Γ. Κατρούγκαλος: Πώς θα τσακιστεί η Χρυσή Αυγή

Του
Γιώργου Κατρούγκαλου
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου


Φαίνεται, δυστυχώς, ότι ορισμένοι τουλάχιστον κυβερνητικοί κύκλοι έχουν άλλα στο μυαλό τους. Ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα «έκλειναν το μάτι» στη Χρυσή Αυγή (όπως καταμαρτυρούσε στον ίδιο τον πρωθυπουργό μέχρι και ο υπεύθυνος επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ), συζητώντας έως και συνεργασία μαζί της -εάν «σοβαρευόταν»-, τώρα φαίνεται να επιδιώκουν την απαγόρευσή της, με την ελπίδα της λεηλασίας των άστεγων ψηφοφόρων της. Για τον λόγο αυτό είναι χρήσιμο να ξεκαθαρίσουν ορισμένα βασικά νομικά ζητήματα.

Η δισυπόστατη δράση της Χρυσής Αυγής

Η Χρυσή Αυγή λειτουργούσε ανέκαθεν δισυπόστατα, ως πολιτικό κόμμα και ως εγκληματική οργάνωση. Δεν ταυτίζονται, όμως, όσοι την ακολουθούν ως κόμμα με τους εγκληματίες των παρακρατικών αγημάτων που σπάνε, μαχαιρώνουν και δολοφονούν. Η έννοια της συλλογικής ποινικής ευθύνης είναι ναζιστική, όχι δημοκρατική έννοια. Το αίτημα των ανακριτριών για την άρση της ασυλίας των υπόλοιπων βουλευτών της ταυτίζει τη Χρυσή Αυγή ως κόμμα με την εγκληματική οργάνωση που δρα στο εσωτερικό της, πράγμα που είναι, κατά τη γνώμη μου, προβληματικό νομικά και πολιτικά.

Πρόκειται για δύο κύκλους που τέμνονται, αλλά δεν ταυτίζονται: Εγκληματική οργάνωση αποτελούν όσοι από τον σκληρό πυρήνα της Χρυσής Αυγής συμμετείχαν σε εκτέλεση ή προγραμματισμό παράνομων πράξεων, όχι το σύνολο των μελών ή ακόμη και των στελεχών της. Δεν αρκεί, συνεπώς, η απλή ιδιότητα βουλευτή της Χρυσής Αυγής για να στοιχειοθετηθεί συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, εάν δεν προκύπτει συγκεκριμένη εγκληματική πράξη ή έστω πρόθεση διάπραξης παρόμοιας πράξης. Αλλιώς θα τιμωρείται, εξόφθαλμα αντισυνταγματικά, το φρόνημα και όχι η πράξη.

Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την απαγόρευση λειτουργίας κόμματος, ούτε την απαγόρευση καθόδου του στις εκλογές

Κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και ο εισηγητής της πλειοψηφίας πρότειναν την αφαίρεση από το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος της αρχικής πρόβλεψης για δυνατότητα θέσης εκτός νόμου κομμάτων, των οποίων η δράση αποσκοπεί στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ή θα εξέθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας, όχι μόνον ως δυσχερέστατα εφαρμόσιμης αλλά και ως επικίνδυνης για την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει, προβλέπει ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς όμως να προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη. Έκτοτε, η συνταγματική θεωρία παγίως αποκλείει τη δυνατότητα θέσης κόμματος εκτός νόμου (βλ. αντί άλλων, Ε. Βενιζέλο, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, 1991, σ. 342-343).

Ήδη ο ισχύων ν. 3023/2002 προβλέπει (άρθρο 29) ως προϋπόθεση για την αναγνώριση κόμματος, δήλωση του προέδρου του στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην οποία πανηγυρικά αναφέρεται ότι η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ κατατίθεται και το καταστατικό του. Από τον νόμο απαγορεύεται μόνο η χρήση ως ονόματος και εμβλήματος ή σήματος κόμματος: α) Συμβόλου θρησκευτικής λατρείας, της σημαίας της πατρίδας ή άλλου παρόμοιου συμβόλου ή σημείου ιδιαίτερης ευλάβειας, β) του στέμματος, γ) συμβόλων ή εμβλημάτων του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 ή φωτογραφιών προσώπων που έχουν καταδικαστεί για τη συμμετοχή τους σʼ αυτό.

Για την κάθοδο στις εκλογές τα εμβλήματα και το όνομα των υποψηφίων κομμάτων δηλώνονται επίσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εννέα μέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου και ανακηρύσσονται από το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου (άρθρα 35-37 ΠΔ 26/2012). Η διαδικασία αυτή είναι διοικητική, όχι δικαστική. Με απλά λόγια, δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το ζήτημα της συμφωνίας ή όχι της δράσης ενός κόμματος με το Σύνταγμα ή της ειλικρίνειας της δήλωσης με την πραγματική του πολιτική ιδεολογία ή δράση.

Απλώς ελέγχει, λοιπόν, εάν έχουν κατατεθεί εκ μέρους του υποψήφιου κόμματος η δήλωση και το καταστατικό και ότι δεν χρησιμοποιούνται απαγορευμένα σύμβολα. Έτσι, το 1994, ο Άρειος Πάγος δεν ανακήρυξε τον συνδυασμό του Ουράνιου Τόξου και άλλων δύο σχημάτων διότι δεν είχαν καταθέσει την προβλεπόμενη δήλωση, ενώ με την απόφαση 4/1-9-2007 είχε θεωρήσει τον τίτλο του κόμματος Νέος Φασισμός αντισυνταγματικό. Παρʼ όλα αυτά απαγόρευσε μόνον τον τίτλο, επιτρέποντας στο μοναδικό μέλος του ψηφοδελτίου να κατέλθει ως ανεξάρτητος υποψήφιος.

Δικαστική αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ενεργοποιείται, σύμφωνα με το ισχύον νομικό καθεστώς, μόνον εάν εγερθούν αμφισβητήσεις ως προς τη χρήση του ονόματος και του εμβλήματος πολιτικού κόμματος ή ως προς την ιδιότητα του προέδρου ή μέλους της Διοικούσας Επιτροπής του (άρθρο 29 παρ. 7 του ν. 3023/2002). Τα θέματα αυτά είναι περιοριστικά. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, «οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων των κομμάτων που έχουν σχέση με την εσωτερική λειτουργία ακόμα δε και με τη διάλυσή τους, δεν προσβάλλονται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων, έστω και με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Α.Κ. (βλ. άρθ. 101 Α.Κ.), αφού τέτοια παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων θα αποτελούσε συνταγματικά ανεπίτρεπτο φαινόμενο και θα προσέκρουε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών» (ΑΠ 509/2009).

Αλίμονο, άλλωστε, εάν το μείζον θέμα της απαγόρευσης λειτουργίας κόμματος ή της απαγόρευσης συμμετοχής του σε εκλογές μπορούσε να κριθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Όπου συνταγματικά προβλέπεται παρόμοια δικαστική αρμοδιότητα, οι σχετικές δίκες κρατούν χρόνια. (Από το 1951 έως το 1956 συζητούσε το -ταχύ στην εκδίκαση, γενικά- Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος.)

Διατυπώνεται, παρʼ όλα αυτά, η άποψη, που αποδίδεται μάλιστα σε δικαστές του Αρείου Πάγου (βλ. π.χ., Καθημερινή 23.2.2014), ότι εάν η Χρυσή Αυγή χαρακτηρισθεί σε αμετάκλητο βούλευμα «εγκληματική οργάνωση», θα χάσει την ιδιότητα του κόμματος και δεν θα μπορεί να ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο. Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο και είναι αντίθετη στο άρθρο 29 του Συντάγματος όσο και στο τεκμήριο αθωότητας. Άλλωστε, δεν θα ήταν υποκρισία να μην είναι συνταγματικά μεν ανεκτή η απαγόρευση κόμματος, αλλά να είναι δυνατή η απαγόρευση καθόδου του στις εκλογές; Τι νόημα θα είχε τότε η ύπαρξη παρόμοιου κόμματος;

Πώς θα τσακιστεί η Χρυσή Αυγή;

Εδώ και χρόνια υποστηρίζω και εξακολουθώ να επιμένω ότι τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής πρέπει να αντιμετωπισθούν με τον ποινικό κώδικα, ενώ η πολιτική της δράση, με τη σύγκρουση των ιδεών και την κοινωνική της απομόνωση. Όταν λειτουργεί ως κόμμα, πρέπει να αντιμετωπίζεται πολιτικά και ιδεολογικά ως αυτό που πράγματι είναι: Ένα νεοναζιστικό μόρφωμα που αποτελεί ταυτόχρονα την τελευταία εφεδρεία του συστήματος, υπό έναν αντισυστημικό μανδύα. Για αυτό τον λόγο δεν θα πρέπει να την αφήσουμε να τρομοκρατεί τις γειτονιές και θα πρέπει συστηματικά να αποκαλύπτουμε την ψευδο-αντισυστημικότητά της.

Η διαφαινόμενη μεθόδευση εκ μέρους των γνωστών κυβερνητικών κύκλων να τεθεί εκτός νόμου (ή, έστω, εκτός εκλογών) το νεοφασιστικό κόμμα δεν βλάπτει το ίδιο, αλλά τη δημοκρατία. Το Σύνταγμά μας δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο και η Ιστορία δείχνει ότι παρόμοια μέτρα είναι και πολιτικά επικίνδυνα και αντιπαραγωγικά. Μάλιστα, οι κύκλοι της Νέας Δημοκρατίας που προωθούν τα σενάρια αυτά, με προφανή μικροκομματική σκοπιμότητα να προσεταιριστούν τους άστεγους ψηφοφόρους της, είναι ακριβώς αυτοί που έχουν ενσωματώσει στη ρητορική τους σχεδόν ολόκληρη την ακροδεξιά πολιτική της ατζέντα.

Ένα τελευταίο, όχι ασήμαντο ζήτημα: Μετά την άρση της ασυλίας, ενδεχόμενη προφυλάκιση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινοβουλευτικής ομάδας της, αν και συνταγματικά ανεκτή, προκαλεί αντικειμενικά αλλοίωση της σύνθεσης της Βουλής, άρα και της βούλησης του εκλογικού σώματος. Με άλλα λόγια, διευκολύνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία να περνά νομοσχέδια με λιγότερες από 151 ψήφους. Για να αποκατασταθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει να τροποποιηθεί ο Κανονισμός της Βουλής ώστε να είναι δυνατή η άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους υπόδικους βουλευτές, οι οποίοι διατηρούν το αξίωμά τους με επιστολική ψήφο.

Εν κατακλείδι: Η Χρυσή Αυγή θα τσακιστεί με πολιτικούς, όχι δικαστικούς όρους. Η δημοκρατία εφαρμόζει το Σύνταγμα και στους αντιπάλους της. Η δημοκρατία έχει νόμους και κανείς δεν είναι πάνω (ή έξω) από τους νόμους της δημοκρατίας.


Σχολιάστε εδώ