Ο γερμανός Πρόεδρος στους Λυγκιάδες: Η έκφραση λύπης για τα εγκλήματα της Κατοχής δεν αρκεί…
Ότι οι ταγοί μας, από πολύ νωρίς, είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η μεταπολεμική Γερμανία τελικά δεν πρόκειται να πληρώσει ούτε για τις επανορθώσεις των ζημιών που προκάλεσαν κρατικά της όργανα σε κρατική και ιδιωτική περιουσία ούτε για το αναγκαστικό δάνειο που έλαβε για την κάλυψη των δαπανών του στρατού Κατοχής αλλά και του πολέμου στην Αφρική. Όποιος παρακολουθεί τις εξελίξεις από το 1945 μέχρι σήμερα, βγάζει αβίαστα αυτό το συμπέρασμα. Πράγματι, το καλύτερο που μπόρεσε να πετύχει η ελληνική πλευρά όλο αυτό το διάστημα ήταν η ελληνογερμανική συμφωνία της Βόννης (1960) για τα 115 εκατομμύρια μάρκα που δέχθηκε να καταβάλει η Δυτική Γερμανία όχι ως επανορθώσεις για τις ζημίες του πολέμου –αυτές είχαν παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 και παραμένουν έκτοτε εκεί, παρά την επανένωση των δύο γερμανικών κρατών με τη Συμφωνία της Μόσχας το 1990–, αλλά για αποζημίωση σε άτομα που κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπέστησαν διώξεις εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας και άλλων ιδιοτήτων που είχαν μπει στο στόχαστρο της ιδεολογίας του γερμανικού κράτους της εποχής εκείνης, δηλαδή του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Τα θύματα της πείνας, τα θύματα των εκτελέσεων σε κάθε γωνιά της χώρας, στα πλαίσια των λεγόμενων «μέτρων εξιλέωσης», τα θύματα των λεηλασιών και καταστροφών περιουσιών εκ μέρους των οργάνων της Βέρμαχτ, δεν ανήκαν, σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας της Βόννης, στους δικαιούχους. Έτσι, ο μέσος αναγνώστης στην Ελλάδα γνωρίζει, «περίπου», ότι η Γερμανία κάτι χρωστά ακόμη στην Ελλάδα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ότι η ελληνική πλευρά σήμερα δεν τολμά να ανοίξει το θέμα, όντας εξαρτημένη από την καλή βούληση της γερμανικής Βουλής για τη χορήγηση της μνημονιακής «βοήθειας» (δηλαδή κανονικών δανείων με κανονικότατα επιτόκια). Δεν γνωρίζει, όμως, πώς χειρίστηκαν, επί εβδομήντα περίπου χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις το ζήτημα αυτό και τι πίστευαν ότι μπορούν να διεκδικήσουν τελικά από τη Γερμανία πριν και μετά την ένωση.
Δεν είναι η στήλη αυτή ο κατάλληλος χώρος για την εξαντλητική περιγραφή των γεγονότων σε σχέση με τις ελληνικές απαιτήσεις από το γερμανικό κράτος. Δύο πράγματα, όμως, πρέπει να έχει υπόψη του ο αναγνώστης. Πρώτον, ότι μετά την ένωση των δύο Γερμανιών το ελληνικό κράτος δεν έθεσε στην κυβέρνηση του ενιαίου πλέον γερμανικού κράτους, επισήμως, ποτέ το «ανοιχτό» –όπως το ονομάζουν οι εκάστοτε κυβερνήτες μας– ζήτημα των επανορθώσεων και του Κατοχικού δανείου και, δεύτερον, ότι όσοι προσπάθησαν να το θέσουν ως ιδιώτες, όπως π.χ. τα θύματα του Διστόμου ή των Καλαβρύτων, δεν άφησαν δικαστήριο για δικαστήριο στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ευρώπη και τη… Χάγη που να μην προβάλουν το αίτημά τους. Χωρίς αποτέλεσμα, τελικά. Άλλα δικαστήρια στα οποία μπορούν στο εξής να αποτανθούν, δεν υπάρχουν. Εκείνα δε που απεφάνθησαν, βάσισαν τις αρνητικές τους αποφάσεις σε μια επιχειρηματολογία που μας παγώνει. Όχι μόνο επειδή το σκεπτικό απηχεί μια νομική κουλτούρα «αυτοκρατορική» (όπως π.χ. το επιχείρημα της απόλυτης κρατικής ασυλίας ή ετεροδικίας), αλλά επειδή οι εκτελέσεις αμάχων στο Δίστομο, τα Καλάβρυτα και αλλού θεωρήθηκαν από τους δικαστές συμβάντα στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων στις οποίες συμμετείχαν όργανα ενός ξένου κράτους και όχι όπως πράγματι είναι, δηλαδή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν αποκλείω καθόλου, γερμανικά, ευρωπαϊκά ή διεθνή δικαστήρια, στο μέλλον να θεωρήσουν ακόμη και την απαγωγή και την προώθηση των ελλήνων Εβραίων στους θαλάμους αερίων, μέρος στρατιωτικών επιχειρήσεων…
Δικαιωμένη νομικά –από τις μέχρι τώρα εξελίξεις– η γερμανική κυβέρνηση και γνωρίζοντας ότι η πολιτική ηγεσία της οικονομικά εξαρτημένης Ελλάδας δεν έχει περιθώρια να θέσει στο τραπέζι αυτές τις εκκρεμότητες, έχει εγκαινιάσει –εδώ και καιρό– μια πολιτική έκφρασης λύπης για τις «υπερβάσεις» των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα. Έχει σημασία να προσέξει κανείς το λεκτικό των γερμανών επισήμων, όταν μιλούν για τα εγκλήματα αυτά. Η λέξη «έγκλημα» δεν χρησιμοποιείται, πολύ λιγότερο οι φράσεις «έγκλημα πολέμου» ή «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Όταν δεν επιχειρείται ανοιχτός συμψηφισμός (πόλεμος ήταν, γινόταν έκτροπα και από τις δύο πλευρές), τότε απλά γίνεται λόγος για «ακατανόητες ενέργειες» γερμανών στρατιωτών που προκάλεσαν πόνο στους Έλληνες και για τις οποίες αισθάνεται κανείς (ο εκπρόσωπος του γερμανικού κράτους που συμμετέχει στις εκδηλώσεις μνήμης) λύπη ή, ενίοτε, και ντροπή. Τελεία και παύλα.
Τη νύχτα της 29/30 Σεπτεμβρίου 1943 σκοτώνεται σε ενέδρα ανταρτών του Ζέρβα, κοντά στο χωριό Κουκλέσι στον δρόμο Ιωαννίνων-Άρτας, ο αντισυνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμιγκερ, ένας από τους κεντρικούς υπευθύνους για το ολοκαύτωμα του Κομμένου (16.8.1943) με 317 αμάχους νεκρούς. Λίγες μέρες πριν, στην πόλη της Παραμυθιάς, 49 ξεχωριστοί κάτοικοι της πόλης οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα, ύστερα από συντονισμένη δράση υπαξιωματικών της Βέρμαχτ και της ηγεσίας των Τσάμηδων, με διακηρυγμένο στόχο την εθνοκάθαρση της περιοχής. Είναι η εποχή όπου η επίλεκτη μονάδα των Ορεινών Καταδρομών που δρα στην Ήπειρο από τα μέσα Ιουλίου της ίδιας χρονιάς –γνωστή και από τις σφαγές στην Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τους Αγίους Σαράντα τον Σεπτέμβριο του 1943– εφαρμόζει την τακτική της «ειρήνευσης» μέσω του τρόμου των εκτελέσεων αμάχων. Το χωριό Λυγκιάδες που θα επισκεφθεί ο γερμανός Πρόεδρος Ιωακείμ Γκάουκ σε λίγες μέρες, θα γίνει το επόμενο θύμα αυτής της τακτικής. Τουλάχιστον 82 κάτοικοι του χωριού –νήπια, παιδιά, νέοι και γέροι– θα δολοφονηθούν από δυνάμεις της Βέρμαχτ στα πλαίσια αντιποίνων για τον θάνατο του Ζάλμιγκερ. Αφορμή για τη σφαγή έδωσε ένα χτύπημα ομάδας ανταρτών του Ζέρβα το πρωί της Κυριακής της 3.10.1943 στη συνοδεία του στρατηγού Λανς έξω από τα Γιάννενα, στον δρόμο προς την Πρέβεζα, όπου πήγαινε για να παραστεί στην κηδεία του Ζάλμιγκερ.
Παρότι ο νέος Πρόεδρος της Γερμανίας δεν μασάει τα λόγια του και δεν είναι από εκείνους που προσαρμόζει πάντοτε τη γλώσσα του στα κελεύσματα της κυβερνητικής πολιτικής ορθότητας, δεν παύει να εκπροσωπεί το γερμανικό κράτος. Αναμένεται να εκφράσει τη λύπη του για ό,τι διέπραξαν συμπατριώτες του στο χωριό που θα επισκεφθεί μαζί με τον «ντόπιο» έλληνα Πρόεδρο που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι συνέβη στους Λυγκιάδες, στο Κεφαλόβρυσο, στη Μουσιωτίτσα, στην Παραμυθιά, στο Κομμένο, στα Πέντε Πηγάδια, στα χωριά του Φαναρίου, στα Γιάννενα με τη σύλληψη και την εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας στις 25.3.1944. Είναι, ασφαλώς, θετικό το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Γερμανίας θα επισκεφθεί το χωριό και θα εκφράσει τη λύπη του για τη σφαγή. Ο έλληνας Πρόεδρος οπωσδήποτε θα του πει ότι σαν τους Λυγκιάδες υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι τόποι στην Ελλάδα. Το διπλωματικό πρωτόκολλο, βεβαίως, επιβάλλει κανόνες ευγενείας. Αλλά δεν θα ήταν μεγάλη αγένεια να υπενθυμίσει κάποιος στον γερμανό Πρόεδρο ότι η έκφραση λύπης, με όλα αυτά που έχουν συμβεί από το 2010 και μετά, δεν είναι αρκετή. Και ότι η φράση pacta sunt servanda που ακούν εδώ και τέσσερα χρόνια οι Έλληνες από γερμανούς τραπεζίτες και κρατικούς αξιωματούχους με υψωμένο το δάχτυλο, ισχύει και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Η Γερμανία οφείλει και αυτή να τιμήσει την υπογραφή της στις παλιές μεν, αλλά όχι άκυρες, συμφωνίες με την Ελλάδα. Και οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν περισσότερα πράγματα από την έκφραση λύπης ή συγγνώμης για τα θύματα της Κατοχής και το αναγκαστικό δάνειο. Δεν είναι θέμα δικαστηρίων και παραγράφων, είναι ζήτημα πολιτικής αξιοπρέπειας και προϋπόθεση για μια νέα εποχή στις ελληνογερμανικές σχέσεις που δεν είναι σήμερα στο καλύτερο σημείο. Μια χώρα, άλλωστε, που φιλοδοξεί να παίξει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη, δεν μπορεί να κοιτάει μόνο τι μπαίνει στην τσέπη της, αλλά και τι βγαίνει από αυτή.