Η Γνώμη μου
Η εργάσιμη ημέρα ανάμεσα σε δύο αργίες να είναι αργία.
Η Δευτέρα 24 Μαρτίου είναι εργάσιμη ημέρα. Η προηγούμενή της (Κυριακή 23 Μαρτίου) και η επόμενή της (Τρίτη 25 Μαρτίου) είναι αργίες. Όταν μια εργάσιμη ημέρα μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο αργίες, λέγεται «γέφυρα», γιατί ενώνει δύο αργίες.
Σε άλλες χώρες, π.χ. στο Βέλγιο και στη Γαλλία, η «γέφυρα» γίνεται αργία. Και οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν ένα συνεχές τριήμερο ξεκούρασης και ανάκτησης δυνάμεων, που το χρησιμοποιούν συνήθως για μια έξοδο στην επαρχία.
Στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι εργάσιμη ημέρα. Με αποτέλεσμα να συμβαίνει ένα εκ των δύο: Οι εργαζόμενοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους να χρησιμοποιούν τη «γέφυρα» ως αργία -με νόμιμη άδεια ή με άδεια «από τη σημαία», ή με άλλα τεχνάσματα- και να απολαμβάνουν το τριήμερό τους. Ή να διακόπτουν το τριήμερο, να επανέρχονται στην εργασία τους για την ενδιάμεση ημέρα και να ξαναφεύγουν για να επανέλθουν την επόμενη, αφού η μεθεπόμενη είναι ημέρα εργασίας.
Στην πρώτη περίπτωση, οι υπηρεσίες του Δημοσίου ουσιαστικά αδρανούν. Λείπουν οι περισσότεροι υπάλληλοι, αλλά λείπουν και οι περισσότεροι πολίτες, που και αυτοί προτιμούν να απολαμβάνουν το τριήμερο και να επισκεφθούν το Δημόσιο για τις υποθέσεις τους την πρώτη μετά το τριήμερο εργάσιμη ημέρα.
Τις δημόσιες υπηρεσίες την ημέρα της «γέφυρας» τις επισκέπτονται δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργία για να διαπιστώσουν και να παρουσιάσουν το φαινόμενο της απουσίας των υπαλλήλων και της αδράνειας ή υπολειτουργίας του Δημοσίου, συνοδεύοντας το ρεπορτάζ τους με επικριτικά σχόλια, που τα συνδέουν αρκετές φορές και με πολύ υποκρισία, με την καθυστέρηση της ανάπτυξης, της έλλειψης σεβασμού στον πολίτη κ.λπ. Οι θεατές των καναλιών τη Δευτέρα (24 Μαρτίου) το βράδυ θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το ίδιο θέαμα και τα ίδια «ειρωνικά» σχόλια, όπως κάθε χρόνο!
Στη δεύτερη περίπτωση, την περίπτωση που οι υπάλληλοι εργάζονται κανονικά την ημέρα της γέφυρας, είτε χάνουν την ευκαιρία να απολαύσουν το τριήμερο στην επαρχία και μένουν στο «κλεινόν άστυ» για να αποφύγουν την ταλαιπωρία του «πήγαινε – έλα», είτε αν επιλέξουν το τελευταίο, υποβάλλονται σε τόση ταλαιπωρία και τόση κούραση, που στο τέλος μετανιώνουν για την επιλογή τους. Γιατί αναχωρούν για την επαρχία την πρώτη ημέρα του τριήμερου, το πρωί, γυρίζουν το βράδυ, για να είναι την επόμενη στη δουλεία τους, ξαναφεύγουν με το τέλος της εργασίας τους και επιστρέφουν οριστικά την επομένη το βράδυ, για να πάνε στην εργασία τους την επομένη.
Το τριήμερο της ξεκούρασης έγινε τριήμερο εξάντλησης, έντασης, άγχους, με πολλές ώρες οδήγησης, με ατυχήματα, με κυκλοφοριακή συμφόρηση, καθυστερήσεις, καυσαέρια, έξοδα (βενζίνες, διόδια κ.λπ.).
Ως υπουργός Προεδρίας, συνέταξα τροπολογία που μετέτρεπε την εργάσιμη ημέρα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο αργίες, τη «γέφυρα», σε αργία για το δημόσιο τομέα. Το είχαν αποδεχθεί και οι Τράπεζες, και το συζητούσε ο ιδιωτικός τομέας. Οι εργαζόμενοι θα απολάμβαναν ένα ξένοιαστο τριήμερο και οι εργοδότες θα προγραμμάτιζαν επαγγελματικά ταξίδια (αφού οι αργίες στο εξωτερικό συμπίπτουν με τις αργίες στο εσωτερικό). Η ψήφιση της τροπολογίας δεν έγινε δυνατή. Η αντίδραση προήλθε από τον συνδικαλιστικό χώρο. Όχι γιατί δεν ωφελούσε τους υπαλλήλους. Αλλά γιατί δεν είχε τηρηθεί η ακολουθούμενη πάγια διαδικασία. Έπρεπε η πρόταση να προέρχεται, ή έστω να φαίνεται ότι προέρχεται από τον συνδικαλιστικό φορέα. Όχι από τον υπουργό, τον εκπρόσωπο του κράτους. Το μέτρο ματαιώθηκε τότε. Τώρα που το κράτος είναι και για την Αριστερά «το τελευταίο καταφύγιο» στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και ο αρμόδιος υπουργός ως εκπρόσωπος του κράτους δεν θεωρείται «ταξικός αντίπαλος», μήπως είναι καιρός να λυθεί το πρόβλημα που βασανίζει τους υπαλλήλους, τους στερεί από μια ευκαιρία εκτόνωσης στο βαρύ κλίμα που επικρατεί και που στερεί ταυτόχρονα και την ελληνική ύπαιθρο από μια ευκαιρία αναζωογόνησης στο μαρασμό που περνάει;
Έτσι κι αλλιώς, ουσιαστική εργασία την ημέρα της «γέφυρας» δεν προσφέρεται. Η θετική λύση, η καθιέρωση της αργίας -για την οποία δεν χρειάζεται έγκριση της «τρόικας»- θα δώσει τέλος και στα τεχνάσματα που παρατηρούνται, που έχουν αποτέλεσμα, χωρίς ουσιαστική αιτία -συντελούντων και των ΜΜΕ- να δυσφημείται το Δημόσιο και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Και δεν προκαλείται καμία χρηματική δαπάνη για το Δημόσιο, αντίθετα συντελεί στην αύξηση του ΑΕΠ.