Οξύνεται ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με επίκεντρο την Ουκρανία

O φόβος μιας νέας ξένης επεμβάσεως, συγκεκριμένα μιας Δυτικής επεμβάσεως, μ’ επικεφαλής τις ΗΠΑ ανέκυψε μετά το αιφνίδιο κλείσιμο της Συριακής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον. Το κλείσιμο της πρεσβείας σε μια στιγμή που το καθεστώς Άσαντ πλησιάζει τη νίκη στο πεδίο της μάχης, είναι ένα μήνυμα ότι οι ΗΠΑ επανέρχονται στη σκληρή στάση ότι ο Άσαντ πρέπει ν’ αποχωρήσει για να τερματισθεί ο πόλεμος.

Κρίσιμη από την άποψη αυτή είναι η αναμενόμενη επίσκεψη στο Ριάντ του Αμερικανού προέδρου. Η Σαουδική Αραβία είναι έντονα δυσαρεστημένη από την Αμερικανική πολιτική στη Συρία αλλά και για το πρόβλημα του Ιράν. Για τη Σαουδική Αραβία το πρόβλημα με το Ιράν δεν τίθεται μόνο σε σχέση με το πυρηνικό του πρόγραμμα, τίθεται επίσης με γεωπολιτικούς όρους ως ανταγωνιστικής δυνάμεως στην περιοχή και κυρίως ως χώρας που ηγείται του μετώπου των Σιιτών, από τον Περσικό Κόλπο και το Ιράκ μέχρι τη Συρία και τον Λίβανο.

Είναι βέβαιο ότι μέσα στο σημερινό αντι-Ρωσικό κλίμα, λόγω της κρίσεως της Ουκρανίας, η Σαουδική Αραβία θα ανανεώσει και θα εντείνει τις πιέσεις προς τις ΗΠΑ για μια νέα στροφή της Αμερικανικής πολιτικής στο θέμα της Συρίας. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι η Αμερικανική πλευρά θ’ ασκήσει έντονες πιέσεις στη Σαουδική Αραβία για τη ματαίωση της χρηματοδοτήσεως της αγοράς όπλων που συμφώνησε προσφάτως στη Μόσχα ο στρατάρχης Αλ Σίσσι της Αιγύπτου.

Ο Πρόεδρος Ομπάμα για ν’ αντισταθμίσει τις κατηγορίες ότι δεν επιδεικνύει πυγμή στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Ρωσία, έφερε κοντά του στελέχη των Ρεπουμπλικάνων που είχαν σχέσεις προηγουμένως με τον Πρόεδρο Μπους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η υφυπουργός Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων Βικτόρια Νούλαντ.

Η μερική επιστροφή, με τον τρόπο αυτό, της Αμερικανικής πολιτικής Μπους είναι βέβαιο ότι θα αυξήσει τη διεθνή ένταση και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία. Ήδη η κρίση στην Ουκρανία, με την πραξικοπηματική ουσιαστικά κατάληψη της εξουσίας στο Κίεβο από ακραίες πολιτικές δυνάμεις, είναι δείγμα μιας επιθετικής στρατηγικής σε γεωπολιτικό επίπεδο, έστω και αν καταγγέλλεται ως επιτιθέμενος ο Πούτιν.

Ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος να αντιδράσει και θα ήταν η εσχάτη αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι θα παρέμενε απαθής μετά την αντι-Ρωσική ανατροπή στο Κίεβο. Ποια θα είναι στη συνέχεια η πορεία των γεγονότων; Ο Πούτιν έδωσε διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στη Νοτιοανατολική Ουκρανία, όπου ζουν συμπαγείς Ρωσικοί πληθυσμοί. Η διαβεβαίωσή του είχε ως στόχο να μειώσει την ένταση και να διαφυλάξει την οικονομική συνεργασία με την Ευρώπη. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να εγγυηθεί για το τι θα γίνει, εάν δεν υπάρξει αλλαγή ή προοπτική αλλαγής στο Κίεβο η οποία να απομακρύνει τους αντι-Ρώσους ακραίους που βρίσκονται στην εξουσία και να καθησυχάσει τη Μόσχα μ’ ένα αποδεκτό καθεστώς.

Η άλλη όμως πλευρά δεν φαίνεται να είναι έτοιμη να εγκαταλείψει το πλεονέκτημα που κατέκτησε στο Κίεβο. Πολλαπλασιάζει τις επισκέψεις επισήμως στο Κίεβο και τις υποσχέσεις για βοήθεια. Επισπεύδει επίσης τη σύνδεση της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε πρώτο στάδιο, παρά το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει καμία νομιμοποίηση που να της επιτρέπει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες.

Οι Δυτικοί σύμμαχοι ανεβάζουν επίσης υπέρμετρα τους τόνους για την Κριμαία, παρά το γεγονός ότι η περίπτωση της Κριμαίας δεν προσφέρεται ως παράδειγμα Ρωσικής επιθετικότητας. Η Κριμαία ήταν επί αιώνες Ρωσικό έδαφος, κατοικείται κατά πλειοψηφία από Ρώσους και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της θέλει την επιστροφή στη Ρωσία.

Οι υπερβολικές καταγγελίες έχουν ως στόχο ν’ αντισταθμίσουν την πραγματική αδυναμία στρατιωτικής παρεμβάσεως, να ενορχηστρώσουν μια διεθνή αντι-Ρωσική εκστρατεία και ν’ αποτρέψουν, κυρίως, Ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Νοτιοανατολική Ουκρανία και στην Υπερδνειστερία.

Η Ρωσική πλευρά έχει τώρα το αναμφισβήτητο στρατιωτικό πλεονέκτημα και μπορεί σχετικά εύκολα, με την υποστήριξη και των τοπικών πληθυσμών, να επιτύχει τον έλεγχο των περιοχών αυτών. Η Μόσχα όμως διστάζει, θέλει ν’ αποφύγει μια μετωπική σύγκρουση Ρώσων και Ουκρανών. Δεν θέλει επίσης να επιδεινώσει τη διεθνή κατάσταση. Ο δισταγμός αυτός μπορεί ν’ αποδειχθεί μεγάλο στρατηγικό λάθος, εάν από την άλλη πλευρά δεν επιδειχθεί καλή θέληση και συνεργασία για την εγκαθίδρυση στο Κίεβο μιας κυβερνήσεως που θα είναι αποδεκτή και από τη Μόσχα.

Η έξαλλη επίσης συμπεριφορά των φανατικών που βρίσκονται στην εξουσία στο Κίεβο και οι ακρότητες και προκλήσεις που διαπράττουν είναι ικανές να πυροδοτήσουν αντιδράσεις και εξελίξεις.

Τα νέφη συσσωρεύονται στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Εάν επιβεβαιωθεί μια νέα στροφή στην Αμερικανική πολιτική στη Συρία και πάρουν νέα ζωή τα σχέδια για Δυτική στρατιωτική επέμβαση, η διεθνής κατάσταση θα πάρει εκρηκτική τροπή, με κίνδυνο γενικότερης αναφλέξεως στη Μέση Ανατολή και επιστροφής του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη.

Είναι τραγικό οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τις εμπειρίες που είχαν από τη συμπαιγνία τους με τους ακραίους Ισλαμιστές, να εξακολουθούν να υπολογίζουν σ’ αυτούς από τυφλό αντι-Ρωσισμό. Είναι τραγικό επίσης, κινούμενες από το ίδιο αντι-Ρωσικό σύνδρομο και γεωπολιτικούς υπολογισμούς να συνεργάζονται στο Κίεβο με ακραίες πολιτικές δυνάμεις που έχουν στην κυριολεξία Ναζιστικές πολιτικές καταβολές. Η Ουκρανία είναι μια διαιρεμένη χώρα και η υποστήριξη των άκρων θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ενότητα της χώρας.

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον από την άνοδο της διεθνούς εντάσεως. Για μια όμως ακόμη φορά, ο υπουργός Εξωτερικών υπερακοντίζει σε αντι-Ρωσικές δηλώσεις, βλάπτοντας τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.


Σχολιάστε εδώ