Ουκρανικό – Κριμαϊκό και η επίδρασή τους στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα
Οι διαδηλώσεις στην πλατεία Ανεξαρτησίας στο Κίεβο, που άρχισαν τον περασμένο Νοέμβρη, δεν ήταν τυχαίες. Τις προκάλεσε η άκομψη άρνηση, την τελευταία στιγμή, του Προέδρου Γιανουκόβιτς να υπογράψει τη Συμφωνία Συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που θα έδινε ευρωπαϊκή προοπτική στη χώρα. Η υπαναχώρηση του Γιανουκόβιτς ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα πιέσεων που ασκήθηκαν από τη Μόσχα. Σύντομα οι διαδηλώσεις από αντιπροεδρικές και αντικυβερνητικές απέκτησαν και αντιρωσικό χαρακτήρα. Ο εξαναγκασμός του Γιανουκόβιτς να εγκαταλείψει τη χώρα, χωρίς στη συνέχεια να εφαρμοστούν οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διατάξεις, προσιδιάζει σε γεγονότα που έχουν συμβεί σε χώρες της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και δεν ταιριάζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Ουκρανία.
Οι σχέσεις Κιέβου – Μόσχας, από την επομένη της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήταν ποτέ ιδανικές. Η Ουκρανία ήγειρε πολύ σύντομα θέμα για τις ρωσικές ναυτικές βάσεις στην Κριμαία, όπως και θέμα διανομής των κτιριακών εγκαταστάσεων των πρεσβευτικών και προξενικών αρχών στο εξωτερικό, που ήταν συλλογική ιδιοκτησία της ΕΣΣΔ. Επιπροσθέτως, με επιχείρημα την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας εις βάρος των Τατάρων της Κριμαίας, που είχαν εκτοπιστεί επί Στάλιν, ευνόησαν την επιστροφή διακοσίων χιλιάδων περίπου. Το Κίεβο είχε τότε εισπράξει πολλά εύσημα από τη Δύση και γενναία χρηματοδοτική βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς. Για τη Μόσχα προφανής στόχος ήταν η αλλοίωση της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού της Κριμαίας, ο οποίος στη μεγάλη πλειονότητά του είναι ρωσόφωνος και ρωσικής καταγωγής. Δεν χωρεί αμφιβολία για το ότι το Ουκρανικό έχει μια ισχυρή γεύση γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Τις Ηνωμένες Πολιτείες τις ανησυχεί η οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική άνοδος της Ρωσίας. Το αυξημένο διεθνές κύρος της φάνηκε και στα πρόσφατα γεγονότα στη Μ. Ανατολή. Η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να καθορίζει την πολιτική της έναντι της Μόσχας με τα ίδια σχεδόν κριτήρια με τα οποία η Δύση (ΝΑΤΟ) αντιμετώπιζε τη Σοβιετική Ένωση. Το αρχικό δόγμα της συγκράτησης (containment) της ΕΣΣΔ ακολούθησε το δόγμα των μαζικών αντιποίνων (massive retaliations) και μετά, στο πνεύμα της ειρηνικής συνύπαρξης, μετριάστηκε από το δόγμα της επιλεκτικής αντίδρασης (flexible response).
Σήμερα είναι άκρως αμφίβολο αν οι ΗΠΑ θα διακινδυνεύσουν μια ένοπλη αντιπαράθεση με τη Μόσχα προς χάριν της Ουκρανίας. Ακόμη και όταν, μετά το δημοψήφισμα της Κυριακής 16 Μαρτίου, η Μόσχα θα προβεί στην προσάρτηση της Κριμαίας.
Η στάση της ΕΕ στο Ουκρανικό επιβεβαίωσε τη θεσμική και πολιτική της ανυπαρξία. Αντί μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής διαμεσολάβησης, λειτούργησε με ένα εξωθεσμικό διευθυντήριο (Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία) για την επίτευξη της Συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου, που τελικά δεν τηρήθηκε. Το Βερολίνο αντιμετώπισε το Ουκρανικό περισσότερο με εθνικά κριτήρια. Υπολογιστικά, στήριξε τις διαδηλώσεις, πιστεύοντας ότι η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ -έστω και διχοτομημένης- θα βοηθούσε στην επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της ακόμη ανατολικότερα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί, ασφαλώς, να επιχαίρει με τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία. Επιστροφή σε κλίμα ψυχροπολεμικό, καθώς και πολιτική απομόνωσης της Ρωσίας δεν ευνοούν τα ελληνικά συμφέροντα. Η οικονομική, πολιτική και ενεργειακή συνεργασία με τη Μόσχα μπορεί να ανακοπεί, όπως και η ροή ρώσων τουριστών προς την Ελλάδα. Η διαρκής και σταθερή υποστήριξη της Μόσχας στο Κυπριακό στα διεθνή φόρουμ μπορεί να μην έχει την ίδια συνέπεια. Αρνητική, επίσης, επίδραση μπορεί να έχει το Ουκρανικό στον άμεσο γεωγραφικό περίγυρό μας, τα Βαλκάνια, όπου υπάρχουν ανοιχτά προβλήματα εθνοτικής φύσης, συνοριακές διαφορές κ.ά.
Μια δυτική, εξάλλου, πολιτική απομόνωση της Ρωσίας μπορεί να αναβαθμίσει στρατηγικά την Τουρκία. Η ελληνική διπλωματία επικρίνεται για το ότι δεν αντέδρασε στη σχεδόν αγνόησή της στην ουκρανική κρίση, παρότι αυτό το εξάμηνο ασκεί την προεδρία της ΕΕ. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είχε ελάχιστες δυνατότητες να ακουστεί η φωνή της. Η οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται έχει εξασθενήσει σε μεγάλο βαθμό το διεθνές κύρος της. Όμως, ο υπουργός Εξωτερικών θα μπορούσε να αναλάβει σε εθνική βάση κάποιες πρωτοβουλίες και να μεταφέρει σε πολυμερή και διμερή επίπεδα την ελληνική εκτίμηση ότι δεν συμφέρει την Ευρώπη η απομόνωση της Ρωσίας. Να τονίσει ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη τη Ρωσία και η Ρωσία την Ευρώπη.