Γιατί την κοπάνησαν οι Ισραηλινοί

Πολλές οι απορίες για τον λόγο για τον οποίο δεν πήραν μέρος, για το τι μεσολάβησε και εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους να διεκδικήσουν το σπάνιο φιλέτο του Ελληνικού.

Πληροφορίες από καλές πηγές μιλούν για σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες του ομίλου ο οποίος θα συμμετείχε στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ, ECI, Elbit και Plaza, και μάλιστα λέγεται ότι υπάρχουν εμπλοκές με τις αρμόδιες χρηματιστηριακές και δικαστικές αρχές.

Πιο συγκεκριμένα:

o Η μαμά εταιρεία Elbit Imaging της ECI (Elbit Cochin Island Ltd), που είναι μια εταιρεία άδειο κέλυφος (SPV), η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό να υποβάλει προσφορά στον διαγωνισμό για το Ελληνικό, έχει υπαχθεί σε διαδικασία αναδιάρθρωσης από το δικαστήριο του Τελ Αβίβ και έχουν δεσμευτεί οι λογαριασμοί της.

o Η θυγατρική Plaza Centers, που προσέδωσε και την οικονομική και την τεχνική επιλεξιμότητα στην ECI, έχει επίσης υπαχθεί σε καθεστώς αναδιάρθρωσης και δέσμευσης των λογαριασμών της από τα δικαστήρια του Άμστερνταμ, που όρισαν διαχειριστή και δικαστικό επιμελητή για τις υποθέσεις της εταιρείας.

Εξαιτίας όλων αυτών, σύμφωνα με τους κανόνες του RFP, δεν επιτρέπεται στην ECI να καταθέσει πρόταση σε διαγωνισμό.

Πέραν όμως αυτών, η Elbit κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων προέβαλλε ενστάσεις, όπως για το φορολογικό καθεστώς (ζητούσε μεγαλύτερες φορολογικές απαλλαγές) και για τις εγγυήσεις που προσφέρει η Ελληνική Δημοκρατία. Όλες οι ενστάσεις απαντήθηκαν επισήμως από το ΤΑΙΠΕΔ και οι απαντήσεις, μάλιστα, στάλθηκαν στο data room, αλλά η ECI επέμενε για περαιτέρω αλλαγές υπέρ της. Ουσιαστικός στόχος, όπως εκτιμούν, ήταν η αναβολή της ημερομηνίας υποβολής δεσμευτικών προσφορών, με την ελπίδα ότι θα είχαν καταφέρει να βγουν από το καθεστώς της πτώχευσης.

Και πράγματι δόθηκε μια σειρά παρατάσεων (άνευ πραγματικών λόγων) στην ημερομηνία υποβολής των προσφορών και έτσι από τον Αύγουστο του 2013 φθάσαμε στον Φεβρουάριο του 2014.

Ο διαγωνισμός ήταν διεθνής και ανοικτός, σύμφωνα με το ελληνικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, και η διαφάνειά του ήταν πολύ υψηλή, καθώς όλα τα θέματα που τέθηκαν από όλα τα μέρη, καθώς και όλες οι διαπραγματεύσεις, στέλνονταν αμέσως στο data room. Όλοι γνώριζαν τα πάντα.

Δεν υπήρξε ενδιαφερόμενος ή μη σε όλον τον κόσμο που να μην ήταν ενημερωμένος για τον διαγωνισμό, ενώ η κυβέρνηση, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, είχε δημοσιοποιήσει τις προθέσεις της για την παραχώρηση του Ελληνικού από τον Απρίλιο του 2012. Και οι διαδικασίες αυτές δεν αμφισβητήθηκαν. Απόδειξη, το ότι δεν υποβλήθηκε καμία ένσταση κατά της διενέργειας του διαγωνισμού, πέραν βέβαια των πολιτικών αντιδράσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Όποιος ήθελε να μετάσχει μπορούσε ελεύθερα να καταθέσει φάκελο με την προσφορά του. Όσοι δεν συμμετείχαν, όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις διαγωνιστικών διαδικασιών του Ελληνικού Δημοσίου, το έκαναν επειδή δεν είχαν τα κεφάλαια ή δεν ήθελαν να αναλάβουν το ρίσκο μιας τόσο μεγάλης και μακρόπνοης επένδυσης. Είτε γιατί δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα είτε γιατί έχουν συνηθίσει στις τοποθετήσεις με άμεσο και εύκολο κέρδος – κοινώς «αρπαχτές».

Το τίμημα που έχει προσφερθεί από τον μοναδικό επιχειρηματικό όμιλο που συμμετείχε, τον Lamda – Fosun – Al Maabar, είναι η οικονομική προσφορά συν το ύψος της επένδυσης, που αναμένεται να ξεπεράσει τα 7 δισ. ευρώ.


Σχολιάστε εδώ