Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Κατά την ενθρόνισή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο είχεν ορκιστεί, ενώπιον Θεού και ανθρώπων «υπό τους ιερούς θόλους της Μονής της Φανερωμένης, να αγωνιστεί μέχρι θανάτου για την ένωση και μόνο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα» και που όταν άρχισε ο ένοπλος αγώνας συμπαραστάθηκε ολόψυχα στον αρχηγό των ανταρτών Γ. Γρίβα-Διγενή. Οι αναμφισβήτητες πολιτικές και διπλωματικές του ικανότητες συνεχώς έφερναν σε δύσκολη θέση τους δυνάστες που επιζητούσαν τρόπους να απαλλαχθούν απ’ «αυτόν τον τραγόπαπα». Με τα συχνά του ταξίδια στην Αθήνα, με τους ένθερμους λόγους του προς τους ελεύθερους λαούς, ζητώντας τη συμπαράστασή τους, τα κηρύγματα ενός υπόδουλου ιεράρχη» που διερμήνευε τα δεινά της σκλαβιάς, τον έκαναν ίνδαλμα του αγωνιζομένου Ελληνισμού, έναν ακατάβλητο «μπροστάρη», έναν φλογερό συνεχιστή των «ματωμένων ράσων» με την ατέλειωτη προσφορά στον βωμό της λευτεριάς μας.
Η προκύψασα νέα κυβέρνηση έφερε από γεννησιμιού της τη ρετσινιά της «ευνοιοκρατίας», καθώς σύμφωνα με τις ενδείξεις ήταν ένα ανίερο προϊόν συμβιβασμού, επειδή -κατά τις δικαιολογίες- «δηλητηρίαζε τις σχέσεις δύο φίλων και συμμάχων λαών». Πολλές εφημερίδες, με την «Εστία» επικεφαλής, κατηγορούσαν την κυβέρνηση με χαρακτηρισμούς όπως «κυβέρνηση Κουΐσλινγκ», «κυβέρνηση τεμενάδων» και «κυβέρνηση των yes men». Κοινή ήταν η αίσθηση πως καθημερινά έδινε εξετάσεις υποταγής στους πρέσβεις Αγγλίας και Αμερικής, τους εξοχότατους Πηκ και Κάνον… Μέχρι και η «Καθημερινή» -αν θυμάμαι καλά-, στυλοβάτης της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε κάποιο από τα καθημερινά της πανέξυπνα λογοπαίγνια ανάμεσα στα σχόλια της πρώτης σελίδας έγραφε: Κυβέρνηση του «Ότι μου… Πηκ θα Κάνον!». Παράλληλα, σύσσωμη η αντιπολίτευση στηλίτευε καθημερινά την όλη πολιτεία της, αλλά όμως ελάχιστους έπειθε διότι υπήρχε η εντύπωση πως η πολεμική της οφείλετο στο γεγονός ότι «ο Καραμανλής τους πήρε την μπουκιά μέσα από το στόμα». Και εάν καμιά φορά «κάποιος το χόντραινε» βγάζοντας στη φόρα κάποιες «λαδιές», δεινός παίκτης ο Καραμανλής εξέτρεπε τα σκάγια προς τον θρόνο, καθιστώντας εμμέσως υπεύθυνο τον συνταγματικά ανεύθυνο ανώτατο άρχοντα, φορτώνοντάς του τις δικές του «αμαρτίες». Αλλά και στην Κύπρο, όπου ο επιτυχής ένοπλος αγώνας που έως τότε καθημερινά φούντωνε, αισθητή ήταν μια εξ Αθηνών τροχοπέδη σε ό,τι έθιγε τους Εγγλέζους, με «λογικές παραινέσεις περί σωφροσύνης» στον Μακάριο παράλληλα με διπλωματικές πρωτοβουλίες, που κατά το κοινώς λεγόμενο «βρωμούσαν και του δένανε τα χέρια…». Πάντως, ο Καραμανλής τον φοβόταν και τον κανάκευε διότι αρκούσε μία λέξη του Μακάριου για να ανατραπεί η κυβέρνηση. Πρόσφατο ήταν το συμβάν με μια «αστοχία» του υπουργού Εξωτερικών Θεοτόκη, που προκάλεσε την άμεση αξίωση από την Κύπρο να αντικατασταθεί. Έτσι, χωρίς προσχήματα, «εξωπετάχτηκε» ο… Σπυρέτος και στη θέση του τοποθετήθηκε ο «μαχητής» Ευάγγελος Αβέρωφ, που σύμφωνα με τα παπαγαλάκια, άκουγαν οι Άγγλοι το όνομά του και… τρέμανε. Διεδίδετο, ακόμη, πως «μέχρι και τον Ήντεν κόλλησε κάποτε στον τοίχο». Και… έτρεχε ο δυστυχής (ο Ήντεν) στους… ψυχίατρους μπας και ξαναβρεί τη χαμένη του αυτοπεποίθηση από τον Βαγγέλη! Μέσα σε αυτό το κλίμα και ενώ ο Μακάριος κατηγορείτο ψιθυριστά ως «αδιάλλακτος» που έπρεπε «να βάλει νερό στο κρασί του», ο νέος κυβερνήτης της αποικίας Στρατάρχης Χάρτινγκ άρχισε «να δείχνει τα δόντια του».
Έκανε προτάσεις για ειρήνευση από τη μία, αλλά ταυτόχρονα συνέχιζε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με σκοπό την εξάρθρωση της ΕΟΚΑ. Οι συλλαμβανόμενοι αγωνιστές κατά κανόνα καταδικάζονταν σε θάνατο. Μέσα στα μέτρα καταστολής ήταν και η σύλληψη του εθνάρχη Μακάριου, του Επίσκοπου Κυπριανού και άλλων τριών εθναρχικών παραγόντων, οι οποίοι εξορίστηκαν στις εξωτικές Σεϋχέλλες. Τον Μακάριο, μάλιστα, τον συνέλαβαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας τη στιγμή που θα επιβιβαζόταν σε αεροπλάνο για την Αθήνα, όπου -καθώς ελέγετο- θα τα «έψελνε» κανονικά στη δυάδα Καραμανλή-Αβέρωφ διότι «απηύδησε» με τον ενδοτισμό της μυστικής τους διπλωματίας…
Με την απέλαση του εθνάρχου η κυβέρνηση απαλλασσόταν από έναν βραχνά και μπορούσε αδέσμευτη να εκπληρώσει τις… δεσμεύσεις της.
Ένας καινούργιος όμως «κεραυνός» ήρθε να «ταράξει τους κύκλους» των σχεδίων της: Δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι εικοσάχρονοι Μιχάλης Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου, καταδικασμένοι σε θάνατο, επρόκειτο να απαγχονιστούν. Γεμάτοι από ελληνική υπερηφάνεια αρνήθηκαν να υποβάλουν αίτηση χάριτος στον δυνάστη, αλλά κινητοποιήθηκε η παγκόσμια κοινή γνώμη προς ματαίωση του απαγχονισμού. Στην Αθήνα, την παραμονή που οι μελλοθάνατοι θ’ ανέβαιναν στο ικρίωμα, οργανώθηκε στην Ομόνοια πάνδημο συλλαλητήριο, διερμηνεύοντας την οργή του λαού για τους άγγλους δημίους… Ήταν μια τεράστια συγκέντρωση γεμάτη ανάμικτα συναισθήματα αγανάκτησης και οργής. Μα η κυβέρνησή μας, αντί να εκμεταλλευτεί το «φωνή λαού – οργή Θεού» μιας παφλάζουσας λαοθάλασσας, στιγματίζοντας ανά την υφήλιο το εγγλέζικο θανατικό, για να μη στενοχωρηθούνε οι δήμιοι φίλοι μας διέταξε την Αστυνομία να ανοίξει πυρ και να διαλύσει τους διαδηλωτές. Επτά νεκροί και τριακόσιοι τραυματίες ήταν ο απολογισμός του αιματηρού απογεύματος της 9ης Μαΐου 1956, όπου με υπερηφάνεια δηλώνω πως «ήμουν και εγώ εκεί».
Οι επτά νεκροί που έβαψαν με το αίμα τους την οδό Σταδίου παρέμειναν «ανώνυμοι» και πέρασαν στη λήθη μοναχά ως σκέτος αριθμός, αφού τα ονόματά τους δεν προσφέρονταν για κομματική ή ιδεολογική εκμετάλλευση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση, «αντί στεφάνου», κατέθεσε την… απρέπεια να τους χαρακτηρίσει «κομμουνιστές ταραξίες…»
Οι Καραολής και Δημητρίου απαγχονίστηκαν το πρωί της 10ης Μαΐου 1956. Έφυγαν με το όραμα της ένωσης με τη μεγάλη τους πατρίδα, την Ελλάδα, όραμα για το οποίο προσφέρανε τα νιάτα τους. Ο Καραολής αποχαιρέτησε τη ζωή με ένα ποίημα-ωδή σʼ αυτό το όραμα, που έκλεινε με τον στίχο του Εθνικού μας Ύμνου: «Χαίρε, ω χαίρʼ ελευτεριά…»