συνιστά αλλοίωση του πολιτεύματος.
Πέρα από αυτό το κύριο ζήτημα, σε πρακτικό επίπεδο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και οι πιο βαθυστόχαστες δικαστικές αποφάσεις, με άψογες συνταγματικές ερμηνείες, δεν μπορούν να γεμίσουν άδεια ταμεία».
Δραπετεύουν από την αλληλεγγύη…
«Η ιδέα ότι κάποιοι δικαστές illuminati, σε περιόδους κρίσης, θα αναλάβουν να καθοδηγήσουν την κοινωνία είναι αδύνατη και θα ήταν τρομακτικό εάν ήταν δυνατή.
Το λεγόμενο κοινό αίσθημα περιέχει από τη φύση του ένα μέρος «φυσικού δικαίου» και ένα μέρος μικρού, μικρότατου συμφέροντος. Η κοινωνία είναι οι άνθρωποι, οι ομάδες τους που την απαρτίζουν. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Είναι και οι θεσμοί και οι δεσμοί που τη συνδέουν, η συλλογική μνήμη και τα έθιμα.
Και σαν τέτοια μας περιβάλλει και μας περιέχει. Δεν μπορεί να αγνοείται.
Γι’ αυτό όταν οι δικαστές, μέλη αυτής της κοινωνίας, αποφασίζουν για τις αποδοχές τους, μη λαμβάνοντας υπόψη την υπόλοιπη κοινωνία, που υφίσταται και αυτή βάρη και περικοπές, δραπετεύουν από τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, πλήττουν τον ίδιο τον πυρήνα της κοινωνίας. Η Δικαιοσύνη, εκτός από θεσμικό, πρέπει να είναι και ηθικό αντίβαρο».
Οι θεσμοί έχουν το τίμημά τους
«Στο πολιτικό πεδίο, όλοι οι επιθυμητοί θεσμοί έχουν το τίμημά τους: Η ελευθερία δυσκολεύει την ισότητα, η δικαιοσύνη αυξάνει τον έλεγχο και την καταστολή, η βιομηχανική πρόοδος υποβαθμίζει το περιβάλλον, οι δικαστικές εγγυήσεις επιτρέπουν σε κάποιους κακοποιούς να διαφεύγουν την τιμωρία, η υποχρεωτική γενική παιδεία μπορεί να διευκολύνει την κρατική ιδεολογία και προπαγάνδα κ.λπ. Το μείγμα με τα διάφορα πράγματα που θέλουμε αναζητεί τη σωστή αναλογία: Είναι το ατελείωτο συναρπαστικό παιχνίδι της Δημοκρατίας».
Είμαστε πίσω…
«Η καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια την ιδέα της Δικαιοσύνης, τις συναλλαγές, τη λειτουργία του κράτους. 400.000 υποθέσεις περίπου εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια! Και όμως, διαθέτουμε 29 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους έναντι 19 δικαστών του ευρωπαϊκού μέσου όρου και χρειαζόμαστε 510 ημέρες εργασίας για να τελεσιδικήσει μία υπόθεση όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 170 ημέρες (στοιχεία 2012)».
Δεν είναι εφημερεύων… δικαιομέτρης…
«Η σημερινή Δικαιοσύνη μετριέται με το μπόι των λειτουργών της και είμαι βέβαιος ότι θα ψήλωνε πολύ εάν δικαστήριο κήρυσσε, κάποια μέρα, παράνομη και καταχρηστική απεργία δικαστικών λειτουργών. Μια τέτοια απόφαση θα είχε τεράστια συμβολική σημασία και όλοι ξέρουμε ότι τα σύμβολα είναι συχνά ισχυρότερα από τα γεγονότα και τη λογική. Οι δικαστές με τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους περιφρονούν το Σύνταγμα, αποποιούνται τις ευθύνες τους, απονομιμοποιούνται.
Ο χώρος αυτός, χώρος ελευθερίας και εργαστηρίου ιδεών, πρέπει να έχει ως πρώτο κανόνα την αυτοκριτική, χωρίς τον φόβο του εφημερεύοντος δικαιομέτρη, έτοιμου να βρει εχθρούς της Δικαιοσύνης».
Να ανάψουν ένα καντήλι…
«Το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, θεσμικό περιβάλλον είναι περιβάλλον παρακμής, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της κρίσης που βιώνουμε. Ο χρόνος έχει πυκνώσει τόσο πολύ, που έχει γίνει αφόρητος.
Η ατιμώρητη ύβρις αυτών που επαίσχυντα ιδιωτικοποίησαν τα δημόσια αξιώματα κλείνει και σκοτεινιάζει τον ορίζοντα. Το ηθικό ζήτημα είναι πια ουσιώδες πολιτικό ζήτημα. Από την επίλυσή του εξαρτάται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Όλο και πιο πολλοί συνειδητοποιούν ότι αντί να καταριούνται το σκοτάδι, καλύτερα να ανάψουν ένα καντήλι. Να κάνουν κάτι. Στη διάχυτη κατάθλιψη αρχίζουν να ανάβουν φλόγες ελπίδας, που διακρίνονται δειλά εδώ και εκεί».