Άφρονες ακρότητες επανοπλίζουν την τουρκική κακοβουλία
Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει απλούστατα δύο πράγματα: Ή επιβάλλουμε (αν μπορούμε), ως φυσική εθνική πλειοψηφία, ρυθμίσεις που θα αναιρούν το σημερινό status quo, επανενοποιώντας την Κύπρο μέσα σε συνθήκες τουλάχιστον ζυριχικές. Ή τραβούμε το σχοινί «ως πού φτάνει» και ό,τι ήθελε προκύψει! Κι αυτό, βεβαίως, που θα προκύψει για τον τόπο είναι απολύτως προβλεπτό. Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση θα έχουμε μια καλή διχοτόμηση! Τη χειρότερη καλύτερα είναι να μην τη σκεφτόμαστε.
Γιατί της διχοτομήσεως πολλά και αυτονόητα έπονται. Τα οποία περνούν από αυτό που προσδιορίζεται -κατά Θουκυδίδην- από την ισχύ. Όπου: Ο ισχυρός θα κερδίσει τελικά όσα του επιτρέπει η δύναμή του, ενώ ο ανίσχυρος θα χάσει τόσα όσα του επιβάλλει ακριβώς η αδυναμία του. Η πικρή αλήθεια. Τ’ άλλα είναι σκέτα παραμύθια.
Αυτοί, λοιπόν, οι αφρόνως ακραίοι, που προ ημερών προκάλεσαν τα επεισόδια κατά την ομιλία του αριστερού τουρκοκυπρίου ηγέτη Μεχμέτ Αλή Ταλάτ στη Λεμεσό, ακόμη και αν πιστωθούν με άκρατο πατριωτισμό, βέβαιο είναι ότι δεν θα έχουν μέσα τους ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα. Και πρωταρχικά ότι: Την ώρα που δημιουργούν την εντύπωση αφενός ότι ούτε τέτοιος ιστορικός συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί και αφετέρου ότι και αν επιτευχθεί δεν θα λειτουργήσει, αυτομάτως ρίχνουν νερό στο αυλάκι της οριστικής γεωπολιτικής διαιρέσεως και οπλίζουν κάθε κακοβουλία. Είτε αυτή των ευανάγνωστων τουρκικών στρατηγικών προθέσεων είτε κι εκείνη των άλλων που παρεμβάλλονται πίσω από τη σκηνή για ποδηγέτηση των διαδικασιών.
Κι αυτοί μεν τη δουλειά τους κάνουν -και την κάνουν καλά- φροντίζοντας τα καλά και συμφέροντα των ιδίων. Εμείς όμως; Εμείς, λοιπόν, ούτε προσδιορίσαμε ακόμη καλά καλά το δέον ούτε και μεθοδεύουμε με συνέπεια, ευθυκρισία και πειστικότητα την προαγωγή του.
Ώστε να μεταποιηθεί από ευκταίο ζητούμενο σε πραγματοποιημένο σκοπό. Είμεθα τα θύματα και αλλότριας κακοβουλίας, αλλά και ημετέρων σφαλμάτων. Κατ’ ακρίβειαν, εγκλημάτων.
Αυτή ασφαλώς η συλλογιστική δεν απλοποιεί τα πράγματα. Προπαντός, θα ήτο λάθος να εκληφθεί ως σύσταση αποδοχής είτε απαραδέκτων λύσεων (χάριν απλώς κλεισίματος του Κυπριακού) είτε κι επικινδύνων προσεγγίσεων, που μπορεί να εμβολίσουν τον κρατικό μας θώρακα και να οδηγήσουν τον κυπριακόν Ελληνισμόν επί κενού. Γιατί ό,τι και να συμβεί και σε όσες εκχωρήσεις δικαιωμάτων γης και ζωής ενδεχομένως υποχρεωθούμε χάριν ενός συμβιβασμού, πρωταρχική μέριμνα και απαραβίαστη γραμμή θα αποτελεί για μας η διασφάλιση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων της Κύπρου στη φυσική τους γεωγραφία. Τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο. Αυτό είναι και πρέπει να παραμείνει το καθαυτό εθνικό ζητούμενο.
Αυτό συνιστά το εκ προοιμίου και αδιαπραγμάτευτο sine qua non της πλευράς μας. Πέραν όμως τούτου, και από άποψη απλής τακτικής και ως θέμα όμως ουσίας: Μόνον άνοες θα ενεργούσαν με τρόπο που να αποφράσσει την προοπτική επανενώσεως της πατρίδας μας. Η οποία εκ των πραγμάτων περνά μονοδρομικώς, αφενός από ατραπούς διακοινοτικής συνεννοήσεως και αφετέρου από προδιαγραφές τις οποίες η διεθνής κοινότης έχει με θεσμικές αποφάσεις υιοθετήσει. Δικοινοτική, δηλαδή, διζωνική (δυστυχώς) ομοσπονδία (εξ ανάγκης). Η οποία ομοσπονδία θα καταρρεύσει πριν καν ενεργοποιηθεί ως μοντέλο λύσεως, εάν δεν υπάρξει παιδεία συμβιώσεως και συνειδητοποίηση εταιρικής συνδιαχειρίσεως των πολιτειακών θεσμών και διεργασιών.
Και θα επανακαταρρεύσει επί των ερειπίων και του αίματος. Το μέγιστο μερίδιο του οποίου θα επιμερισθεί στο ανίσχυρο σκέλος της καταθλιπτικής ανισοσθένειας. Εν ολίγοις: Γάμος με το ζόρι και συνεταιρισμός με το ζωνάρι λυμένο για καυγά δεν γίνονται. Τόσο απλό.