Στην Αθήνα θα κριθούν πολλά
Ας δούμε για λίγο τις δημοτικές εκλογές μόνες τους. Αφήνοντας έξω από την ανάλυση τις ευρωεκλογές και το ενδεχόμενο διενέργειας εθνικών εκλογών μαζί με δημοτικές- ευρωεκλογές. Ως γνωστόν, η πρωτεύουσα δίνει τον τόνο και «κλέβει» τις εντυπώσεις. Όπως συνέβη το 2010 με τον Γ. Καμίνη, που κέρδισε τον Νικήτα Κακλαμάνη, κάτι που μέσα του δεν θα πίστευε ποτέ ότι θα συμβεί ούτε ο ίδιος ο κ. Καμίνης ούτε, φυσικά, ο κ. Κακλαμάνης. Που ίσως ακόμα και σήμερα να μην μπορεί να εξηγήσει τι έγινε και έχασε. Και μάλιστα τόσο καθαρά: 51,9% έναντι 48,1%. Και τούτο, αν και στον πρώτο γύρο ο κ. Κακλαμάνης προηγήθηκε με ένα άνετο 6% (34,9% – 28,3%). Κάτι που σημαίνει ότι υπήρξε συσπείρωση πολλών και πολιτικά διαφορετικής καταγωγής δυνάμεων στην επιλογή Καμίνη στον δεύτερο γύρο. Το 28% δεν γίνεται εύκολα 52%. Ίσως αυτά ανέλυσε ο Ν. Κακλαμάνης και αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει τόσο για να πάρει τη ρεβάνς (πιθανώς θεωρεί άδικη και ανεξήγητη την ήττα του) όσο και για να προκαλέσει αναδιάταξη των πολιτικών ισορροπιών στη Νέα Δημοκρατία και όχι μόνο.
Ο κ. Καμίνης υποστηρίζεται και πάλι από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, αν και η θητεία του ήταν αυτονομημένη και από τα δύο κόμματα, όχι πάντα με θετικό τρόπο, όπως συζητιέται τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στη ΔΗΜΑΡ. Μάλιστα, στη ΔΗΜΑΡ συχνά ακούγεται η εκτίμηση «μας προέκυψε νέος Σαρζετάκης», αναφορικά με τον χαρακτήρα του σημερινού δημάρχου. Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, στην κατάσταση που βρίσκεται δεν έχει την πολυτέλεια να επιλέξει άλλον υποψήφιο (εδώ διστάζει να κατέβει αυτόνομα στις ευρωεκλογές και καλύπτεται πίσω από άλλα σχήματα, πότε τους «58» και πότε το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα), ενώ συγχρόνως μπορεί να παρουσιάζεται θεσμικά ως δικαιωμένο και «εντάξει», μια και στηρίζει εκ νέου την προηγούμενη επιλογή του «που αποδείχτηκε νικηφόρα και πετυχημένη». Ο κ. Καμίνης έχει υπέρ του ότι, ως σημερινός δήμαρχος, έχει στα χέρια του τον μηχανισμό (και ο κ. Κακλαμάνης τον είχε…) και εναντίον του το ότι δεν είναι πλέον πλεονέκτημα να σε στηρίζει το ΠΑΣΟΚ.
Συγχρόνως, έχει να αντιμετωπίσει την απειλή των απωλειών από φιλελεύθερους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους που ίσως επιλέξουν την υποψηφιότητα του κ. Γρηγόρη Βαλλιανάτου, προέδρου της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, άλλοτε συνεργάτη του Γιώργου Παπανδρέου και εκλογικά του άλλου φιλελεύθερου (Δημιουργία Ξανά) Θάνου Τζήμερου. Η Δεξιά μοιάζει να έχει ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού η υποψηφιότητα του πρώην δημάρχου Ν. Κακλαμάνη βάζει σοβαρά εμπόδια στην υποψηφιότητα του κ. Άρη Σπηλιωτόπουλου, που βιάστηκε να ανακοινώσει ως επίσημο υποψήφιό της η ΝΔ. Αρκετοί πιστεύουν ότι (αν μείνει στην κούρσα των εκλογών και δεν αποχωρήσει εγκαίρως) είναι πιθανό ο Άρης Σπηλιωτόπουλος να μην περάσει καν στον δεύτερο γύρο και ότι περισσότερες πιθανότητες να βρεθεί σε τελικό γύρο έχει ο Ν. Κακλαμάνης. Ένα επιπλέον στοιχείο εναντίον της υποψηφιότητας Σπηλιωτόπουλου είναι ότι αν και βουλευτής της πρωτεύουσας δεν έχει απολέσει τα χαρακτηριστικά του επαρχιώτη υποψηφίου ακόμα και σε επίπεδο εκφοράς του λόγου. Επίσης ο κ. Σπηλιωτόπουλος μπορεί να είναι βουλευτής της πρωτεύουσας αλλά εκλέγεται στη Β’ Αθήνας και όχι στην Α’, κάτι που έχει σημασία για πολλούς ψηφοφόρους του Δήμου Αθηναίων.
Η κατάσταση στον συντηρητικό χώρο μπερδεύεται ακόμα περισσότερο με την υποψηφιότητα του κ. Βασίλη Καπερνάρου, βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, που αναμένεται να κόψει ψήφους από τους Νεοδημοκράτες υποψήφιους. Αλλά η υποψηφιότητα που φοβάται η ΝΔ είναι αυτή του κ. Ηλία Κασιδιάρη της Χρυσής Αυγής, μια και η Χρυσή Αυγή έχει άμεση διείσδυση τους ψηφοφόρους της ΝΔ, ενώ ο χειρισμός του κόμματος ως εγκληματικής οργάνωσης και οι προφυλακίσεις Μιχαλολιάκου και βουλευτών εκτιμάται ότι μπορεί να έχουν λειτουργήσει μάλλον υπέρ της Χρυσής Αυγής, παρά εναντίον της.
Σε αυτό το σκηνικό, λογικά θα είναι διακριτός ο ρόλος του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ Γαβριήλ Σακελλαρίδη που έχει σαφές πλεονέκτημα το άφθαρτο και νεαρό της ηλικίας αλλά μειονέκτημα τη μειωμένη αναγνωρισιμότητα. Αν, πάντως, ισχύσει στις επιλογές των ψηφοφόρων το εύρημα, στις σχετικές μετρήσεις, ότι σε μεγάλο ποσοστό κριτήριο θα αποτελέσει η τιμωρία των Μνημονίων και των εν Ελλάδι φορέων τους, τότε ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει πρόβλημα να βρεθεί στον δεύτερο γύρο. Αν όχι, τα πράγματα θα είναι δύσκολα για τον κ. Σακελλαρίδη.
Για τον κ. Νίκο Σοφιανό, υποψήφιο του ΚΚΕ, η κατάσταση θα είναι πιο βατή τόσο επειδή έχει ήδη μια καλή «μαγιά» από τις εκλογές του 2010 (13,7%) όσο και επειδή κανείς δεν έχει απαιτήσεις να περάσει στον δεύτερο γύρο. Ό,τι κάνει καλύτερο από το 13% θα είναι σημαντική επιτυχία για το ΚΚΕ, που κάνει διμέτωπο αγώνα (εναντίον της κυβέρνησης αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ) και στους δήμους. Αλλά, ας περιμένουμε να δούμε πόσοι και ποιοι θα είναι, εντέλει, οι υποψήφιοι στην Αθήνα και θα εκτιμήσουμε εκ νέου τα δεδομένα…