Ελλάδα και Κύπρος στη δίνη γεωστρατηγικών ιστορικών αναδιατάξεων

Και από τις οποίες αναπαράγονται ήδη, αφενός ραγδαίες αναδιατάξεις ισορροπιών και αφετέρου δραστικές ανακατατάξεις επιρροών και ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Κάτι που εκ των πραγμάτων θα επιδράσει άμεσα και καθοριστικά στα καθ’ ημάς. Ανάλογα και με τις απροσδιόριστες ακόμη τροπές που εν τω μεταξύ θ’ ανακύψουν, μέσα από το ρευστό τοπίο που ήδη διαμορφώνεται, αναπαράγοντας εγγενείς κινδύνους και δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες δυναμικές. Κι αυτό επιβάλλει αυτονοήτως σ’ εμάς, ανάταξη προσοχής και οπωσδήποτε στρατηγική διαχείριση των πέραν ιδικής μας εμβελείας κι ελέγχου εξελίξεων.

Προκειμένου: Όχι μόνο ν’ αποφύγουμε αρνητικά παράγωγα (ή τουλάχιστον να τα ελαχιστοποιήσουμε) αλλά και αντιθέτως να επωφεληθούμε από τυχόν ευκαιρίες.

Δεύτερον: Ότι δεν μπορεί όσα συμβαίνουν (και κυρίως όσα με βεβαιότητα επέρχονται) να μη μας επηρεάσουν, είναι δεδομένο. Γιατί αυτά εκδηλώνονται συν άλλοις: α) Με πρακτικές γεωπολιτικών τετελεσμένων. Τα οποία μάλιστα μέχρις ενός βαθμού είναι ομοιότυπα της δικής μας εμβόλιμης παθογένειας. β) Με αναδιαρθρώσεις συνόρων σε κρίσιμες περιοχές και με ανάλογες συνέπειες, που δεν είναι δύσκολο να προεικασθούν. γ) Με δραστική μετατόπιση στρατηγικών επιρροών των βασικών κέντρων ισχύος, οι οποίες συνάπτονται προς διαδικασίες αλυσιδωτών κρίσεων. Και δ) Με επαναναβίωση και ζωογόνηση των ψυχροπολεμικών συνθηκών, που ενώ υπήρχε η εντύπωση οριστικού τερματισμού των, αποδεικνύεται ότι: Αντιθέτως σοβούσαν, ως εν πολλοίς υφέρποντα ρεβανσιστικά κατάλοιπα, που ανετροφοδοτούντο από εθνικιστικές και άλλες εκκρεμότητες.

Η απόσχιση, βεβαίως, της Κριμαίας από την Ουκρανία (που μπορεί ν’ αποτελεί και δίκαιη τελικά μετεξέλιξη όσων προηγήθηκαν) είναι δυνατό ν’ αποβεί έωλη αιτιολόγηση τουρκικών αυθαιρεσιών, με αυτονόητους παραλληλισμούς. Παρόλο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Δεδομένου ότι τα κατεχόμενα εδάφη στην Κύπρο δεν κατοικούντο έστω και κατά σχετική πλειοψηφία από Τούρκους. Αυτό επετεύχθη βίαια και με πρωτοφανή βαναυσότητα μετά την εισβολή, τόσο με πληθυσμιακή μετακίνηση, όσο και με σαφώς εγκληματική εποικιστική επιχείρηση και δημογραφική ανατροπή.

Η Κύπρος, ούτως ή άλλως βρίσκεται σε πυριφλεγή ζώνη, όπου οι ανατροπές βαίνουν ανελισσόμενες. Και μαζί με τον σύνολον Ελληνισμόν, γειτνιάζει προς εστίες, όχι απλώς συγκρούσεων, αλλά και διαμορφώσεως συνθηκών κινουμένης άμμου. Που εφόσον προστεθούν στις νέες δυναμικές που συναναδύονται μαζί με τις οσμές των υδρογονανθράκων, δημιουργούν προοπτικές ακόμη πιο δραστικών περιφερειακών αναδιαμορφώσεων.

Κι ενώ αυτές οι επισημάνσεις κινούνται σ’ επίπεδο διαπιστώσεων, οποιαδήποτε απόπειρα προβλεπτικού προσδιορισμού των προοπτικών που μας διαλαμβάνουν, θα ήτο εκτός πραγματικότητος. Θα εκινούντο δηλαδή στα όρια εναλλακτικών εικοτολογιών. Εντός πραγματικότητος ευρίσκεται μόνο:

Κατά πρώτον, ο προσδιορισμός των ευκρινών κινδύνων που συνοδεύουν αυτήν τη δίνη των εξελίξεων. Και κατά δεύτερον, η διερεύνηση συνετών επιλογών κι εναλλακτικών προσεγγίσεων, κατά τρόπο που να διασφαλίζουν σε μείζονα (ει δυνατόν) βαθμό, την υπόσταση και την κρατική κυριαρχία της Κύπρου, όπως αυτή ενσωματώνεται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και το τονίζουμε αυτό ιδιαίτερα, καθώς: Αυτά που καταγράφονται στο παρόν και προδιαγράφονται στον ορίζοντα συναφορούν τον σύνολο ευρωπαϊκό χώρο.

Άμεσα. Και καθοριστικά. Επομένως κι εμάς. Ευθέως. Πέραν των άλλων και άμεσων που συνάπτονται προς το καθαυτό πολιτικό μας πρόβλημα και το χρόνιο τραύμα. Για το οποίο η Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό νίπτει δυστυχώς τας χείρας. Η αλήθεια.

Και η άλλη που αφορά έναν επιπρόσθετο κι εξίσου κρίσιμο παράγοντα που επιδρά στις περιφερειακές αναδιατάξεις: Η δυναμική των υποθαλάσσιων ενεργειακών αποθεμάτων, των οποίων τα μεγέθη δεν έχουν ακόμη επακριβώς υπολογισθεί. Και τα οποία κινητοποιούν πρωτοβάθμιους παίκτες στην περιοχή κοντά μας και γύρω μας. Εμπλέκοντας τα δικά μας προβλήματα, με τα ευρύτερα συμφέροντα, όπως εφάπτονται σε στρατηγικές επιλογές ισχυρών κέντρων. Γιατί σ’ αυτό βρίσκεται στο ψητό. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά «ένα πουκάμισο αδειανό». Και στην καλύτερη περίπτωση «μια Ελένη». Που δεν μετρά. Και δεν προσμετράται.

Μέσα σ’ αυτό το φάσμα των γεγονότων που συνθέτουν την περιρρέουσα ρευστότητα, Λευκωσία και Αθήνα ως τους υπό τις περιστάσεις δύο κρατικούς πυλώνες του Ελληνισμού, οφείλουν να κινηθούν σταθερά, προνοητικά και χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Προπαντός χωρίς φοβικά και άλλα σύνδρομα. Προσδιορίζοντας ρεαλιστικές επιλογές και υπερβαίνοντας διλήμματα.


Σχολιάστε εδώ